«Ανηφορίζουμε ολοένα τον δύσκολο δρόμο. Από δω κι απάνω θα είμαστε αβοήθητοι, καθένας μόνον με την μπόρεσή του». Ο...
Ηλίας Βενέζης περιγράφει την ανάβαση του στον Όλυμπο εν έτει 1951. Το κείμενο του κυκλοφόρησε αρκετά στα κοινωνικά δίκτυα τον περασμένο Αύγουστο, αφού στις 2 του μήνα συμπληρώθηκαν 111 χρόνια από την πρώτη ανάβαση στον Μύτικα, την ψηλότερη κορυφή του βουνού στα 2.918 μ. υψόμετρο, από τους Ελβετούς ορειβάτες Φρεντ Μπουασονά και Ντανιέλ Μπω-Μποβύ, παρέα με τον ντόπιο Χρήστο Κάκαλο. Ο Βενέζης ανέβηκε επίσης με τον Κάκαλο μια μέρα με πούσι και χιόνι. Μιλά για τα σύννεφα που έβραζαν στα Καζάνια, τις πέτρες που κατρακυλούσαν σε κάθε τους βήμα, τις οδηγίες του ατρόμητου Κάκαλου, το χάος που έχασκε πλάι του, για το αυστηρό μεγαλείο του Ολύμπου που δεν είχε αντικρίσει σε άλλο βουνό.
Είναι όλα ακριβώς έτσι, ακόμη. Κι ακόμη ο καθένας «με την μπόρεσή του» προχωρά. Οι διαδρομές για να ανέβεις είναι αμέτρητες, άλλες εύκολες, άλλες ορειβατικές, όλες όμως σε φέρνουν κάτω από τις δεκάδες ψηλές κορυφές που ξεπερνούν τα 2.000 μ.
Όταν στέκεσαι στο Οροπέδιο των Μουσών, μπροστά στο Στεφάνι, τον Θρόνο του Δία, που αποτελεί την δεύτερη ψηλότερη κορυφή του βουνού, εύκολα συγκινείσαι. Πολύ πιο καθηλωτικό από ό,τι στις φωτογραφίες, καταλαβαίνεις γιατί πήρε τη μυθική του διάσταση το βουνό, γιατί εδώ τοποθετήθηκε η κατοικία των 12 θεών, γιατί άνθρωποι από όλο τον πλανήτη έρχονται για να το αντικρίσουν. Μέσα στο απόκοσμο τοπίο, ούτε λόγια έχεις ούτε σκέψεις, δεν υπάρχει χθες ούτε αύριο, βρίσκεσαι στο απόλυτο τώρα, σε μια απεραντοσύνη και μια απολυτότητα που σε εκμηδενίζουν. Κι αυτό το νιώθεις πάντα δίπλα στο χάος των γκρεμών είτε ορειβατείς είτε αναρριχάσαι είτε πεζοπορείς είτε απλώς χαζεύεις το Στεφάνι από την ασφάλεια των δύο καταφυγίων που λειτουργούν το καλοκαίρι.
Στον Όλυμπο μπορεί να κινδυνεύσεις, μπορεί να ταλαιπωρηθείς, σίγουρα θα κοπιάσεις. Ειδικά τον χειμώνα που δεν λειτουργούν τα καταφύγια, δεν θα γυρίσεις πίσω ο ίδιος. Από τον Ιούλιο και μέχρι και τον Σεπτέμβριο όμως η ανθρωπογεωγραφία του βουνού αλλάζει τα τελευταία χρόνια. Τα βουνά και πρώτος και καλύτερος ο Όλυμπος έχουν γίνει μόδα ή πιο σωστά «φάση». Όμως το βουνό είναι ανάγκη, αυτογνωσία, αναμέτρηση, είναι αυτό που σε κάνει να εκτιμάς μικρές καθημερινές ευκολίες της καθημερινότητας, να συνειδητοποιείς το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης, να βρίσκεις τα όριά σου. Ένα είδος κάθαρσης που σε κάνει να βλέπεις αλλιώς τη ζωή και τους ανθρώπους γύρω σου.
Όλγα Χαραμή
Είναι όλα ακριβώς έτσι, ακόμη. Κι ακόμη ο καθένας «με την μπόρεσή του» προχωρά. Οι διαδρομές για να ανέβεις είναι αμέτρητες, άλλες εύκολες, άλλες ορειβατικές, όλες όμως σε φέρνουν κάτω από τις δεκάδες ψηλές κορυφές που ξεπερνούν τα 2.000 μ.
Όταν στέκεσαι στο Οροπέδιο των Μουσών, μπροστά στο Στεφάνι, τον Θρόνο του Δία, που αποτελεί την δεύτερη ψηλότερη κορυφή του βουνού, εύκολα συγκινείσαι. Πολύ πιο καθηλωτικό από ό,τι στις φωτογραφίες, καταλαβαίνεις γιατί πήρε τη μυθική του διάσταση το βουνό, γιατί εδώ τοποθετήθηκε η κατοικία των 12 θεών, γιατί άνθρωποι από όλο τον πλανήτη έρχονται για να το αντικρίσουν. Μέσα στο απόκοσμο τοπίο, ούτε λόγια έχεις ούτε σκέψεις, δεν υπάρχει χθες ούτε αύριο, βρίσκεσαι στο απόλυτο τώρα, σε μια απεραντοσύνη και μια απολυτότητα που σε εκμηδενίζουν. Κι αυτό το νιώθεις πάντα δίπλα στο χάος των γκρεμών είτε ορειβατείς είτε αναρριχάσαι είτε πεζοπορείς είτε απλώς χαζεύεις το Στεφάνι από την ασφάλεια των δύο καταφυγίων που λειτουργούν το καλοκαίρι.
Στον Όλυμπο μπορεί να κινδυνεύσεις, μπορεί να ταλαιπωρηθείς, σίγουρα θα κοπιάσεις. Ειδικά τον χειμώνα που δεν λειτουργούν τα καταφύγια, δεν θα γυρίσεις πίσω ο ίδιος. Από τον Ιούλιο και μέχρι και τον Σεπτέμβριο όμως η ανθρωπογεωγραφία του βουνού αλλάζει τα τελευταία χρόνια. Τα βουνά και πρώτος και καλύτερος ο Όλυμπος έχουν γίνει μόδα ή πιο σωστά «φάση». Όμως το βουνό είναι ανάγκη, αυτογνωσία, αναμέτρηση, είναι αυτό που σε κάνει να εκτιμάς μικρές καθημερινές ευκολίες της καθημερινότητας, να συνειδητοποιείς το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης, να βρίσκεις τα όριά σου. Ένα είδος κάθαρσης που σε κάνει να βλέπεις αλλιώς τη ζωή και τους ανθρώπους γύρω σου.
Όλγα Χαραμή