Μάρκος Μπόλαρης
Ανάμεσα σε σχίνους και πρίνους
ωσάν λιτανεία …
Είναι σαν αετοφωλιά !
κι είναι πάλιν άλλες ώρες κι άλλες μέρες ,
που τρέπεται ο καιρός, καταιγίδα και ντραμουντάνα, ή πάλιν όστρια και λίβας αφηνιασμένος, που αγριεύει ο τόπος , λυσσομανά ο αγέρας , κονταροχτυπιούνται ανακατεμένοι οι ανέμοι, φουσκώνουν οι θάλασσες βουνά , αφρισμένοι όγκοι, θάλασσες επί θαλασσών , αντιμαχόμενες, ώρες και μέρες κι εβδομάδες, ακατάπαυστα , οχλαγωγή , έφοδοι και γιουρούσια,
να καταπιούν λές και θέλουν το βουνό, η αλισάχνη από την μανιασμένη οργή των κυμάτων λούζει όλο το βουνό, βράχοι ριζιμιοί, χαράδρες και ρεματιές, σχίνοι και πρίνοι, πεύκα και κυπάρισσοι, κούμαρα κι αστιβίδες, καλύβια και εκκλησίδια, μολυβοσκέπαστοι τρούλοι και πετρόχτιστες σκεπές , λούζονται από την αρμύρα της θάλασσας, μαυρίζει ο τόπος , νέφαλα μαύρα φορτωμένα , καθίζουν στον Άθωνα, νεφάλα φερόμενα από πνεύμα καταιγίδος, σκοτεινιάζει ο ουρανός, σκυλιάζει τότες βύθιος τις δράκων, νέφαλα που κατρακυλούν στις απότομες βραχοπλαγιές, τυλίγουν το βουνό , το φασκιώνουν με υγρές , πυκνούφαντες φασκιές, χάνεται τότες ο περήφανος Άθωνας από τα μάτια των ναυτικών και πάντων των παροικούντων, σε τέτοιο ένα τόπο , όπου η ομορφιά συναγωνίζεται την αγριότη της φύσεως , καλογέροι σταθήκαν οικιστές, κι ο γέρο Δανιήλ , Σμυρνιός τω γένει, της Μικρασίας ανθός, σε μιά πατσουλιά χώρο, όσον οι θαλασσαετοί γιά να στήσουν φωλιά , τα αυγά τους να γεννήσουν, τους νεοσσούς να φυλάξουν, τα αετόπουλα να αναθρέψουν, σε τέτοιο τόπο ένα καλύβι έχτισε , μιά συνοδεία , συνοδεία αδόντων καλλικελάδως και ψαλλόντων λιγιραίς μολπαίς την φιλανθρωπία και το έλεος, σε μια χούντα χώμα χώρο,
καταντικρύς από την Μικρασία , να θωρεί τις μέρες της μεγάλης ορατότητας, τα νησιά των Σποράδων να τσαλαβουτούν στο πέλαγος σα γελαζούμενες πάπιες, την Λήμνο και τον Άη Στράτη ν’ αρμενίζουν μεσοπέλαγα, το Πήλιο, τον Κίσσαβο και τον γέρο Έλυμπο , την Μυτιλήνη και την Εύβοια, μα , και τα βουνά της Ιωνίας να μαβίζουν στο βάθος του ορίζοντα, Ανατολή Ανατολών, ευλογημένη Μικρασία, κι είχε ευλογία , πολλές ευλογίες τούτη η ασκητική συνοδεία, των βράχων συνοδεία , κι ο κυρ Αλέξανδρος ο Μωραϊτίδης, αψηφώντας του Βοριά τα κύματα, ήρθε και ξανάρθε, πάνω σε τούτους αλίκτυπους βράχους, απ’ τους πρώτους, την οσμή αναζητώντας, ευωδίας πνευματικής, μυρίπνοα και γαρ άνθη φύονται και λουλοδίζουν και καρποφορούν, που τάχα βρίσκουν τάχα χρώματα κι ανθούν , που ρίζα και σαλεύουν, κι έκτοτε , καραβάνια, απ’ αυτούς που λωλάθηκαν και πήραν τα βουνά, καραβάνια από αυτούς που τρυγούν κηρήθρες από άγρια μνήμη μελισσών, κηρήθρες κατάφορτες μέλι ησυχίας, σειρές από αλλοπαρμένους που αστόχησαν στον κόσμο κι αναζητήσαν άλλη κορφή για να ιδούν την κοινωνία έχοντας άλλη άποψη, ορειβατούντων πλήθη που δεν γνοιάζονται για την ανάβαση , των τριών τετάρτων , της μιάς ώρας , όσο από τον μικρό μώλο ανάμεσα στους θαλασσόβραχους, τούτους κάτω στο γιαλό , βράχους ακατέλυτους που τους κοσκινίζει ολοχρονίς η θάλασσα, άλλοτε με καλοπιάσματα κι άλλοτε με αγριίλες και φοβέρες, δεν λογαριάζουν, κυνηγοί αυτοί , των θείων απολαύσεων, δεν λογιάζουν κόπο την αναρρίχηση από το φιδωτό μονοπάτι που σέρνεται από την άκρη του γιαλού ίσαμε την καλύβι των Δαλιηλαίων, κι ύστερα διακλαδίζεται για τα Κατουνάκια, την Αγιά Άννα, την Κερασιά, την κορφή του Άθωνα στα 2033 μέτρα,
τον Άγιο Νείλο πάλιν και την Μονή της Λαύρας, μονοπάτι που κυλά ανηφορικά μέσα από νεροσυρμές και χαράδρες, νεροφαγώματα και κοτρώνες, πουρνάρια κι αλιφασκιές, φραγκόσυκα και αγριελίδες, μιας φιλοξενίας τυχεροί , φιλοξενίας αβραμιαίας οι τολμητίες , μεταξύ ουρανού και γής , τον γέρο Ακάκιο θα ακούσουν με φωνή ηγεμονική στα αναγνώσματα, τον άφθαστο γέρο Δανιήλ , θα απολαύσουν μελωδούντα, τα ακριβέστερα μαθήματα της εκκλησιαστικής μουσικής, άσωμεν και ψαλλούμεν τας δυναστείας Σου, τον παπά Στέφανο, θα ακροαστούν , στα δύσκολα της ψαλτικής ως αηδόνα καλλικέλαδο, να κελαηδεί ως εν ψαλτηρίω και κιθάρα , τοις ερημικοίς μακαρία και γαρ ζωή , θεικώ έρωτι πτερουμένοις .
Γιόρταζε σαν και χτές , ο αηδονόφωνος παπά Στέφανος, της Μικρααγιάννας και της Αγιονορείτικης ερήμου εκλεκτός, και βάλθηκα , να τον χαιρετίσω, την σήμερον ημέρα, να καλαντίσω σε Σας, Άρχοντες, άν είναι ορισμός σας, το τέλος του το μακάριο,
ωσάν επίλογο σε ένα συναξάρι,
το συναξάρι του παπά Στέφανου, κοντεύουν πιά δέκα χρόνοι από την εντεύθεν διάβασή του και την εις την Χώρα των ζώντων μετοίκηςή του, ένθα ο των ειρταζόντων ήχος , ο ακατάπαυστος ,
μα , τι εκκλησιά αυτή ,
η Χώρα , η Μονή της Χώρας , ο Χριστός ως Χώρα των Ζώντων, στη κορφή του έκτου από τους επτά λόφους, στην Πόλη του Κωνσταντίνου, πήγατε, όχι ; , αδέρφια να πάτε, η τελειότητα του ψηφιδωτού, η ακρώρεια της τέχνης του ψηφιδωτού ως έκφραση, έκφραση βιώματος , άλλης βιοτής έκφραση, μην χάνετε την πρόκληση, η Παναγιά βρεφοκρατούσα, ως η Χώρα του Αχωρήτου, ο αχώτητος παντί , πως εχωρήθη εν σαρκί, μεγαλείο απερίγραπτο και γιαυτό μη δυνάμενος φέρειν ο σουλτάνος , την τροπή σε μουσουλμανικό τέμενος παρήγγειλε, ο Ναός του απερίγραπτου Κάλλους, εις τέμενος τρέπεται,
κι ούτε που νιώθει ο κακομοίρης πόσο , μα πόσο φορτίο συμπλεγματικής κατωτερότητας κρύβουν αυτές οι θλιβερές αποφάσεις του, εκείνο το πρωί
ο παπά Στέφανος ξύπνησε με πόνο, έντονο πόνο, του έδωσαν οι πατέρες τα πρώτα παυσίπονα, χειροτέρευσε ο πόνος, στον γιατρό , στις Καρυές , στο Κέντρο Υγείας, τα δύσκολα συμπτώματα, η διάγνωση , να τον φέρετε αμέσως , μην χρονοτριβείτε, μιά κουβέντα, χειμώνας , φουρτούνα, ψιλόβροχο, χιονόνερο, κρυό τάντανο, ο παπά Στέφανος σφαδάζει , αδύνατον να περπατήσει, να τον φέρετε, αμέσως, στα λόγια όλοι μας καλοί, στην πράξη, πώς, από τούτους τους εγκρεμνούς, πάνω στο φορείο, ντυμένος με το πανωφόρι του, τουρτουρίζει, κουβέρτες, φέρτε κουβέρτες, θα μουσκέψουν, θα βραχούν, χειρότερα θα γενεί, αδιάβροχο, ένα αδιάβροχο ρίξτε, στο Λιμενικό τηλεφωνήστε, το σκάφος να στείλουν από την Δάφνη, ο γιατρός αμέσως είπε , στο μονοπάτι βγήκαν, υγρό, μουσκεμένο, γλιστερό, βρέχει συνεχώς, τέσσερες για το φορείο, ούτε που χωρούν στο μονοπάτι, ο πόνος κορυφώνεται, ο παπά Στέφανος δεν μιλά, από το πρόσωπο καταλαβαίνουν, υπακοή , κατεβαίνουν , να τον φέρεται, φτάνουν μετά από κοπιώδη κατάβαση στο γιαλό , στο Κλέφτικο, που σκάφος, πουθενά, ξανατηλεφωνούν, να τον πάτε στον μώλο της Αγία Άννας, τους μήνυσαν από την Δάφνη, Κύριε ελέησον, πως , η νοτιά φορτσάρει, το κύμα ανυπέρβλητα αγριεμένο, καβαλά τον φτηνό μώλο, κατέβηκε από τα Καρούλια ένας καλόγερος, τους είδε, κατάλαβε, σε αδιέξοδο βρισκόντουσαν, επικίνδυνα είναι, τους λέει, μα , αλλιώς δεν γίνεται, να τον αφήσουμε εδώ , στο γιαλό, στο χιονόνερο, στον ψόφο του χειμώνα, να ποθάνει , όχι δεν γίνεται, ελάτε , θα κινδυνέψουνε όλοι μας, μα, πώς αλλοιώς, παπά Στέφανε την ευχή, την βάρκα θα ρίξουμε στη θάλασσα, την ψαρόβαρκα, δεν έχει μηχανή, με τα κουπιά, την ευχή κι ο Θεός βοηθός, τόσα χρόνια Του ψάλλεις, με τα κουπιά , την ρίξαν την ψαρόβαρκα, άθλος να επιβιβαστούνε τόσοι νοματαίοι, άθλος στα κουπιά, μακριά από τους βράχους, στο πέλαγος , μην μας πετάξει το κύμα σε βράχο και θριψαλιστεί η κακομοίρα η βάρκα, είκοσι λεφτά της ώρας είναι διαδρομή άμα είναι μπουνάτσα, τώρα πάνε δυό ώρες κι ακόμη θαλασσοδέρνονται, βουνά αφρισμένα, φτερό στον άνεμο η βαρκούλα του ασκητή, στα κουπιά οι δυό , εναλλάσσονται, μούσκεψαν όλοι τους , αλλοιώθηκε από τον πόνο το πρόσωπο του παπά Στέφανου, θα ρθεί άραγες το Λιμενικό, θαλασσωμένοι , θαλασσοβρεγμένοι όλοι τους , έφθασαν οπμως , δόξα τω Θεώ, βγάλανε το φορείο στον αρσανά, ένα παυσίπονο , για τον λογισμό, πολύ ισχυρός ο πόνος, υπομονή, το κομποσκοίνι, κάτω από τις κουβέρτες , γυρίζει, Ελπίς απηλπισμένων, Σοί μη βοήθησον, να , φάνηκε, μέσα στα αφρισμένα κύματα, οι έμπειροι το διέκριναν, ας είναι καλά τα παιδιά, κίνησαν έρχονται , το σκάφος του Λιμενικού , πιάσαν όλοι μαζί, έβγαλαν την ψαρόβαρκα στο γιαλό, μην την σπάσει η όστρια, λύσσαξε, δυναμώνει , ήρθε , το έχαναν , δεν το έβλεπαν , χανόταν μέσα στα κύματα, εν τελει το σκάφος έφταξε, να δέσει ούτε λόγος, δυό κρατούσαν τα σχοινιά , για να ‘ναι σε επαφή με τον μώλο, να μην σπάσει το ταχύπλοο πάνω στα τσιμέντα, τον άρρωστο, το φορείο, πως , το φορείο , πως να μπεί, κόπος και τρόπος, ούτε να δέσει μπορεί το ταχύπλοο, άθλος, μην μας πέσει στο νερό, προσέξτε, το κύμα μην μας τον πάρει, μπόρεσαν , η ευχή , παπά Στέφανε, ανεβήκαν όλοι , δεν είχαν ξαναμπεί σε τέτοια θάλασσα, κούρνιαξαν , τώρα , περισσότερα τα κομποσκοίνια, βουνό ακολουθεί το βουνό, κύματα βουνά, αφρισμένα θεόρατα κύματα γιουργιάρουν , δράκων ούτος όν έπλασας εμπαίζειν αυτή, δράκων θαλάσσιος ζητών τίνα καταπίει, ευτυχώς, γνώστης ο καπετάνιος , αξιωματικός του Λιμενικού, τούτη η πλεύση γνώση κι εμπειρία θέλει, όχι βιασύνες, υπομονή και καλούς χειρισμούς, λάθη δεν συγχωρούνται, με τα θηρία της φύσης αντιμάχεσαι, καρυδότσουφλο ανήμπορο, καλό το σκάφος, γερές μηχανές, αλλά, μην μας τουμπάρει, τεράστιος ο κυματισμός , μην μας γυρίσει ανάποδα , η νοτιά αγριεύει, κορυφώνεται , οι παλιοί ναυτικοί συμβούλευαν να ταξιδεύεις «γέρο βοριά και νότο παλικάρι», νοώντας ότι ο βοριάς ξεκινά φορτσάτος κι αδυνατίζει σιγά σιγά , ενώ η νοτιά ξεκινά χαμηλόθωρη και φουντώνει σταδιακά, κορυφώνεται, το ταχύπλοο τέθηκε στο μάτι της κορύφωσης , της μανίας της όστριας, περάσαν το Διονυσίου, κύμα το κύμα , έρχονται από πίσω και πλάγια, αναγκάζουν τον καπετάνιο να ανοιχτεί στο πέλαγος για να βάλει πίσω του τον καιρό, να , τώρα ανοιχτά από το Γρηγορίου ταξιδεύουν, Άγιε Νικόλα πρόφθασον, να κι η Σιμώπετρα ψηλά, αγάντα, θάλασσες πίσω , φτάνουμε, Δόξα Σοί Κύριε, φτάσαμε , στην Δάφνη, άλλες δυό ώρες στις θάλασσες, κύματι θαλάσσης τον κρύψαν τα πάλαι, τώρα, να πάλιν παιδεμός να βγεί το φορείο, στο ασθενοφόρο, γρήγορα, τουλάχιστον πατάνε ξανά στη γής, παγωμένοι, ξεπαγιασμένοι, θαλασσοβρεγμένοι, θαλασσοδαρμένοι, φτάσαν, ίσα που πρόλαβαν, νύχτωνε, θα πουντιάσουν , ν’ αλλάξουν χρειάζεται, που καιρός, που μυαλά, ο παπά Στέφανος προτεραιότητα, στο ασθενοφόρο κι ίσια για το Κέντρο Υγείας, ο γιατρός περίμενε, τον καταπονημένο ασθενή εξέτασε, διάγνωση, εγχείρηση, τώρα, πού, εδώ δεν γίνεται, πού όμως, στο Πολυγύρο ίσως, πώς , η θάλασσα κλειστή, απαγορευτικό από το Λιμεναρχείο γιά όλα τα πλοία, ίσως το πρωί , όχι, τώρα, δεν χωρά αναβολή , άμεση εγχείρηση, λυσσομανά, ο καιρός, πώς, Χριστέ μου, πώς, από ξηράς, από τον δασικό δρόμο , νύχτα, βροχή, χιονόνερο, άλλες πέντε ώρες γιά τον Πολύγυρο, αμαξιτά , με το ασθενοφόρο, πάμε, υπακοή, ο παπά Στέφανος με κλειστά τα μάτια, φαίνεται να ψελλίζει, το κομποσκοίνι, γυρίζει , κίνησαν μέσα στην παγωνιά, σκοτεινή η νύχτα, λασπούρα, ειδοποιήθηκε το Νοσοκομείο στον Πολύγυρο, να ‘ναι έτοιμοι για την νυχτερινή χειρουργική επέμβαση, λασπόδρομος, κολλά το ασθενοφόρο, κινείται αργά , με το ανθρώπινο φορτίο του, μέσα από δάση καστανιάς, κι ύστερα πευκοδάση κι αμπελώνες, βρέχει, πηγαίνουν , λικνίζεται το ασθενοφόρο στις λακούβες του δασικού, και γερός να είσαι αρρωσταίνεις, πόσο μάλιστα βαριά άρτωστος, πάνε στο σκοτάδι του δάσους, δύο ώρες , τρείς, σταθείτε, σας παρακαλώ, ο συνοδός μοναχός στο προσκέφαλο του ασθενούς, γιατρέ, ελάτε, πέστε στον οδηγό να σταματήσει, ναι, Πατέρες, λυπούμαι, ο Γέροντας δεν έχει σφυγμό, ξανά και ξανά, όχι, ο παπά Στέφανος αναχώρησε , μέσα στην νυχτιά, μέσα στο σκοτάδι, το κρύο , το χιονόνερο, την φουρτούνα, τον αγριωπό ρόχθο των κυμάτων, αγραυλών αυτός , όπως τα βοσκαρούδια της Βηθλεέμ, σε προσμονή της Ανατολής των Ανατολών, αγραυλών δια βίου ,
ο ασκητής της Μικραγιάννας, ο καλλικέλαδος των αγρυπνιών, ώχετο, σιωπηλός , ευχόμενος, με το κομποσκοίνι στο χέρι, μετά την ολοήμερη περιπετειώδη περιδιάβασή του σ’ όλη την χερσόνησο του Αγιωνύμου Άθωνα, ώχετο, ένα φωτεινό χαμόγελο, γυρίστε, λέει ο γιατρός, αναστροφή , μεσάνυχτα , ξαναφτάσαν στις Καρυές, σε Κελλί πιά , να τον αλλάξουν, να τον ετοιμάσουν, να το σαβανώσουν, κατά το Αγιονορείτικο τυπικό, αχάραγα θα φύγουν με αυτοκίνητο, πάλιν από τους δασικούς δρόμους, τον Αντιάθωνα θα παρακάμψουν για το Μοναστήρι του Αγίου Παύλου, αυτό είναι το πλησιέστερο στην έρημο, κι ύστερα , λιτανεία, εκ των πραγμάτων, λιτανεία του σκηνώματος του εκδημήσαντος του δήμου των βροτών, επί των ώμων ο παπά Στέφανος, ώρες , από μονοπάτια, σχίνοι και πρίνοι , κουμαριές και μυρτιές, δάφνες και κυπαρίσσια, ρίκια κι αρκουδόβατοι, τι ξόδι παράξενο, από τον Άγιο Παύλο στην Νέα Σκήτη, μαίνεται η θάλασσα, φυσά από την Λιβυή η όστρια, καράβια π’ αρμενίζετε , από την Νέα Σκήτη, τι πομπή μοναδική τούτη η εξόδιος,
στις ανηφοριές γιά την Σκήτη της Αγίας Άννας, ασπρισμένο το πέλαγος από την λύσσα της όστριας, κι από εκεί , πάντα επ’ ώμων η σωρός του παπά, προσεκτικά στα επικίνδυνα υγρά του μονοπατιού για την Μικρά Αγία Άννα, για τα Κατουνάκια, εκεί στην αετοφωλιά, θα γενεί η Ακολουθία,
εκεί το μνήμα, εκεί η μνήμη, επί απορρώγος βράχου,
οι Σποράδες απέναντι κλίνουν κεφαλή, τον χαιρετισμό επί τη εξόδω , εκ μέρους των δυό κυρ Αλεξάνδρων στέλνουν,
Α ! λιτανεία, τι ξόδι μοναδικό ,
ποιός χρωστήρας θα μας την ανάαραστήσει,
Α ! παπά Στέφανε,
αξίζει Σου , το συναξάρι να γραφεί,
ωσάν λιτανεία Αγίου λειψάνου, η πομπή γιά την εξόδιον σου, το όλον Όρος ευωδίασε,
αγραυλών και γαρ μυστικώς ως οι ποιμένες,
ουρανούς ανεωγμένους ηύρες,
και τον παππού Δανιήλ προσμένοντα,
συν Γερασίμω τω υμνογράφω,
κι ιδού , πάλιν χοροί και φωταψίες,
πάλιν αίνοι και δοξολογίες !
Αδέρφια, χρόνια πολλά !
Καλλιχρονίαν επί τω νέω έτει , άμα τε και πολυχρονίαν !
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρείαν
κι εμείς καλαντιστές,
φέρτε μας και λεφτοκάρια
κρασί να πιούν τα παλικάρια !