ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
Το μεταίχμιο ανάμεσα στο τελευταίο μισό του 10ου αι. και το πρώτο τέταρτο του 11ου αι. μΧ. ήταν σημαδιακό στη ζωή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, γιατί εγκαινίαζε τους χρόνους ακμής της, που έμειναν στην ιστορία σαν ''Βυζαντινή Εποποιία''(959-1028).
Εποποιία γιατί...
έκαμψε
κάθε αντίσταση επικίνδυνων αντιπάλων της χάρη στους
στρατηγούς-αυτοκράτορές της: τον Νικηφόρο Φωκά (βασιλεία: 963 - 969),
τον Ιωάννη Τσιμισκή (βασιλεία: 969 - 976) και τον Βασίλειο Β', τον
επονομαζόμενο ''Βουλγαροκτόνο'' (βασιλεία: 976-1025).
Οι τρεις αυτοί λαμπροί αυτοκράτορες επανένταξαν στο βυζαντινό κράτος περιοχές και χώρες που είχαν χαθεί γι' αυτό από εποχής αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Επιπλέον, ενώ στην Ανατολή βασίλευε η παρακμή της αραβικής δύναμης, φωτεινή εξαίρεση αποτελούσε το Βυζάντιο, η ροπή του οποίου ήταν ανοδική.
Ανοδική λόγω εδαφικών προσαρτήσεων χωρών μετά από πολεμικές συγκρούσεις ή ειρηνική μετατροπή τους σε επαρχίες της αυτοκρατορίας, οπότε η προσάρτηση έπαιρνε τη μορφή προστασίας, υποτέλειας, εξάρτησης απ' το βυζαντινό άρμα κυριαρχίας ή επιτυχούς εφαρμογής της πολιτικής του εκχριστιανισμού και των επιγαμιών, που μετέτρεπαν τους εχθρούς σε φίλους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Έτσι έγινε και ο σλαβικός κόσμος της Χερσονήσου του Αίμου εντάχθηκε σε αυτήν ως βυζαντινή κοινότητα μετά τον εκχριστιανισμό του από τους Θεσσαλονικείς ιεραποστόλους Κωνσταντίνο-Κύριλλο και Μεθόδιο, για να ακολουθήσει ύστερα ο εκχριστιανισμός των Ρως με τελικό αποτέλεσμα την αναδιαμόρφωση της Ανατολικής Ευρώπης στο πλαίσιο της βυζαντινής επικράτειας.
Ήδη απ' το 955 μ Χ η 60χρονη βασίλισσα Όλγα των Ρώσων (ειδωλολατρών μέχρι τον 10ο αιώνα) είχε ασπαστεί τον Χριστιανισμό (σε μια επίσκεψή της στην Κωνσταντινούπολη) με ανάδοχο τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο (παππού του Βασίλειου Β' ''Βουλγαροκτόνου''), ο οποίος παρέθεσε γεύματα προς τιμήν της ίδιας και της ακολουθίας της, ενώ τους αποχαιρέτησε με πλουσιοπάροχα δώρα.
Φεύγοντας η Όλγα πήρε μαζί της Έλληνες ιεραποστόλους, για να κηρύξουν τον Χριστιανισμό στην πατρίδα της. Μόνο που δεν πρόλαβε να δει την ολοκλήρωση του έργου της λόγω του αιφνίδιου θανάτου της.
Έργου που ολοκλήρωσε, τελικά, ο υπερόπτης εγγονός της Βλαδίμηρος μετά από μια περίοδο στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά της Χερσώνας (βυζαντινής κτήσης πόλη με Έλληνες κατοίκους, την οποία κατέκτησε) επωφελούμενος των πολέμων του αυτοκράτορα Βασίλειου Β' κατά των Βουλγάρων (σ.σ: οι εν λόγω πόλεμοι κράτησαν 32 χρόνια, μέχρι το θάνατο του Τσάρου Σαμουήλ).
Σε μια επίσκεψή του εντωμεταξύ στην Κωνσταντινούπολη, ο ηγεμόνας του Κιέβου Βλαδίμηρος γνώρισε και ερωτεύτηκε την αδελφή του αυτοκράτορα Βασίλειου Β' Άννα.Ήταν μάλιστα τόσο σφοδρός ο έρωτάς του για εκείνη, που ζήτησε άμεσα σε γάμο (στο πλαίσιο των βυζαντινών επιγαμιών) τη Βυζαντινή πριγκήπισσα.
Αίτημα που έγινε αποδεκτό από τον Βασίλειο Β' με δύο όρους: Να επιστρέψει ο Βλαδίμηρος την Χερσώνα στους Βυζαντινούς και να βαπτιστεί Χριστιανός.
Ο Ρώσος βασιλιάς τίμησε την υπόσχεσή του. Επέστρεψε την Χερσώνα στον αυτοκράτορα και με την Ελληνίδα πριγκίπισσα για γυναίκα του γύρισε ως Χριστιανός στο Κίεβο. Διέταξε μάλιστα τη ρίψη στον ποταμό Βορυσθένη (σημερινό Δνείπερο) όλων των ειδώλων, ενώ έκανε με διάταγμά του υποχρεωτικό το βάπτισμα των Ρώσων (ελευθέρων και δούλων) σε χριστιανούς.
Μερίδα των Ρώσων κατοίκων βέβαια παρέμεινε στην ειδωλολατρία αρνούμενη να εκχριστιανιστεί. Κάτι που συνεχίστηκε μέχρι το 1200 μ Χ. Ωστόσο η πλειοψηφία ήταν χριστιανοί και ορθόδοξοι. Και η Ορθόδοξη ρωσική εκκλησία τιμούσε έκτοτε ως αγίους την Όλγα και τον Βλαδίμηρο, ενώ θεωρούσε το Κίεβο ιερά πόλη των Ρώσων...
Το Κίεβο που ίδρυσαν το 858 μ Χ οι οπλαρχηγοί Ρούρικ και 'Ολεγκ, επικεφαλής άγριων πολεμιστών Βίκινγκς. Σκανδιναβών, οι οποίοι - έχοντας χάσει απ' τις δυναστικές διαμάχες στη σκανδιναβική χερσόνησο (8ος-9ος αι. μ Χ) - έφυγαν απ' τον τόπο τους τον ένατο αιώνα.
Έφυγαν και, αφού διέσχισαν τα δάση και τις στέπες της Ανατολικής Ευρώπης εξερευνώντας τους υδάτινους δρόμους, έφτασαν στις δύο πιο πλούσιες πόλεις εκείνης της εποχής: τη Βαγδάτη. και την Κωνσταντινούπολη, όπου εντάχθηκαν ως μισθοφορική φρουρά στον βυζαντινό στρατό (γνωστή ως φρουρά των Βαράγγων) από το 861.
Συμμετείχαν μάλιστα στο εκστρατευτικό σώμα του στρατηγού Νικηφόρου Φωκά το 960 (επί της τρίχρονης βασιλείας του Ρωμανού Β', πατέρα του Βασίλειου Β'), το σώμα που απελευθέρωσε την Κρήτη τον επόμενο χρόνο απ' τους Σαρακηνούς Άραβες (τους ''Μοζάραβες'', όπως τους αποκαλούσαν οι ''γνήσιοι'' μουσουλμάνοι).
Οι Βάραγγοι-Βίκινγκς που είχαν εγκατασταθεί στην Ανατολική Ευρώπη ήταν οι ιδρυτές του Κιέβου, όπως προείπα, με επικεφαλής τον Βάραγγο Ρούρικ, η δυναστεία του οποίου κυβέρνησε το τεράστιο βασίλειο των επονομαζόμενων ''Ρως'' (παράγωγο του εν λόγω ονόματος είναι η λέξη Ρωσία). Το ειδωλολατρικό βασίλειο, δηλαδή, που εκχριστιανίστηκε (σύμφωνα με το ''Χρονικό των Ρως'') επί ηγεμόνα Βλαδίμηρου και βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β' (''Βουλγαροκτόνου'').
Την εποχή εκείνη βέβαια δεν υπήρχε διαίρεση στη χριστιανική εκκλησία ούτε σχίσμα μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Τους επόμενους αιώνες διχάστηκε ο Χριστιανισμός σε Καθολικούς και Ορθόδοξους με πολλά αιρετικά παρακλάδια.
Έτσι δημιουργήθηκε και παγιώθηκε το μεγάλο ρήγμα μεταξύ του Ρωμαιοκαθολικισμού και της Ανατολικής Ορθοδοξίας, που μπήκε στο στόχαστρο ορισμένων ''σκεπτικιστών'' ιστορικών της Ουκρανίας (οι οποίοι έγιναν περισσότεροι σήμερα με τον ρωσοουκρανικό πόλεμο, που βρίσκεται εν εξελίξει) υπό την έννοια ότι τους έκανε να αναθεωρούν τη θρησκευτική επιλογή της χώρας τους.
Την επιλογή του ορθόδοξου δόγματος από τον Ρώσο ηγεμόνα Βλαδίμηρο, συγκεκριμένα. Επιλογή που περιοριζόταν στην Ανατολή (βλ. υποτελή κράτη Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1453) σε βάση συμφεροντολογική, η οποία προέτασσε το κυρίαρχο στην ηγεμονεύουσα Δύση καθολικό δόγμα.
Ο σκεπτικισμός καταλάγιαζε ωστόσο βαθμιαία τότε, καθώς η βυζαντινή επιρροή στάθηκε καθοριστική για την πνευματική αφύπνιση των Ρως και τη διαμόρφωση πολιτισμού με κοινά θρησκευτικά, γλωσσικά και πολιτισμικά στοιχεία.
Παρ' όλα αυτά, γίνονταν ορατές συν τω χρόνω οι διαφοροποιημένες ρωσικές και ουκρανικές εθνότητες μετά την άνοδο του μοσχοβίτικου κράτους και την ενσωμάτωση της Ουκρανίας στη Λιθουανία και την Πολωνία.
Έτσι δημιουργήθηκε ένα παζλ εθνοτήτων και δυναστειών που θύμιζε το ''πολύχρωμο'' κράτος των Καρολιδών με τα πολλά πριγκιπάτα. Όμως τα δεδομένα κοινά στοιχεία αυτών (θρησκεία, γλώσσα, δυναστεία) - στα οποία εγκιβωτίζονταν αναρίθμητες παραλλαγές σε τοπική κλίμακα - δεν μπόρεσαν τελικά να κρατήσουν ενωμένη ούτε την αυτοκρατορία του Καρλομάγνου ούτε την αναδιαμορφωμένη τον 20ο αιώνα σε ΕΣΣΔ (με απαρχή την Οκτωβριανή Επανάσταση [1917] ως τη διάλυσή της το 1991) χώρα των Ρως και του Βλαδίμηρου.
Έτσι, κάθε επόμενη γενιά του Ρώσου ηγεμόνα του Κιέβου χώριζε τη χώρα του σε όλο και περισσότερες ηγεμονίες, μέχρι που έπαψε πλέον το Κίεβο να είναι η πρωτεύουσά τους και περιορίστηκε στο ομώνυμο πριγκιπάτο.
Το κρατικό μόρφωμα στην ΒΔ (''Κιεβινή'') Ρωσία - η πολύ παλιά Μάλαρωσία (Μικρή Ρωσία), συμμαχική ''επαρχία'' της ''Βελικορωσίας'' (Μεγάλης Ρωσίας) - μετεξελίχθηκε το 1136 σε ανεξάρτητη, μεσαιωνική πόλη-κράτος (Φεουδαλική Δημοκρατία του Νόβγκοροντ), για να υποκύψει μετά στον ταταρικό ζυγό (1240–1480), να γίνει Μεγάλο Δουκάτο της Μόσχας (1283–1547) και Βασίλειο της Ρωσίας (1547–1721), μέχρι που στα τέλη του 1917 έγινε ανεξάρτητη κρατική οντότητα και μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (1991 ως ''Ουκρανία'' [''χώρα στην άκρη της Ρωσίας]) μεταπήδησε απ' τον κομμουνισμό στον καπιταλισμό ζητώντας ''συνεύρεση'' με τη Δύση.
Μοιραία κίνηση, όπως αποδεικνύεται με τα τωρινά δεδομένα της Ορθόδοξης Ουκρανίας, που προδιαγράφουν ζοφερή την τρέχουσα ιστορική παρουσία της και την τύχη της Ορθοδοξίας εκεί από την 24η Φεβρουαρίου της εισβολής των στρατευμάτων της Ορθόδοξης Ρωσίας (με πρόσχημα την ανάγκη για αποστρατικοποίηση και αποναζιστικοποίησή της) ως σήμερα, επιβεβαιώνοντας τον Θουκυδίδη που απέδιδε σε τρεις λόγους τους πολέμους: ''στο δέος, το συμφέρον και τη δόξα''.
Και στην περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία, ισχύουν και τα τρία: Το πρώτο το προκαλεί ο φόβος, το δεύτερο το συμφεροντολογικό πνεύμα και το τρίτο το γόητρο, για χάρη του οποίου η αναθεωρητική Ρωσία επισείει ως φόβητρο το πυρηνικό της οπλοστάσιο στην ΝΑΤΟϊκή Δύση και την προστατευόμενη της Ουκρανία.
Την ομογάλακτη, ορθόδοξη Ουκρανία, η οποία - αντί της πανδαισίας των Χριστουγέννων - βιώνει την εθνική τραγωδία της, καθώς βρίσκεται υπό θανατική απειλή η ίδια η ύπαρξή της. Βιώνει την εθνική τραγωδία της λαχταρισμένη απ' την απροσμέτρητη καταστροφή της.
Καταστροφή που διαιωνίζει τον κύκλο αιμάτων στο έδαφός της και δίνει τραγική διάσταση στον ύμνο της Γέννησης, (''Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία''), ο οποίος ευχόμαστε να αντιλαλήσει σαν θαύμα της θείας ενανθρώπησης στη ζώνη του πολέμου και του θανάτου .
Κρινιώ Καλογερίδου
Οι τρεις αυτοί λαμπροί αυτοκράτορες επανένταξαν στο βυζαντινό κράτος περιοχές και χώρες που είχαν χαθεί γι' αυτό από εποχής αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Επιπλέον, ενώ στην Ανατολή βασίλευε η παρακμή της αραβικής δύναμης, φωτεινή εξαίρεση αποτελούσε το Βυζάντιο, η ροπή του οποίου ήταν ανοδική.
Ανοδική λόγω εδαφικών προσαρτήσεων χωρών μετά από πολεμικές συγκρούσεις ή ειρηνική μετατροπή τους σε επαρχίες της αυτοκρατορίας, οπότε η προσάρτηση έπαιρνε τη μορφή προστασίας, υποτέλειας, εξάρτησης απ' το βυζαντινό άρμα κυριαρχίας ή επιτυχούς εφαρμογής της πολιτικής του εκχριστιανισμού και των επιγαμιών, που μετέτρεπαν τους εχθρούς σε φίλους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Έτσι έγινε και ο σλαβικός κόσμος της Χερσονήσου του Αίμου εντάχθηκε σε αυτήν ως βυζαντινή κοινότητα μετά τον εκχριστιανισμό του από τους Θεσσαλονικείς ιεραποστόλους Κωνσταντίνο-Κύριλλο και Μεθόδιο, για να ακολουθήσει ύστερα ο εκχριστιανισμός των Ρως με τελικό αποτέλεσμα την αναδιαμόρφωση της Ανατολικής Ευρώπης στο πλαίσιο της βυζαντινής επικράτειας.
Ήδη απ' το 955 μ Χ η 60χρονη βασίλισσα Όλγα των Ρώσων (ειδωλολατρών μέχρι τον 10ο αιώνα) είχε ασπαστεί τον Χριστιανισμό (σε μια επίσκεψή της στην Κωνσταντινούπολη) με ανάδοχο τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο (παππού του Βασίλειου Β' ''Βουλγαροκτόνου''), ο οποίος παρέθεσε γεύματα προς τιμήν της ίδιας και της ακολουθίας της, ενώ τους αποχαιρέτησε με πλουσιοπάροχα δώρα.
Φεύγοντας η Όλγα πήρε μαζί της Έλληνες ιεραποστόλους, για να κηρύξουν τον Χριστιανισμό στην πατρίδα της. Μόνο που δεν πρόλαβε να δει την ολοκλήρωση του έργου της λόγω του αιφνίδιου θανάτου της.
Έργου που ολοκλήρωσε, τελικά, ο υπερόπτης εγγονός της Βλαδίμηρος μετά από μια περίοδο στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά της Χερσώνας (βυζαντινής κτήσης πόλη με Έλληνες κατοίκους, την οποία κατέκτησε) επωφελούμενος των πολέμων του αυτοκράτορα Βασίλειου Β' κατά των Βουλγάρων (σ.σ: οι εν λόγω πόλεμοι κράτησαν 32 χρόνια, μέχρι το θάνατο του Τσάρου Σαμουήλ).
Σε μια επίσκεψή του εντωμεταξύ στην Κωνσταντινούπολη, ο ηγεμόνας του Κιέβου Βλαδίμηρος γνώρισε και ερωτεύτηκε την αδελφή του αυτοκράτορα Βασίλειου Β' Άννα.Ήταν μάλιστα τόσο σφοδρός ο έρωτάς του για εκείνη, που ζήτησε άμεσα σε γάμο (στο πλαίσιο των βυζαντινών επιγαμιών) τη Βυζαντινή πριγκήπισσα.
Αίτημα που έγινε αποδεκτό από τον Βασίλειο Β' με δύο όρους: Να επιστρέψει ο Βλαδίμηρος την Χερσώνα στους Βυζαντινούς και να βαπτιστεί Χριστιανός.
Ο Ρώσος βασιλιάς τίμησε την υπόσχεσή του. Επέστρεψε την Χερσώνα στον αυτοκράτορα και με την Ελληνίδα πριγκίπισσα για γυναίκα του γύρισε ως Χριστιανός στο Κίεβο. Διέταξε μάλιστα τη ρίψη στον ποταμό Βορυσθένη (σημερινό Δνείπερο) όλων των ειδώλων, ενώ έκανε με διάταγμά του υποχρεωτικό το βάπτισμα των Ρώσων (ελευθέρων και δούλων) σε χριστιανούς.
Μερίδα των Ρώσων κατοίκων βέβαια παρέμεινε στην ειδωλολατρία αρνούμενη να εκχριστιανιστεί. Κάτι που συνεχίστηκε μέχρι το 1200 μ Χ. Ωστόσο η πλειοψηφία ήταν χριστιανοί και ορθόδοξοι. Και η Ορθόδοξη ρωσική εκκλησία τιμούσε έκτοτε ως αγίους την Όλγα και τον Βλαδίμηρο, ενώ θεωρούσε το Κίεβο ιερά πόλη των Ρώσων...
Το Κίεβο που ίδρυσαν το 858 μ Χ οι οπλαρχηγοί Ρούρικ και 'Ολεγκ, επικεφαλής άγριων πολεμιστών Βίκινγκς. Σκανδιναβών, οι οποίοι - έχοντας χάσει απ' τις δυναστικές διαμάχες στη σκανδιναβική χερσόνησο (8ος-9ος αι. μ Χ) - έφυγαν απ' τον τόπο τους τον ένατο αιώνα.
Έφυγαν και, αφού διέσχισαν τα δάση και τις στέπες της Ανατολικής Ευρώπης εξερευνώντας τους υδάτινους δρόμους, έφτασαν στις δύο πιο πλούσιες πόλεις εκείνης της εποχής: τη Βαγδάτη. και την Κωνσταντινούπολη, όπου εντάχθηκαν ως μισθοφορική φρουρά στον βυζαντινό στρατό (γνωστή ως φρουρά των Βαράγγων) από το 861.
Συμμετείχαν μάλιστα στο εκστρατευτικό σώμα του στρατηγού Νικηφόρου Φωκά το 960 (επί της τρίχρονης βασιλείας του Ρωμανού Β', πατέρα του Βασίλειου Β'), το σώμα που απελευθέρωσε την Κρήτη τον επόμενο χρόνο απ' τους Σαρακηνούς Άραβες (τους ''Μοζάραβες'', όπως τους αποκαλούσαν οι ''γνήσιοι'' μουσουλμάνοι).
Οι Βάραγγοι-Βίκινγκς που είχαν εγκατασταθεί στην Ανατολική Ευρώπη ήταν οι ιδρυτές του Κιέβου, όπως προείπα, με επικεφαλής τον Βάραγγο Ρούρικ, η δυναστεία του οποίου κυβέρνησε το τεράστιο βασίλειο των επονομαζόμενων ''Ρως'' (παράγωγο του εν λόγω ονόματος είναι η λέξη Ρωσία). Το ειδωλολατρικό βασίλειο, δηλαδή, που εκχριστιανίστηκε (σύμφωνα με το ''Χρονικό των Ρως'') επί ηγεμόνα Βλαδίμηρου και βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β' (''Βουλγαροκτόνου'').
Την εποχή εκείνη βέβαια δεν υπήρχε διαίρεση στη χριστιανική εκκλησία ούτε σχίσμα μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Τους επόμενους αιώνες διχάστηκε ο Χριστιανισμός σε Καθολικούς και Ορθόδοξους με πολλά αιρετικά παρακλάδια.
Έτσι δημιουργήθηκε και παγιώθηκε το μεγάλο ρήγμα μεταξύ του Ρωμαιοκαθολικισμού και της Ανατολικής Ορθοδοξίας, που μπήκε στο στόχαστρο ορισμένων ''σκεπτικιστών'' ιστορικών της Ουκρανίας (οι οποίοι έγιναν περισσότεροι σήμερα με τον ρωσοουκρανικό πόλεμο, που βρίσκεται εν εξελίξει) υπό την έννοια ότι τους έκανε να αναθεωρούν τη θρησκευτική επιλογή της χώρας τους.
Την επιλογή του ορθόδοξου δόγματος από τον Ρώσο ηγεμόνα Βλαδίμηρο, συγκεκριμένα. Επιλογή που περιοριζόταν στην Ανατολή (βλ. υποτελή κράτη Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1453) σε βάση συμφεροντολογική, η οποία προέτασσε το κυρίαρχο στην ηγεμονεύουσα Δύση καθολικό δόγμα.
Ο σκεπτικισμός καταλάγιαζε ωστόσο βαθμιαία τότε, καθώς η βυζαντινή επιρροή στάθηκε καθοριστική για την πνευματική αφύπνιση των Ρως και τη διαμόρφωση πολιτισμού με κοινά θρησκευτικά, γλωσσικά και πολιτισμικά στοιχεία.
Παρ' όλα αυτά, γίνονταν ορατές συν τω χρόνω οι διαφοροποιημένες ρωσικές και ουκρανικές εθνότητες μετά την άνοδο του μοσχοβίτικου κράτους και την ενσωμάτωση της Ουκρανίας στη Λιθουανία και την Πολωνία.
Έτσι δημιουργήθηκε ένα παζλ εθνοτήτων και δυναστειών που θύμιζε το ''πολύχρωμο'' κράτος των Καρολιδών με τα πολλά πριγκιπάτα. Όμως τα δεδομένα κοινά στοιχεία αυτών (θρησκεία, γλώσσα, δυναστεία) - στα οποία εγκιβωτίζονταν αναρίθμητες παραλλαγές σε τοπική κλίμακα - δεν μπόρεσαν τελικά να κρατήσουν ενωμένη ούτε την αυτοκρατορία του Καρλομάγνου ούτε την αναδιαμορφωμένη τον 20ο αιώνα σε ΕΣΣΔ (με απαρχή την Οκτωβριανή Επανάσταση [1917] ως τη διάλυσή της το 1991) χώρα των Ρως και του Βλαδίμηρου.
Έτσι, κάθε επόμενη γενιά του Ρώσου ηγεμόνα του Κιέβου χώριζε τη χώρα του σε όλο και περισσότερες ηγεμονίες, μέχρι που έπαψε πλέον το Κίεβο να είναι η πρωτεύουσά τους και περιορίστηκε στο ομώνυμο πριγκιπάτο.
Το κρατικό μόρφωμα στην ΒΔ (''Κιεβινή'') Ρωσία - η πολύ παλιά Μάλαρωσία (Μικρή Ρωσία), συμμαχική ''επαρχία'' της ''Βελικορωσίας'' (Μεγάλης Ρωσίας) - μετεξελίχθηκε το 1136 σε ανεξάρτητη, μεσαιωνική πόλη-κράτος (Φεουδαλική Δημοκρατία του Νόβγκοροντ), για να υποκύψει μετά στον ταταρικό ζυγό (1240–1480), να γίνει Μεγάλο Δουκάτο της Μόσχας (1283–1547) και Βασίλειο της Ρωσίας (1547–1721), μέχρι που στα τέλη του 1917 έγινε ανεξάρτητη κρατική οντότητα και μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (1991 ως ''Ουκρανία'' [''χώρα στην άκρη της Ρωσίας]) μεταπήδησε απ' τον κομμουνισμό στον καπιταλισμό ζητώντας ''συνεύρεση'' με τη Δύση.
Μοιραία κίνηση, όπως αποδεικνύεται με τα τωρινά δεδομένα της Ορθόδοξης Ουκρανίας, που προδιαγράφουν ζοφερή την τρέχουσα ιστορική παρουσία της και την τύχη της Ορθοδοξίας εκεί από την 24η Φεβρουαρίου της εισβολής των στρατευμάτων της Ορθόδοξης Ρωσίας (με πρόσχημα την ανάγκη για αποστρατικοποίηση και αποναζιστικοποίησή της) ως σήμερα, επιβεβαιώνοντας τον Θουκυδίδη που απέδιδε σε τρεις λόγους τους πολέμους: ''στο δέος, το συμφέρον και τη δόξα''.
Και στην περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία, ισχύουν και τα τρία: Το πρώτο το προκαλεί ο φόβος, το δεύτερο το συμφεροντολογικό πνεύμα και το τρίτο το γόητρο, για χάρη του οποίου η αναθεωρητική Ρωσία επισείει ως φόβητρο το πυρηνικό της οπλοστάσιο στην ΝΑΤΟϊκή Δύση και την προστατευόμενη της Ουκρανία.
Την ομογάλακτη, ορθόδοξη Ουκρανία, η οποία - αντί της πανδαισίας των Χριστουγέννων - βιώνει την εθνική τραγωδία της, καθώς βρίσκεται υπό θανατική απειλή η ίδια η ύπαρξή της. Βιώνει την εθνική τραγωδία της λαχταρισμένη απ' την απροσμέτρητη καταστροφή της.
Καταστροφή που διαιωνίζει τον κύκλο αιμάτων στο έδαφός της και δίνει τραγική διάσταση στον ύμνο της Γέννησης, (''Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία''), ο οποίος ευχόμαστε να αντιλαλήσει σαν θαύμα της θείας ενανθρώπησης στη ζώνη του πολέμου και του θανάτου .
Κρινιώ Καλογερίδου