Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Φανός θυέλλης


(Του Μάρκου Μπόλαρη)

Μιά αμάχη αέναη!

Η πάλη ανάμεσα στο φώς και στο σκοτάδι,

μάχη εκκωφαντικής σιγής, αρχέγονη πάλη,

 

τάχα της γής οι περιστροφές να ‘ναι,

ανατολές που η μεγαλοσύνη τους κόβει την αναπνοή ή μήπως ηλιοβασιλέματα που την μαγεία τους διστάζει η πέννα να καταπιαστεί με λέξεις

να τα περιγράψει,

α ! είναι αδυσώπητη αυτή η μάχη,

πηχτό σκοτάδι τις ασέληνες βραδιές,

κι είναι τα έργα τα καταχθόνια του σκότους,

πίσσα το σκότος , κατάμαυρες κι οι καρδιές,

το φώς και η μαυρίλα,

της μέρας και της νύχτας,

της ζωής και της ψυχής,

οι κατηγορίες μιάς πορείας που άρχισε από τότες που ο άνθρωπος νόησε τον εαυτό του;

οι φιλοσοφικές διαστάσεις κι οι θεολογικές,

ανατολές και μεσάνυχτα της ψυχής,

μαύρισε , σου λέει ο λαός, η ψυχή μου,

πίκρισε το στόμα μου,

κι ούτε ένα αστέρι στον ουρανό , κι ούτε

λιγοστό φώς στα σωθικά ,

και τανάπαλιν, λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς, αμείλικτος ο πόλεμος, υπαρξιακός,

θαμπώνεται ο νούς κάθε πρωί,

αγάλλονται οι οφθαλμοί στη θέα του ήλιου

που ανατέλλει, θαρρείς να ξανασμιλεύεται

εν βραχεί ο κόσμος,

αγάλλονται όσοι οφθαλμοί ορούν, αφού τινές,

οφθαλμούς έχουσι και ουκ όψονται,

αμάχη αρχέγονη,

στην ψυχή τ’ ανθρώπου,

αμάχη και φόβος, αμάχη κι αγωνία,

αμάχη και πόνος,

από πού ερχόμαστε , τέκνα φωτός ή του ερέβους,

και πού πηγαίνουμε ,

σαν άνθη του αγρού που εξανθίζουν,

πόσες ψιμυθιές το πινέλο

επιστρατεύεται να βάλει στον πίνακα,

πόσες ψευτιές η γλώσσα

σοφίζεται να σωρρεύσει στην ζωή ,

πόσες ανοησίες η καθημερινότητα

άγαρμπα προσθέτει

τούτη την αέναη κι ανελέητη μάχη

γιά να σκιάσει ,

τις ανατολές για να μην δούμε , του κόσμου

την επαναλαμβανόμενη επαναδημιουργία,

την αγαλλίαση τούτη

του ήλιου , ήλιε μου παλικάρι μου,

που ξεπροβάλλει απ’ τα νερά του Αιγαίου,

χανόμαστε μέσα

σε πέλαγος μικρότητες ,

βυθιζόμαστε στα ρηχά

της ανοητολογίας και της σπουδαιοφάνειας,

μα ενός εστί χρεία,

σε τούτη την ατελεύτητη μάχη

ανάμεσα στο φώς και στο σκοτάδι ,

τι μάχη πολύνεκρη και πολυματωμένη,

στα Μαρμαρένια Αλώνια της Ψυχής,

νάτος ο Διγενής ψυχομαχεί,

κι η γης τόνε τρομάσσει,

γιουρούσια πειρατικά και ρεσάλτα,

από τότες που νόησε ο άνθρωπος τον εαυτό του,

κι η πλάκα τον ανατριχιά πώς θα τόνε σκεπάσει

από τότες που ο Οδυσσέας

με το σπαθί του θυσίες έκανε στις πύλες του Άιδη,

τι έγνοια και τι πόνος, ανατριχίλα,

από τότες που οι ψυχές μάχονται

από τις σκοτεινές σπηλιές, που ο Πλάτωνας περιγράφει, στο φώς να βγούν,

μέσα στο σκοτάδι, στη λάσπη μέσα,

βουτηγμένοι, έργα σκότους απεργαζόμενοι,

ομπρός βοηθάτε, κράζει ο ποιητής,

Τι, ιδέτε εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,

κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!

κολλήσαμε, μιά κοινωνία, ένας λαός,

αλοίμονο, η ανθρωπότη ολάκερη, στη λάσπη ,

στο γαίμα , βαθιά μέσ’ στο γαίμα,

πορεία από το φώς στο σκότος,

καιρός θυέλλης, κι ούτε κάν φανός θυέλλης,

μεσοπέλαγα αρμενίζω ,βύθιος ο δράκων,

άρχων του κόσμου τούτου, του σκότους ,

κι η μάχη έως του αιώνος,

ένα Λημνιό γεροντάκι,

την μάχη τούτη της σπηλιάς που θυμίζει,

ο Πετράκης , του Ακράθω πολίτης,

μικρός το δέμας, φωτεινό το πρόσωπο ,

πού το βρήκες τόσο φώς

Γέρο Πέτρο ,

στη ανήλιαγη σπηλιά στη Μικραγιάννα,

που βρήκες χρώματα κι ανθείς,

που μίσχο και σαλεύεις,

τι μάχες έδωσες , τι Τιτανομαχίες ,

το πως κερδίζεται το Φώς ,

πως για να σημειωθεί

το Φώς του Προσώπου Του

στο δικό σου,

κοιτώ και ξανακοιτώ δυό εφήμερες

φωτογραφίες

και θωρώ πως στο εφήμερο έγινε μπορετό

να συλληφθεί το αιώνιο ,

η νίκη που πέτυχε το φώς , λάμψον και ημίν,

νίκη πάνω στο παχυλό σκοτάδι,

τα νύν στον Άθωνα, όπως τότες στο Θαβώρ,

έχει μονοπάτι για την κορφή,

ανωφερές κι επικίνδυνο,

έτσι κι αλλιώς ,

τη ταπεινώσει τα υψηλά,

την Ανατολή για να χαρείς στο Αιγαίο ,

της ψυχής μιά ανατολή στο χαρίεν Αιγαίο

της ύπαρξης ,

την ανάστροφη πορεία από το σκότος,

αγραυλούντες στα μπεντένια,

του Πετράκη τα μονοπάτια, γιά τον Άθωνα

ή γιά στα σωθικά αναζητάς ,

μην θαρρείς , αέναη η μάχη, φοινιχθείσα

ρείθροις αιμάτων,

μα το Φώς

είναι το διακύβευμα, του σκότους ενάντια,

κι ο Διγενής τροπαιοφόρος Άη Γιώργης

κι ο Οδυσσέας στις πύλες υποδέχεται Λυτρωτή

στον Άιδη ,

Φώς εκ Φωτός !