Πρόκειται για ένα από τα πιο εντυπωσιακά κάστρα της Ελλάδας, το οποίο γνώρισε πολλές και διαφορετικές εισβολές. Ο λόγος για...
το Νιόκαστρο ή Νιόκαστρο Ναυαρίνου, το οθωμανικό φρούριο δίπλα στην Πύλο που αποτελεί και το εμβληματικό αξιοθέατό της.
Το επιβλητικό κάστρο χωρίζεται σε δύο τμήματα. Το ένα τμήμα, το μεγαλύτερο, ονομάζεται και Κάτω Κάστρο, έχοντας έκταση 80 περίπου στρέμματα. Το άλλο τμήμα είναι το Επάνω Κάστρο, το οποίο περιλαμβάνει ισχυρές επάλξεις και προμαχώνες.
Το Νιόκαστρο έχει μία μεγάλη ιστορία που μπλέκεται ανάμεσα σε πειρατές, επιδρομές και επιθετικών πολέμων. Σκοπός της κατασκευής του ήταν ο έλεγχος της νότιας εισόδου στον όρμο του Ναυαρίνου. Ονομάστηκε «Νιόκαστρο» σε αντιδιαστολή με το προγενέστερο φρούριο του Κυρυφασίου (Παλιόκαστρο ή Παλιό Ναβαρίνο), που ήλεγχε τη βόρεια είσοδο και το παλιό λιμάνι.
Άρχισε να κτίζεται από τους Οθωμανούς το 1573, λίγο μετά την ήττα τους στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Έκτοτε το Νιόκαστρο ακολούθησε την κοινή μοίρα των υπολοίπων φρουρίων της περιοχής εμπλεκόμενο στα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο. Έμεινε στην κατοχή των Τούρκων μέχρι το 1686, οπότε και κατελήφθη από τους Ενετούς του Μοροζίνι.
Το 1715 οι Τούρκοι ανακατέλαβαν το Νιόκαστρο μαζί με την Κορώνη και το Παλαιοναβαρίνο. Οι Ενετοί είχαν ανατινάξει το κάστρο πριν αποχωρήσουν, αλλά οι Τούρκοι το επισκεύασαν, και από τότε άρχισε να αναπτύσσεται μέσα στο φρούριο ένας πυκνοδομημένος οικισμός.
Οι κάτοικοι του Νιόκαστρου εξεγέρθηκαν το 1821 με αρχηγούς τους Γεωργάκη και Νικόλαο Οικονομίδη και πολιόρκησαν το φρούριο την 25η Μαρτίου 1821. Το κάστρο παραδόθηκε στους Έλληνες στις 7 Αυγούστου 1821.
Μετά από το 1828 το κάστρο εγκαταλείπεται ως χώρος κατοικίας καθώς ο πληθυσμός μεταφέρεται στην πόλη που σχεδίασαν οι Γάλλοι έξω από το κάστρο και που από το 1834 μετονομάζεται σε Πύλο.
Στα επόμενα χρόνια, χρησιμοποιήθηκε σαν φυλακή από την εποχή του Όθωνα μέχρι το 1936, αλλά και ξανά κατά τις περιόδους 1938-39 και 1947-48. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκε σαν Φρουραρχείο από τους Ιταλούς, αρχικά, και από τους Γερμανούς αργότερα. Μετά τον Εμφύλιο παραχωρήθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία
Το επιβλητικό κάστρο χωρίζεται σε δύο τμήματα. Το ένα τμήμα, το μεγαλύτερο, ονομάζεται και Κάτω Κάστρο, έχοντας έκταση 80 περίπου στρέμματα. Το άλλο τμήμα είναι το Επάνω Κάστρο, το οποίο περιλαμβάνει ισχυρές επάλξεις και προμαχώνες.
Το Νιόκαστρο έχει μία μεγάλη ιστορία που μπλέκεται ανάμεσα σε πειρατές, επιδρομές και επιθετικών πολέμων. Σκοπός της κατασκευής του ήταν ο έλεγχος της νότιας εισόδου στον όρμο του Ναυαρίνου. Ονομάστηκε «Νιόκαστρο» σε αντιδιαστολή με το προγενέστερο φρούριο του Κυρυφασίου (Παλιόκαστρο ή Παλιό Ναβαρίνο), που ήλεγχε τη βόρεια είσοδο και το παλιό λιμάνι.
Άρχισε να κτίζεται από τους Οθωμανούς το 1573, λίγο μετά την ήττα τους στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Έκτοτε το Νιόκαστρο ακολούθησε την κοινή μοίρα των υπολοίπων φρουρίων της περιοχής εμπλεκόμενο στα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο. Έμεινε στην κατοχή των Τούρκων μέχρι το 1686, οπότε και κατελήφθη από τους Ενετούς του Μοροζίνι.
Το 1715 οι Τούρκοι ανακατέλαβαν το Νιόκαστρο μαζί με την Κορώνη και το Παλαιοναβαρίνο. Οι Ενετοί είχαν ανατινάξει το κάστρο πριν αποχωρήσουν, αλλά οι Τούρκοι το επισκεύασαν, και από τότε άρχισε να αναπτύσσεται μέσα στο φρούριο ένας πυκνοδομημένος οικισμός.
Οι κάτοικοι του Νιόκαστρου εξεγέρθηκαν το 1821 με αρχηγούς τους Γεωργάκη και Νικόλαο Οικονομίδη και πολιόρκησαν το φρούριο την 25η Μαρτίου 1821. Το κάστρο παραδόθηκε στους Έλληνες στις 7 Αυγούστου 1821.
Μετά από το 1828 το κάστρο εγκαταλείπεται ως χώρος κατοικίας καθώς ο πληθυσμός μεταφέρεται στην πόλη που σχεδίασαν οι Γάλλοι έξω από το κάστρο και που από το 1834 μετονομάζεται σε Πύλο.
Στα επόμενα χρόνια, χρησιμοποιήθηκε σαν φυλακή από την εποχή του Όθωνα μέχρι το 1936, αλλά και ξανά κατά τις περιόδους 1938-39 και 1947-48. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκε σαν Φρουραρχείο από τους Ιταλούς, αρχικά, και από τους Γερμανούς αργότερα. Μετά τον Εμφύλιο παραχωρήθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία