Την προηγούμενη Κυριακή συνέβη ένα πολύ σημαντικό πολιτικό γεγονός στην πολιτική ζωή της χώρας. Πιο συγκεκριμένα, πάνω από 300.000 κόσμου βρέθηκαν στις κάλπες για...
την ανάδειξη του νέου προέδρου στο ΠΑΣΟΚ, ένα κόμμα που μπορεί να βρίσκεται στην τρίτη θέση βάση των τελευταίων εκλογών πλην όμως έχει μία βαριά πολιτική, θεσμική και ιστορική πορεία και αποτελεί τον διαχρονικό και ιστορικό έτερο πόλο του κυβερνώντος κόμματος.
Η παραπάνω συγκυρία πιθανώς να είχε και ιστορικά αλλά και αξιακα χαρακτηριστικά δεδομένου ότι ο ιδεολογικός αλλά και υπαρξιακός αντίπαλος του ΠΑΣΟΚ, ο Σύριζα βρίσκεται σε μια περίοδο περιδίνησης και παρακμής τόσο σε πολιτικό όσο και σε δημοσκοπικο επίπεδο.
Από την άλλη πλευρά, ο ιστορικός αντίπαλος του ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία μπορεί να είναι το κυβερνών κόμμα και με ηγεμονικό προβάδισμα από το δεύτερο κόμμα και να έχει καταφέρει να ρευστοποιησει το πολιτικό σκηνικό προς όφελος της πλην όμως αντιμετωπίζει και η ίδια σημαντικά παρόντα αλλά και οιονεί πολιτικά προβλήματα. Πιο συγκεκριμένα, το κυβερνών κόμμα βρίσκεται σε μια αναπόφευκτη φθορά βαση της δεύτερης εκλογικής του θητείας, δείχνει να έχει χάσει τα βασικά του στρατηγικα και επικοινωνιακα πλεονεκτήματα που κατείχε την προηγούμενη τετραετία (μη επιστροφή Σύριζα στο πολιτικό σκηνικό , επάνοδος στην κανονικότητα κτλ), να μην έχει έναν συγκεκριμένο οδικό χάρτη για την Ελλάδα του 2030 προσπαθώντας απλά να κάνει μια ασφαλής πολιτική διαχείριση εστιάζοντας κυρίως σε προβλήματα της καθημερινότητάς (η συγκεκριμένη τακτική και στρατηγική εμπεριέχει βέβαια και ένα ρίσκο καθώς τα πρόβληματα αυτά έχουν έντονα υποκειμενική διάσταση και οι λύσεις σε αυτά παρέχονται με περιοδικές και όχι μακροπρόθεσμες πολιτικές) αλλά και να αντιμετωπίζει μια τεράστια εν αναμονή εσωτερική κρίση εκ δεξιών της που απλά αναμένει την πρώτη πολιτική ευκαιρία για να εκραγεί σαν ωρολογιακή βόμβα σε ένα πεδίο μάχης με μια επιγενομενη επιχειρησιακη καταστροφή.
Με βάση τα ανωτέρω το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε σε ένα κρίσιμο πολιτικό και ιστορικό σταυροδρόμι, οι 4 μεταξύ τους υποψήφιοι που διεκδικούσαν σε άμεσο βαθμό την ηγεσία του κόμματος είχε ο καθένας από αυτούς ένα διαφορετικό ιδεολογικό και πολιτικό πρόσταγμα, πλην όμως οι δύο εξ αυτών είχαν και άλλα δύο κοινά στοιχεία. Η συγκεκριμένη αναφορά γίνεται για την κ. Διαμαντοπουλου και τον κ. Γερουλάνο.
Ειδικότερα, η πολιτική αστικότητα αυτών και η προσέγγιση αυτών με τον κεντρώο χώρο είναι δύο χαρακτηριστικά που μπορούν ένα κόμμα να το μετεξελίξουν από ένα μικρό κόμμα σε ένα κόμμα με κυβερνητική τροχιά.
Όσο αφορά το πρώτο στοιχείο, άξιζει να αναφερθεί ότι το εκλογικό σώμα που βρίσκεται στα αστικά κέντρα έχει συνήθως άλλα πολιτικά κριτήρια, ερεθίσματα και αξιολογική υφή από τους ανθρώπους που απαρτίζουν το εκλογικό σώμα της περιφέρειας. Συνήθως στα μεγάλα αστικά κέντρα οι ψηφοφόροι είναι άτομα αυξημένης θεσμικής και πολιτικής ανεξαρτησίας σε σχέση με τους ψηφοφόρους της περιφέρειας, καθώς στην περιφέρεια συνήθως είναι άτομα μεγαλύτερης ηλικίας με έντονο το ταυτοτικο και συναισθηματικό στοιχείο στην ψήφο, διέπονται από ισχυρή παρασυρση από δίκτυα εσωκομματικων μηχανισμων (τοπικές συνδικαλιστικες οργανώσεις, ισχυρά τοπικά δίκτυα αυτοδιοίκησης κτλ). κ.α.
Σε αυτό το πλαίσιο και με δεδομένη την ισχυρότατη αδυναμία τα τελευταία χρόνια του ΠΑΣΟΚ να πείσει στα αστικά κέντρα οι ανωτέρω δύο υποψηφιότητες επέδειξαν πολύ θετικά στοιχεία στη συγκεκριμένη αναμέτρηση. Ας, μην ξεχνάμε άλλωστε ότι τα αστικά κέντρα αποτελούν την βασική χοανη που ρυθμίζει και τα συνολικά αποτελέσματα στις εθνικές εκλογές και αποτελεί το εκλογικό βαρόμετρο σε κάθε σχεδόν είδους πολιτικής αναμέτρησης. Η συγκεκριμένη απήχηση των δύο αυτών υποψηφιότητων στα μεγάλα αστικά κέντρα θα μπορούσε αίτιοκρατικά να συμπαρασύρει ανοδικά την πορεία του ΠΑΣΟΚ στα μεγάλα αστικά, που είναι και το μεγάλο του πλέον εκλογικό ζήτημα.
Εν συνεχεία, το δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με τον ιδεολογικοπολιτικο χώρο που παραδοσιακά κρίνει κυβερνήσεις και μοιράζει απλόχερα πρωτιές στις εθνικές εκλογές, τον χώρου του κέντρου. Τα τελευταία χρόνια στον χώρο αυτόν έχει ηγεμονευσει με αυτοκρατορικη άνεση αλλά και ευφυής πολιτική στρατηγική η ΝΔ σε τέτοιο επίπεδο που πολλοί παραδοσιακοί ψηφοφόροι την ΝΔ να κατηγορούν τον κ. Μητσοτάκη ότι απαγκιστρωθηκε από την πολιτική βάση και γενεαλογικη μήτρα του κόμματος. Δεδομένης της φθοράς της ΝΔ που προαναφέρθηκε παραπάνω και την ανυπαρξία ετέρου κόμματος στο χώρο του κέντρου οι βασικές δύο υποψηφιότητες που αναλύουμε θα μπορούσαν άμεσα να προσεγγίσουν αυτό το χώρο και ταυτόχρονα να πλήξουν άμεσα το κυβερνών κόμμα και να έχουν ισχυρά πολιτικά οφέλη. Ο χώρος αυτός μετράται περίπου σε κάτι περισσότερο από ένα εκατομμύριο ψηφοφόρους ήτοι περίπου 17-20% του εκλογικού σώματος . Είναι σε μεγάλο βαθμό και οι ψηφοφοροι που απείχαν από τις ευρωεκλογές του 2024 πλην όμως στις εθνικές εκλογές του 2023 είχαν στηρίξει την ΝΔ. (Το κατά 1 εκκατομυριο μειωμένο εκλογικό σώμα της ΝΔ ανάμεσα στις δύο αναμετρήσεις εμπεριέχει και πολλούς τέτοιους ψηφοφόρους). Τα συγκεκριμένα δεδομένα από μόνα τους καταδεικνύουν την στρατηγική που όφειλε να ακολουθήσει το ΠΑΣΟΚ για την επόμενη μέρα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και με τη δεδομένη φθορά της ΝΔ και την ενδεχόμενη ύπαρξη νέου πόλου από το εσωτερικό της ΝΔ κυρίως προς τα δεξιά της διαφαίνεται απόλυτα η ανάγκη να εκφραστεί ο χώρος του κέντρου που τείνει να οδηγηθεί σε μια ισχυρή κρίση αντιπροσώπευσης από άτομα του χώρου με ισχυρό μεταρρυθμιστικο και ευρωπαϊκό πρόσταγμα.
Η ευκαιρία που είχε το ΠΑΣΟΚ έως το βράδυ της Κυριακής να εκφράσει τα παραπάνω ήταν μοναδική και πιθανώς η τελευταία του, ας ελπίσουμε τουλάχιστον να μην είναι ιστορικής σημασίας. Η διαφαίνομενη επανεκλογή του κ. Ανδρουλάκη οφείλει να διορθώσει όλα τα λάθη του παρελθόντος όπως η διαχειριστικη ανεπάρκεια του κόμματος, την έλλειψη επικοινωνιακής διάστασης των θέσεων του κόμματος, την αντιπολίτευση του <<όχι σε ολα>> και φυσικά το άνοιγμα του κόμματος και την στελέχωση με ικανά στελέχη για να αποφευχθούν στο μέλλον νέα φαινόμενα εσωστρεφούς κορπορατισμου εντος του ΠΑΣΟΚ που θα σημάνουν και πιθανώς το τέλος του σε μια μακρά μεταπολιτευτική πολιτική πορεία.
Η παραπάνω συγκυρία πιθανώς να είχε και ιστορικά αλλά και αξιακα χαρακτηριστικά δεδομένου ότι ο ιδεολογικός αλλά και υπαρξιακός αντίπαλος του ΠΑΣΟΚ, ο Σύριζα βρίσκεται σε μια περίοδο περιδίνησης και παρακμής τόσο σε πολιτικό όσο και σε δημοσκοπικο επίπεδο.
Από την άλλη πλευρά, ο ιστορικός αντίπαλος του ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία μπορεί να είναι το κυβερνών κόμμα και με ηγεμονικό προβάδισμα από το δεύτερο κόμμα και να έχει καταφέρει να ρευστοποιησει το πολιτικό σκηνικό προς όφελος της πλην όμως αντιμετωπίζει και η ίδια σημαντικά παρόντα αλλά και οιονεί πολιτικά προβλήματα. Πιο συγκεκριμένα, το κυβερνών κόμμα βρίσκεται σε μια αναπόφευκτη φθορά βαση της δεύτερης εκλογικής του θητείας, δείχνει να έχει χάσει τα βασικά του στρατηγικα και επικοινωνιακα πλεονεκτήματα που κατείχε την προηγούμενη τετραετία (μη επιστροφή Σύριζα στο πολιτικό σκηνικό , επάνοδος στην κανονικότητα κτλ), να μην έχει έναν συγκεκριμένο οδικό χάρτη για την Ελλάδα του 2030 προσπαθώντας απλά να κάνει μια ασφαλής πολιτική διαχείριση εστιάζοντας κυρίως σε προβλήματα της καθημερινότητάς (η συγκεκριμένη τακτική και στρατηγική εμπεριέχει βέβαια και ένα ρίσκο καθώς τα πρόβληματα αυτά έχουν έντονα υποκειμενική διάσταση και οι λύσεις σε αυτά παρέχονται με περιοδικές και όχι μακροπρόθεσμες πολιτικές) αλλά και να αντιμετωπίζει μια τεράστια εν αναμονή εσωτερική κρίση εκ δεξιών της που απλά αναμένει την πρώτη πολιτική ευκαιρία για να εκραγεί σαν ωρολογιακή βόμβα σε ένα πεδίο μάχης με μια επιγενομενη επιχειρησιακη καταστροφή.
Με βάση τα ανωτέρω το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε σε ένα κρίσιμο πολιτικό και ιστορικό σταυροδρόμι, οι 4 μεταξύ τους υποψήφιοι που διεκδικούσαν σε άμεσο βαθμό την ηγεσία του κόμματος είχε ο καθένας από αυτούς ένα διαφορετικό ιδεολογικό και πολιτικό πρόσταγμα, πλην όμως οι δύο εξ αυτών είχαν και άλλα δύο κοινά στοιχεία. Η συγκεκριμένη αναφορά γίνεται για την κ. Διαμαντοπουλου και τον κ. Γερουλάνο.
Ειδικότερα, η πολιτική αστικότητα αυτών και η προσέγγιση αυτών με τον κεντρώο χώρο είναι δύο χαρακτηριστικά που μπορούν ένα κόμμα να το μετεξελίξουν από ένα μικρό κόμμα σε ένα κόμμα με κυβερνητική τροχιά.
Όσο αφορά το πρώτο στοιχείο, άξιζει να αναφερθεί ότι το εκλογικό σώμα που βρίσκεται στα αστικά κέντρα έχει συνήθως άλλα πολιτικά κριτήρια, ερεθίσματα και αξιολογική υφή από τους ανθρώπους που απαρτίζουν το εκλογικό σώμα της περιφέρειας. Συνήθως στα μεγάλα αστικά κέντρα οι ψηφοφόροι είναι άτομα αυξημένης θεσμικής και πολιτικής ανεξαρτησίας σε σχέση με τους ψηφοφόρους της περιφέρειας, καθώς στην περιφέρεια συνήθως είναι άτομα μεγαλύτερης ηλικίας με έντονο το ταυτοτικο και συναισθηματικό στοιχείο στην ψήφο, διέπονται από ισχυρή παρασυρση από δίκτυα εσωκομματικων μηχανισμων (τοπικές συνδικαλιστικες οργανώσεις, ισχυρά τοπικά δίκτυα αυτοδιοίκησης κτλ). κ.α.
Σε αυτό το πλαίσιο και με δεδομένη την ισχυρότατη αδυναμία τα τελευταία χρόνια του ΠΑΣΟΚ να πείσει στα αστικά κέντρα οι ανωτέρω δύο υποψηφιότητες επέδειξαν πολύ θετικά στοιχεία στη συγκεκριμένη αναμέτρηση. Ας, μην ξεχνάμε άλλωστε ότι τα αστικά κέντρα αποτελούν την βασική χοανη που ρυθμίζει και τα συνολικά αποτελέσματα στις εθνικές εκλογές και αποτελεί το εκλογικό βαρόμετρο σε κάθε σχεδόν είδους πολιτικής αναμέτρησης. Η συγκεκριμένη απήχηση των δύο αυτών υποψηφιότητων στα μεγάλα αστικά κέντρα θα μπορούσε αίτιοκρατικά να συμπαρασύρει ανοδικά την πορεία του ΠΑΣΟΚ στα μεγάλα αστικά, που είναι και το μεγάλο του πλέον εκλογικό ζήτημα.
Εν συνεχεία, το δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με τον ιδεολογικοπολιτικο χώρο που παραδοσιακά κρίνει κυβερνήσεις και μοιράζει απλόχερα πρωτιές στις εθνικές εκλογές, τον χώρου του κέντρου. Τα τελευταία χρόνια στον χώρο αυτόν έχει ηγεμονευσει με αυτοκρατορικη άνεση αλλά και ευφυής πολιτική στρατηγική η ΝΔ σε τέτοιο επίπεδο που πολλοί παραδοσιακοί ψηφοφόροι την ΝΔ να κατηγορούν τον κ. Μητσοτάκη ότι απαγκιστρωθηκε από την πολιτική βάση και γενεαλογικη μήτρα του κόμματος. Δεδομένης της φθοράς της ΝΔ που προαναφέρθηκε παραπάνω και την ανυπαρξία ετέρου κόμματος στο χώρο του κέντρου οι βασικές δύο υποψηφιότητες που αναλύουμε θα μπορούσαν άμεσα να προσεγγίσουν αυτό το χώρο και ταυτόχρονα να πλήξουν άμεσα το κυβερνών κόμμα και να έχουν ισχυρά πολιτικά οφέλη. Ο χώρος αυτός μετράται περίπου σε κάτι περισσότερο από ένα εκατομμύριο ψηφοφόρους ήτοι περίπου 17-20% του εκλογικού σώματος . Είναι σε μεγάλο βαθμό και οι ψηφοφοροι που απείχαν από τις ευρωεκλογές του 2024 πλην όμως στις εθνικές εκλογές του 2023 είχαν στηρίξει την ΝΔ. (Το κατά 1 εκκατομυριο μειωμένο εκλογικό σώμα της ΝΔ ανάμεσα στις δύο αναμετρήσεις εμπεριέχει και πολλούς τέτοιους ψηφοφόρους). Τα συγκεκριμένα δεδομένα από μόνα τους καταδεικνύουν την στρατηγική που όφειλε να ακολουθήσει το ΠΑΣΟΚ για την επόμενη μέρα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και με τη δεδομένη φθορά της ΝΔ και την ενδεχόμενη ύπαρξη νέου πόλου από το εσωτερικό της ΝΔ κυρίως προς τα δεξιά της διαφαίνεται απόλυτα η ανάγκη να εκφραστεί ο χώρος του κέντρου που τείνει να οδηγηθεί σε μια ισχυρή κρίση αντιπροσώπευσης από άτομα του χώρου με ισχυρό μεταρρυθμιστικο και ευρωπαϊκό πρόσταγμα.
Η ευκαιρία που είχε το ΠΑΣΟΚ έως το βράδυ της Κυριακής να εκφράσει τα παραπάνω ήταν μοναδική και πιθανώς η τελευταία του, ας ελπίσουμε τουλάχιστον να μην είναι ιστορικής σημασίας. Η διαφαίνομενη επανεκλογή του κ. Ανδρουλάκη οφείλει να διορθώσει όλα τα λάθη του παρελθόντος όπως η διαχειριστικη ανεπάρκεια του κόμματος, την έλλειψη επικοινωνιακής διάστασης των θέσεων του κόμματος, την αντιπολίτευση του <<όχι σε ολα>> και φυσικά το άνοιγμα του κόμματος και την στελέχωση με ικανά στελέχη για να αποφευχθούν στο μέλλον νέα φαινόμενα εσωστρεφούς κορπορατισμου εντος του ΠΑΣΟΚ που θα σημάνουν και πιθανώς το τέλος του σε μια μακρά μεταπολιτευτική πολιτική πορεία.
ΚΑΠΕΛΙΔΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ