Οι φωνές και τα παιδικά κλάματα, το σπασμένο χέρι της κόρης τους, το άλμα θανάτου του 10χρονου τότε γιου από το μπαλκόνι έδινε ένα γενικό περίγραμμα για...
το τι συνέβαινε στο σπίτι του αστυνομικού που κατηγορείται ότι βίαζε τα παιδιά του, κατηγορίες για τις οποίες προφυλακίστηκε μετά την απολογία του.
Οι μαρτυρίες για το τι συνέβαινε στο σπίτι – κολαστήριο πολλές. Μάλιστα σύμφωνα με το ρεπορτάζ του MEGA, η κατάσταση είχε μεταφερθεί τόσο στην αστυνομία όσο και στο «Χαμόγελο του Παιδιού» χωρίς όμως κανείς να επέμβει. Μάλιστα στην περίπτωση της παρέμβασης εκπαιδευτικών, αστυνομικοί φέρεται να απέτρεψαν την σχετική καταγγελία.
Μια από τις γειτόνισσες της οικογένειες, αναφέρει: «Αυτό που έχω ακούσει η ίδια, είναι τα ουρλιαχτά των παιδιών, πιο πολύ το αγόρι άκουγα, άκουγα αυτόν (τον αστυνομικό), ο οποίος όταν άρχιζε να ουρλιάζει, δεν έχω ξανακούσει στη ζωή μου άνθρωπο να ωρύεται έτσι. Και στη διάρκεια του κορονοϊού γίνονταν φασαρίες που ήταν κλεισμένοι μέσα στο σπίτι και πριν τον κορονοϊό και πριν το περιστατικό με το παιδάκι που έπεσε, δηλαδή, βγαίναμε όλοι στα παράθυρα, Πάντα όμως, απευθυνόταν προς τα παιδιά. Εκεί έβαζε τις φωνές».
Πηγές από το σχολικό περιβάλλον των παιδιών ανέφεραν στο MEGA πως οι εκπαιδευτικοί είχαν μπει κατά καιρούς σε σκέψεις από όσα έβλεπαν. «Έχουμε δει και στα χέρια, έχουμε δει και στο κεφάλι, στο μάτι, στο μάγουλο, το καλοκαίρι όμως τα παιδιά φοράνε φορμίτσες ή φοράνε σορτσάκια, φαίνονται, δεν λέμε κάθε μέρα έτσι; Δεν λέμε μαστίγωμα κάθε μέρα, αλλά κάποιες φορές, εκεί προβληματιστήκαμε και προβληματιστήκαμε και από το ύφος των παιδιών από το ύφος και από το στυλάκι τους, το στενάχωρο, το λίγο αμίλητο, το λίγο απομονωμένο».
Γείτονας του ζευγαριού αναφέρει στη δική του μαρτυρία: «Ακούγαμε τα παιδιά να φωνάζουν, να ωρύονται και δεν ήταν λογικές οι κραυγές που ακούγαμε. Δεν είναι δηλαδή όπως θα μπορούσε να μαλώσει ένα παιδί. Δεν ήταν φυσιολογικό ούτε ήταν παιχνίδι, ούτε ήταν μια ξυλιά ή ένα μάλωμα. Ήταν επαναλαμβανόμενες κραυγές. Οι οποίες γινόντουσαν και πιο πολύ έντονες το καλοκαίρι γιατί είχαμε ανοιχτά παράθυρα.
Δεν ήμασταν πολύ κοντά στην πολυκατοικία, αλλά ήμασταν σε απόσταση να τα ακούμε. Δεν γίνεται δηλαδή άνθρωποι μεσοτοιχία στο σπίτι αυτό αποκλείεται να μην ακούγανε τι συνέβαινε, αποκλείεται. Αρχίσαμε να ακούμε τις φωνές γύρω στο 2018 και 2019. Νομίζω ότι τους προσέξαμε τότε. Κάθε φορά που ακούγαμε τις φωνές βάζαμε τα κλάματα εμείς, καταλαβαίναμε ότι κάτι γίνεται σε αυτό το σπίτι.
Οι καταγγελίες που είχαν γίνει αλλά αγνοήθηκαν
Το 2020 άνθρωποι από το σχολικό περιβάλλον των παιδιών προσπάθησαν να κάνουν καταγγελία όμως τους σταμάτησαν. «Θα κάναμε καταγγελία στην πρωτοβάθμια αλλά μας σταμάτησαν από το ΑΤ Μαρκόπουλου».
Οι μαρτυρίες για το τι συνέβαινε στο σπίτι – κολαστήριο πολλές. Μάλιστα σύμφωνα με το ρεπορτάζ του MEGA, η κατάσταση είχε μεταφερθεί τόσο στην αστυνομία όσο και στο «Χαμόγελο του Παιδιού» χωρίς όμως κανείς να επέμβει. Μάλιστα στην περίπτωση της παρέμβασης εκπαιδευτικών, αστυνομικοί φέρεται να απέτρεψαν την σχετική καταγγελία.
Μια από τις γειτόνισσες της οικογένειες, αναφέρει: «Αυτό που έχω ακούσει η ίδια, είναι τα ουρλιαχτά των παιδιών, πιο πολύ το αγόρι άκουγα, άκουγα αυτόν (τον αστυνομικό), ο οποίος όταν άρχιζε να ουρλιάζει, δεν έχω ξανακούσει στη ζωή μου άνθρωπο να ωρύεται έτσι. Και στη διάρκεια του κορονοϊού γίνονταν φασαρίες που ήταν κλεισμένοι μέσα στο σπίτι και πριν τον κορονοϊό και πριν το περιστατικό με το παιδάκι που έπεσε, δηλαδή, βγαίναμε όλοι στα παράθυρα, Πάντα όμως, απευθυνόταν προς τα παιδιά. Εκεί έβαζε τις φωνές».
Πηγές από το σχολικό περιβάλλον των παιδιών ανέφεραν στο MEGA πως οι εκπαιδευτικοί είχαν μπει κατά καιρούς σε σκέψεις από όσα έβλεπαν. «Έχουμε δει και στα χέρια, έχουμε δει και στο κεφάλι, στο μάτι, στο μάγουλο, το καλοκαίρι όμως τα παιδιά φοράνε φορμίτσες ή φοράνε σορτσάκια, φαίνονται, δεν λέμε κάθε μέρα έτσι; Δεν λέμε μαστίγωμα κάθε μέρα, αλλά κάποιες φορές, εκεί προβληματιστήκαμε και προβληματιστήκαμε και από το ύφος των παιδιών από το ύφος και από το στυλάκι τους, το στενάχωρο, το λίγο αμίλητο, το λίγο απομονωμένο».
Γείτονας του ζευγαριού αναφέρει στη δική του μαρτυρία: «Ακούγαμε τα παιδιά να φωνάζουν, να ωρύονται και δεν ήταν λογικές οι κραυγές που ακούγαμε. Δεν είναι δηλαδή όπως θα μπορούσε να μαλώσει ένα παιδί. Δεν ήταν φυσιολογικό ούτε ήταν παιχνίδι, ούτε ήταν μια ξυλιά ή ένα μάλωμα. Ήταν επαναλαμβανόμενες κραυγές. Οι οποίες γινόντουσαν και πιο πολύ έντονες το καλοκαίρι γιατί είχαμε ανοιχτά παράθυρα.
Δεν ήμασταν πολύ κοντά στην πολυκατοικία, αλλά ήμασταν σε απόσταση να τα ακούμε. Δεν γίνεται δηλαδή άνθρωποι μεσοτοιχία στο σπίτι αυτό αποκλείεται να μην ακούγανε τι συνέβαινε, αποκλείεται. Αρχίσαμε να ακούμε τις φωνές γύρω στο 2018 και 2019. Νομίζω ότι τους προσέξαμε τότε. Κάθε φορά που ακούγαμε τις φωνές βάζαμε τα κλάματα εμείς, καταλαβαίναμε ότι κάτι γίνεται σε αυτό το σπίτι.
Οι καταγγελίες που είχαν γίνει αλλά αγνοήθηκαν
Το 2020 άνθρωποι από το σχολικό περιβάλλον των παιδιών προσπάθησαν να κάνουν καταγγελία όμως τους σταμάτησαν. «Θα κάναμε καταγγελία στην πρωτοβάθμια αλλά μας σταμάτησαν από το ΑΤ Μαρκόπουλου».
«Απευθυνθήκαμε στις υπηρεσίες τις κοινωνικές που πρέπει, δηλαδή στη διεύθυνση την εκπαιδευτική την πρωτοβάθμια, στην επιθεώρηση και το ξεκινήσαμε να πάμε προς τα κάτω. Κάπου μαθεύτηκε ότι κάναμε αυτές τις κινήσεις, τους καλέσαμε και στο σχολείο να μας εξηγήσουν ότι κάτι συμβαίνει, πολύ υπερκινητικά τα παιδιά, τα σημάδια αυτά και τα λοιπά και μετά το πράγμα ψιλοαγρίεψε και μας απείλησε. Έμαθε ότι κάτι κάνουμε από τους αστυνομικούς, από κάποιους και μας πήραν από τα Μεσόγεια να σταματήσουμε όποια κίνηση».
«Δεχτήκαμε τις απειλές από τον γονιό και ξαφνικά από το πουθενά μας πήραν τηλέφωνα από τα Μεσόγεια, από το Μαρκόπουλο, κάποιο αστυνομικό τμήμα της περιοχής εκεί και μας είπε σταματήστε ό,τι κάνετε τις κινήσεις σας, γιατί το έχουμε αναλάβει εμείς. Αυτό έγινε πριν 3 χρόνια». Την ίδια χρονιά είχε γίνει και η καταγγελία γειτόνισσας στο Χαμόγελο του Παιδιού
«Κάλεσα το Χαμόγελο του Παιδιού και μου είπαν ότι επειδή δεν γνώριζα το όνομα να τους υποδείξω ποιος άνθρωπος ήταν αυτός από ποια οικογένεια γινόταν, δεν μπορούσε η εισαγγελία να βγάλει κάποια εντολή, να κάνει κάτι. Και τους εξήγησα ότι γίνονταν όλα αυτά που έδειχναν κακοποίηση παιδική και τους ρώτησα αν μπορεί η αστυνομία, τώρα που συνέβη αυτό το περιστατικό και το παιδί έπεσε, να το ψάξει και να βρούμε. Μου είπαν ότι πρέπει να κάνετε καταγγελία με επώνυμο. Φοβήθηκα να σας πω την αλήθεια. Η γειτονιά είχε βγάλει φήμη ότι ο αστυνομικός ήταν ένας άνθρωπος πολύ επικίνδυνος».
Και πάλι την ίδια χρονιά, υπήρξαν πληροφορίες για αναφορές στο Α/Τ Νέου Κόσμου. «Είχαμε προσπαθήσει στο παρελθόν και λάβαμε την απάντηση ότι αν δεν γίνει επώνυμη καταγγελία και στην αστυνομία μάλιστα δεν μπορούν να επέμβουν με κανέναν τρόπο».
Συγκεκριμένα, η μαρτυρία αναφέρει: «Πριν ένα χρόνο περίπου, ένα βράδυ ακούσαμε φωνές, βρισιές και θορύβους που παραπέμπουν σε ξυλοδαρμό. Από την πίσω πλευρά από τον ακάλυπτο. Βγήκα στο μπαλκόνι στον ακάλυπτο, αλλά επειδή είναι μεγάλη η έκταση του χώρου δεν μπορούσα να τα καταλάβω από ποιο διαμέρισμα ερχόταν. Τότε τον άκουσα να φωνάζει και να βρίζει το παιδάκι, το αγοράκι. Του μιλούσε τόσο χυδαία και τον έβριζε που δεν άντεξα και άρχισα να του φωνάζω: Άσε το παιδί ήσυχο. Πώς μιλάς έτσι στο παιδί; Πατέρας είσαι εσύ; Θα έπρεπε να ντρέπεσαι!»
Τότε βγήκε αυτός έξω και άρχισε να με βρίζει και να φωνάζει. Αμέσως κάλεσα την αστυνομία, τους είπα τι συνέβη, ότι αυτός δέρνει τα παιδιά του και τη γυναίκα του, και τους βρίζει και ότι έβρισε και εμένα. Από την αστυνομία μου ζήτησαν να τους πω το όνομά του και την οδό που μένουν, αλλά εγώ δεν τον γνώριζα. Δεν ήξερα καν ότι είναι αστυνομικός. Η αστυνομία δεν εμφανίστηκε ποτέ εκείνο το βράδυ. Αν έρχονταν θα τον είχα καταγγείλει και ίσως είχαν γλιτώσει τα παιδιά. Πού να φανταστώ ότι γίνονταν όλα αυτά».
«Δεχτήκαμε τις απειλές από τον γονιό και ξαφνικά από το πουθενά μας πήραν τηλέφωνα από τα Μεσόγεια, από το Μαρκόπουλο, κάποιο αστυνομικό τμήμα της περιοχής εκεί και μας είπε σταματήστε ό,τι κάνετε τις κινήσεις σας, γιατί το έχουμε αναλάβει εμείς. Αυτό έγινε πριν 3 χρόνια». Την ίδια χρονιά είχε γίνει και η καταγγελία γειτόνισσας στο Χαμόγελο του Παιδιού
«Κάλεσα το Χαμόγελο του Παιδιού και μου είπαν ότι επειδή δεν γνώριζα το όνομα να τους υποδείξω ποιος άνθρωπος ήταν αυτός από ποια οικογένεια γινόταν, δεν μπορούσε η εισαγγελία να βγάλει κάποια εντολή, να κάνει κάτι. Και τους εξήγησα ότι γίνονταν όλα αυτά που έδειχναν κακοποίηση παιδική και τους ρώτησα αν μπορεί η αστυνομία, τώρα που συνέβη αυτό το περιστατικό και το παιδί έπεσε, να το ψάξει και να βρούμε. Μου είπαν ότι πρέπει να κάνετε καταγγελία με επώνυμο. Φοβήθηκα να σας πω την αλήθεια. Η γειτονιά είχε βγάλει φήμη ότι ο αστυνομικός ήταν ένας άνθρωπος πολύ επικίνδυνος».
Και πάλι την ίδια χρονιά, υπήρξαν πληροφορίες για αναφορές στο Α/Τ Νέου Κόσμου. «Είχαμε προσπαθήσει στο παρελθόν και λάβαμε την απάντηση ότι αν δεν γίνει επώνυμη καταγγελία και στην αστυνομία μάλιστα δεν μπορούν να επέμβουν με κανέναν τρόπο».
Συγκεκριμένα, η μαρτυρία αναφέρει: «Πριν ένα χρόνο περίπου, ένα βράδυ ακούσαμε φωνές, βρισιές και θορύβους που παραπέμπουν σε ξυλοδαρμό. Από την πίσω πλευρά από τον ακάλυπτο. Βγήκα στο μπαλκόνι στον ακάλυπτο, αλλά επειδή είναι μεγάλη η έκταση του χώρου δεν μπορούσα να τα καταλάβω από ποιο διαμέρισμα ερχόταν. Τότε τον άκουσα να φωνάζει και να βρίζει το παιδάκι, το αγοράκι. Του μιλούσε τόσο χυδαία και τον έβριζε που δεν άντεξα και άρχισα να του φωνάζω: Άσε το παιδί ήσυχο. Πώς μιλάς έτσι στο παιδί; Πατέρας είσαι εσύ; Θα έπρεπε να ντρέπεσαι!»
Τότε βγήκε αυτός έξω και άρχισε να με βρίζει και να φωνάζει. Αμέσως κάλεσα την αστυνομία, τους είπα τι συνέβη, ότι αυτός δέρνει τα παιδιά του και τη γυναίκα του, και τους βρίζει και ότι έβρισε και εμένα. Από την αστυνομία μου ζήτησαν να τους πω το όνομά του και την οδό που μένουν, αλλά εγώ δεν τον γνώριζα. Δεν ήξερα καν ότι είναι αστυνομικός. Η αστυνομία δεν εμφανίστηκε ποτέ εκείνο το βράδυ. Αν έρχονταν θα τον είχα καταγγείλει και ίσως είχαν γλιτώσει τα παιδιά. Πού να φανταστώ ότι γίνονταν όλα αυτά».