Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Οι «πέτρινες κρήνες» στην παλαιά Λεπτοκαρυά


Του Ιωάννη Τζιόλα,*

Στη μεταβυζαντινή περίοδο, οι πέτρινες κρήνες, ήταν μοναδικά έργα λαϊκής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής. Ο λαϊκός μάστορας που τις κατασκεύαζε, τις στόλιζε με ανάγλυφες παραστάσεις, με θέματα εμπνευσμένα από...  

 
τη μυθολογία και την ιστορία (όπως η «Τρανή Βρύση» στην παλαιά Λεπτοκαρυά) η οποία πάνω από την «πέτρινη χούφτα» όπου έβγαινε το νερό, υπήρχε εντοιχισμένη μία μαρμάρινη πλάκα, που παρίστανε ανάγλυφους «δύο άντρες με Μακεδονική ενδυμασία, οι οποίοι είχαν στη μέση και μέχρι το κεφάλι τους, διασταυρωμένα δυο γιαταγάνια». Η μαρμάρινη αυτή πλάκα σήμερα δεν σώζεται και μας θύμιζε τη συμμετοχή των Λεπτοκαριτών στην επανάσταση του Ολύμπου το 1878.

Ξεχωρίζουν οι κοινόχρηστες βρύσες, οι οποίες χτίζονταν κοντά στην εκκλησία, στην κεντρική πλατεία και πάνω στους κεντρικούς δρόμους του χωριού. Είναι τόπος συνάντησης κυρίως για τις γυναίκες και τους νέους. Οι νοικοκυρές πήγαιναν καθημερινά σχεδόν στη βρύση με τη στάμνα στο χέρι και έφευγαν με τη στάμνα στον ώμο. Περιμένοντας στη βρύση να γεμίσουν τη στάμνα, θα βρουν την ευκαιρία να «τα πουν» με τις συγχωριανές τους, να μάθουν τα νέα, να συζητήσουν το καθετί.



Άλλες μέρες πάλι θα κουβαλήσουν στη βρύση τα μάλλινα ρούχα για να τα πλύνουν και, καθώς κάνουν την μπουγάδα τους, χτυπώντας την απαλά με τον ξύλινο κόπανο, βρίσκουν την ευκαιρία για κάθε λογής συναντήσεις και κουβέντες. Άνδρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια καβάλα στα γαϊδουράκια, τα οδηγούσαν στις βρύσες για να χορτάσουν νερό. Σφυρίγματα φωνές, γέλια και τραγούδια γέμιζαν τη γύρω ατμόσφαιρα της βρύσης. Οι ερωτευμένοι δεν έχαναν την ευκαιρία να ανταλλάξουν κρυφές ματιές, ενώ οι μεγαλύτερες κυρίες έβρισκαν χρόνο για κάποιο κουτσομπολιό.

Έτσι και στην παλαιά Λεπτοκαρυά είχαμε πολλές πέτρινες κρήνες, όπως: το «Βρυσούλι», το «Κρυονέρι», η «Γκιλοβίτη», η «Βρυσοπούλα», η «βρύση στο Πισιρκάδι», η «Τρανή Βρύση», η «Καλολκή βρύση», η «βρύση στο Σιπωτό», η «βρύση στη Γκάβρα» και του «Τζιόλα η βρύση». Έχουμε όμως και άλλες νεότερες πέτρινες κρήνες, που έγιναν στο χωριό, μετά την μετοίκηση των κατοίκων της παλαιάς Λεπτοκαρυάς (δηλ. μετά το 1960) στη σημερινή ομώνυμη κωμόπολη, για τις οποίες και θα αναφερθώ σε άλλο άρθρο μου.

Το «Βρυσούλι» βρισκόταν δίπλα στον κοιμητηριακό ναό της Αγίας Τριάδας στην παλαιά Λεπτοκαρυά, πάνω στο δρόμο που οδηγούσε στην κεντρική πλατεία του χωριού, που ονομάζονταν το «κελί». Πήρε την ονομασία «Βρυσούλι» γιατί ήταν σχετικά μικρή βρύση (ως κτίσμα), σε σύγκριση με τις υπόλοιπες βρύσες του χωριού. Απέναντι από το «Βρυσούλι» οι Τούρκοι είχαν τα «κιουτσέκια», (ήταν ξύλινες αποθήκες όπου συγκέντρωναν το φόρο «Δεκάτη», κυρίως από την παραγωγή αραβόσιτου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας). Το «Βρυσούλι» ήταν κατεστραμμένο, αλλά ανακατασκευάστηκε πριν από αρκετά χρόνια από τον Σ.Ε.Ο. Λεπτοκαρυάς.



Το «Κρυονέρι», ήταν η βρύση που είχε πάρα πολύ κρύα και δροσερά νερά και βρισκόταν τετρακόσια μέτρα ανατολικά της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, βυθισμένη μέσα στο θαμνώδες ρέμα. Ολόκληρη η γύρω περιοχή πήρε την ονομασία «το Κρυονέρι» από την ομώνυμη βρύση που υπήρχε εκεί. Σήμερα η βρύση είναι δυστυχώς ολόκληρη κατεστραμμένη και το μόνο που απομένει είναι λίγα ερείπιά της.



Η «Γκιλοβίτη», χτίστηκε το έτος 1895. Τα νερά της ήταν κρύα και καθαρά και τα έπαιρνε από την πηγή «Μάννα». Βρισκόταν πάνω στο δρόμο που οδηγούσε από την κεντρική πλατεία της παλαιάς Λεπτοκαρυάς προς την τοποθεσία «Καστανιά» που βρίσκεται βορειοδυτικά του χωριού. Πήρε την ονομασία από τον Καστοριανό λαϊκό μάστορα που την κατασκεύασε και που λεγόταν «Γκιλοβίτης». Πολύ πιθανό ο μάστορας να ονομάζονταν «Κιλοβίτης», γιατί οι Λεπτοκαρίτες συνήθιζαν σε πολλές λέξεις να προσθέτουν ένα «γ» μπροστά από το «κ» και έτσι (πιθανόν) ο «Κιλοβίτης» να έγινε «Γκιλοβίτης», (όπως και στην περίπτωση του «Γκάβρα»). Η προφορική παράδοση του χωριού έλεγε, πως όποιος έπινε νερό από τη «Γκιλοβίτη», τότε θα παρέμενε οριστικά στο χωριό.



Η «Βρυσοπούλα» βρισκόταν δυτικά της τοποθεσίας «τα αλώνια» στο νοτιοανατολικό σημείο του χωριού. Είχε μία θολωτή δεξαμενή και έβγαζε το δροσερά νερά της, από δύο σωλήνες. Βρισκόταν δίπλα στο σπίτι του «Κουσπενταρά» (Γεωργίου Γρεβενίτη). Ήταν πολύ όμορφη βρύση και πήρε την ονομασία της χάρη στην ομορφιά της. Σήμερα δυστυχώς είναι σε κακή κατάσταση (είναι γκρεμισμένη η οροφή της) και δεν έχει καθόλου νερό. Προτείνω στο Σ.Ε.Ο. Λεπτοκαρυάς να προχωρήσει στην ανακατασκευή της.



Η «Τρανή Βρύση» ήταν η μεγαλύτερη βρύση της παλαιάς Λεπτοκαρυάς. Βρίσκονταν στην κεντρική πλατεία του χωριού, που ονομάζονταν το «κελί», όπου εκεί γίνονταν οι γάμοι και τα πανηγύρια. Τα νερά της ήταν πολύ κρύα και τα έπαιρνε από τα βράχια που βρισκόταν στη γύρω περιοχή. Πάνω από την «πέτρινη χούφτα» όπου έβγαινε το νερό, ήταν εντοιχισμένη μια μαρμάρινη πλάκα (διαστάσεων 40εκ Χ 40εκ) που παρίστανε ανάγλυφους «δύο άντρες με Μακεδονική ενδυμασία, οι οποίοι είχαν στη μέση και μέχρι το κεφάλι τους, διασταυρωμένα δυο γιαταγάνια». Η μαρμάρινη πλάκα, σήμερα δυστυχώς δεν σώζεται (γιατί κλάπηκε πριν από αρκετά χρόνια). Μας θύμιζε τη συμμετοχή των Λεπτοκαριτών, τόσο στην επανάσταση του Ολύμπου το 1878, όσο και στον Μακεδονικό αγώνα το 1904 – 1908.



Η «βρύση στο Πισιρκάδι», είναι μία κλεφτόβρυση μέσα σε οργιώδες δάσος. Πήρε την ονομασία της από την τοποθεσία «Πισιρκάδι» που βρίσκεται στο χωριό, λίγο πιο πάνω από τις «λάκκες» (βόρεια της τοποθεσίας “τα καβάκια τσ’ θεια’ λέξινας”). Η προέλευση της λέξης «πισιρκάδι» μάλλον προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη (δωρικής διαλέκτου) «πίσα» που σημαίνει πηγή, κρήνη, ποτίστρα. Η βρύση αυτή σώζεται μέχρι και σήμερα, έχει δροσερό νερό και είναι κτισμένη με πέτρες, κατά απλό παραδοσιακό τρόπο.



Η «καλολκή βρύση», βρίσκεται στο πλατανόδασος κάτω από την ακρόπολη των Λειβήθρων. Η βρύση έχει νερό, το οποίο πέφτει σε μία «κοπάνα» για να πίνουν τα γίδια της περιοχής. Σήμερα δεν χρησιμοποιείται από τους κτηνοτρόφους γιατί βρίσκεται μέσα σε αρχαιολογικό χώρο. Για την προέλευση του ονόματος της βρύσης υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη είναι ότι χτίστηκε από μοναχούς της «μονής Κανάλων», για να ποτίζουν τα ζώα της μονής κατά την περίοδο του χειμώνα. Έτσι η βρύση λεγόταν «καλογέρικη» ή «καλοέρκη» και στη συνέχεια «καλοέρικη» και τέλος «καλολκή».

Η δεύτερη εκδοχή έχει να κάνει με το Γάλλο αρχαιολόγο Plassart, που μας αναφέρει πως ανακάλυψε την ακρόπολη των Λειβήθρων, λίγο πιο πάνω από την πηγή «καλιορείκη» (kalioriki). Το «ρείκι» είναι μικρός αειθαλής θάμνος, που υπάρχει στην περιοχή. Έτσι ο χώρος εκεί στη βρύση, είχε «καλό -ρείκι», και ονομάστηκε «καλό-ρκι» και αργότερα «καλό-λκι», ενώ στη συνέχεια το τοπωνύμιο συνδέθηκε με τη βρύση, που είναι όνομα γένους θηλυκού, και έγινε επίθετο γένους θηλυκού, αφού προσδιόριζε το ουσιαστικό (βρύση), «καλο-λκή βρύση».



Η «βρύση στο Σιπωτό». Ο «Σιπωτός» είναι η περιοχή πηγαίνοντας από τη Γκάβρα προς την παλαιά Λεπτοκαρυά, όπου φθάνεις σε μια τοποθεσία που έχει ένα πλατανόδασος και πολλά κρύα νερά. Η τοποθεσία αρχικά ονομάστηκε «Σοπωτός» (πιθανόν) από τη πρωτοσλαβική λέξη «sopotъ» που σημαίνει πηγή, κρήνη με πολλά ύδατα, ενώ αργότερα ονομάστηκε «Σιπωτός» δηλ. περιοχή με άφθονα τρεχούμενα νερά. Η βρύση αυτή σήμερα δυστυχώς είναι κατεστραμμένη. Τα νερά της τα έπαιρνε από τον Όλυμπο.



Η «βρύση στη Γκάβρα» βρίσκεται στην ομώνυμη τοποθεσία, με το αιωνόβιο πλατανόδασος, ενώ παίρνει τα νερά της από τη θέση «Σιπωτό». Τα νερά της βρύσης συγκεντρώνονται αρχικά σε μία δεξαμενή, ενώ μετά με σωλήνα διοχετεύονται στη βρύση. Κάτω από τη βρύση υπάρχει μία μεγάλη λεκάνη (κοπάνα), για να πίνουν νερό τα αιγοπρόβατα της Λεπτοκαρυάς. Το τοπωνύμιο κανονικά έπρεπε να ονομάζεται «Κάβρα» και όχι «Γκάβρα», γιατί έχει σχέση με τον εργολάβο «Κάβρα» που ανέλαβε να φέρει το νερό από το «Σιπωτό» στην περιοχή όπου βρίσκεται η βρύση «Γκάβρα». Όμως οι Λεπτοκαρίτες, σε πολλές λέξεις, έβαζαν ένα (γ) μπροστά από το (κ) και έτσι ο «Κάβρας» έγινε «Γκάβρας».



Του «Τζιόλα η βρύση». Πήρε την ονομασία από την περιοχή όπου ο Νικόλαος Τζιόλας είχε εκεί το κτήμα του. Η βρύση είχε πολύ κρύα νερά, τα οποία τα έπαιρνε από το «Σιπωτό». Βρίσκεται βόρεια (εξακόσια περίπου μέτρα) από το σημερινό γήπεδο της Λεπτοκαρυάς. Σήμερα η βρύση δεν έχει νερό. Έχει μία μεγάλη λεκάνη, (κοπάνα) όπου δροσίζονταν τα αιγοπρόβατα των κτηνοτρόφων της περιοχής.



Το άρθρο μου αφιερώνεται στον αείμνηστο καθηγητή Γεώργιο Χατζή, που μας «άφησε» πριν από λίγες μέρες. Τα βιβλία του «ΛΕΠΤΟΚΑΡΥΑ» και «Τοπωνύμια της Λεπτοκαρυάς» αποτελούν τα «ευαγγέλια της τοπικής ιστορίας» για εμάς τους νεώτερους μελετητές. Εμείς, έχοντας ως βάση τις πηγές αυτές (και μετά από έρευνα) προσθέτουμε τις δικές μας πληροφορίες και πηγές, με μοναδικό σκοπό να διασώσουμε αλλά και να προβάλουμε τα μνημεία και την τοπική ιστορία του χωριού μας.

* Ο Ιωάννης Τζιόλας είναι Φιλόλογος – Αρχαιολόγος