Κάθε χρόνο τέτοιο καιρό, κοντά Χριστούγεννα, το φως ενός άλλου κόσμου χύνεται ορμητικά απ' το ανοιχτό παράθυρο του γραφείου μου την ώρα που δύει ο ήλιος. Το κύριο σώμα του κουτρουβαλάει φουριόζικο την πλαγιά του...
Υμηττού με κατεύθυνση τη θάλασσα του Φαλήρου, πότε αφύσικα λαμπρό - σαν καλοκαιρινό - πότε ξέπνοο, σαν εξαϋλωμένο.
Εξαϋλωμένο από τις βιτσιές του ανέμου καθ' οδόν, μέχρι να φτάσει στον λόφο Πανί του Αλίμου. Κι ύστερα να γλιστρήσει από εκεί κατρακυλώντας στη θάλασσα του Πειραιά θαμπό, φορτωμένο ξεχασμένες σκιές, σα σβησμένες τοιχογραφίες του χθες στη γενέθλια γη μου.
Σκιές που γίνονται πλάσματα, δέντρα, σπίτια, στιγμές και εικόνες αλλοτινές, που μου κρατούν συντροφιά ως το βράδυ. Η χειμωνιάτικη καλοκαιριά της Αθήνας εξαφανίζεται μαγικά κι αρχίζει να φυσά μακεδονικός βαρδάρης.
Φυσά μέσα απ' τους λόγγους και τις ρεματιές του χωριού μας κρατώντας ανθρώπους και ζωντανά στα σπίτια τους. Μαύρα κι ανήσυχα γίδια, βουβάλια και αγελάδες, καθοδηγούμενα από τσομπανόσκυλα και βοσκούς, επιστρέφουν στα χειμαδιά τους μετά από σύντομη στάση στο σχολικό εκκλησάκι της Γέννησης που είναι αθέατο στους πολλούς, χαμένο στα δέντρα σαν ''καλοσύνη που κρύβεται'' την ώρα που δύει ο ήλιος.
Η αίσθηση των δικών μου ένα γύρο με γεμίζει γλυκιά ταραχή και με κάνει να χαλαρώνω σιγά σιγά μπροστά στην αγάπη και τη ζεστασιά των ματιών τους. Νιώθω στα πόδια μου την υγρή μουσούδα του Κανελή να με γαργαλάει. Απλώνω το χέρι μου και χαϊδεύω απαλά τη γουνίτσα του βλέποντας να μου δείχνει με απανωτά ρουθουνίσματα το ευχάριστο σάστισμά του.
Μπροστά μου ανοίγεται ξαφνικά ο ανηφορικός δρόμος που οδηγεί στο σχολικό πευκοδάσος και τη μεγάλη αυλή με το σπίτι του δασκάλου. Στέκομαι λαχανιασμένη στην κορυφή του υψώματος και κάνω μεταβολή για να χαζέψω από ψηλά την χειμωνιάτικη ομορφιά μπροστά μου.
Τα χωριατόσπιτα με τις κεραμοσκεπές και τον γκρίζο καπνό στις καμινάδες που έκαναν δαχτυλίδια στον αέρα, τα χαγιάτια με τις νεροκολοκύθες που κρέμονταν με το παραμικρό φύσημα του αέρα και τα μαγαζάκια της δημοσιάς τα οποία στέκονταν το ένα δίπλα στο άλλο σα φιλενάδες που βγήκαν κυριακάτικη βόλτα.
Ένα πουλί ακούγεται απ' το καμπαναριό του Αη-Θανάση. Διαλαλεί τις Άγιες μέρες των Χριστουγέννων τεντώνοντας τον μακρύ πέτρινο λαιμό του με την καινούρια καμπάνα του. Θέλω να μπω μαζί με τον κόσμο, να λειτουργηθώ μέρες που είναι. Στο γοργοκύλισμα όμως του χρόνου παρασύρομαι.
Αφήνω πίσω μου τις φωνές των μικρών συμμαθητών, που ανεβάζουν σε υψηλά ημιτόνια έκτασης τις χορδές τους ψάλλοντας τα χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, και παίρνω βαθιές ανάσες αέρα μυρωμένες από ρετσίνι.
Στρέφω το βλέμμα μου στο πευκοδάσος κι ύστερα το σηκώνω στον ουρανό. Πυκνό χιόνι πέφτει και στοιβάζεται απ' τον αέρα εδώ κι εκεί σαν μπουγάδα. Χαμογελώ.
''Τέτοιες μέρες έπεφτε πάντα πυκνό χιόνι, που στοιβαζόταν απ' τον αέρα εδώ κι εκεί'', σκέφτομαι νοσταλγικά. ''Παίζαμε χιονοπόλεμο στην αυλή του σχολείου και συναγωνιζόμασταν για το ποιος θα φτιάξει τον καλύτερο χιονάνθρωπο. Το χιόνι τριζοβολούσε κάτω απ' τα πόδια μας σα στρωμένο χαλίκι κι εμείς το απολαμβάναμε τραγουδώντας:
''Χειμώνιασε κι η λαγκαδιά
εγέμισ' από χιόνι.
Χιόνι στην αυλή
έπεσε πολύ
τρέμω και παγώνω, μάνα μου,
πω πω τι θα γενώ...''.
Όταν ερχόταν πάλι, η 6η Ιανουαρίου (των Θεοφανείων), πηγαίναμε μικροί και μεγάλοι να λειτουργηθούμε στην εκκλησία κι ύστερα να γίνουμε μάρτυρες της ιεροτελεστίας του καθαγιασμού των υδάτων στον Γαλλικό ποταμό.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, ο παπα Βαγγέλης (με όλα του τα άμφια και το σταυρό στο χέρι, τον καντηλανάφτη στα δεξιά και δυο ψαλτάδες πίσω του περιστοιχισμένους από παιδιά ντυμένα αγγελάκια με εξαπτέρυγα στα χέρια) άνοιγε δρόμο μέσα στον κόσμο καλώντας μας να τον ακολουθήσουμε ''εν πομπή'' στην κατηφόρα προς το ποτάμι.
Σαν φτάναμε εκεί, άρχισε να ψέλνει με τη στεντόρεια φωνή του το ''Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε'' και πετούσε τον ασημένιο σταυρό του (δεμένο μ' ένα λεπτό σχοινάκι στην άκρη, για να μη χαθεί) στα παγωμένα νερά δίνοντας το σινιάλο στους βουτηχτάδες, όσο εμείς μπαίναμε στη σειρά για να τον προσκυνήσουμε.
Την 7η Ιανουαρίου του Νέου Έτους, γιορτάζαμε στην εκκλησία τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, αυτόν τον ρακένδυτο άγιο που βλέπαμε στο ιερό τέμπλο να βαφτίζει τον Κύριο στον Ιορδάνη. Έτσι μυσταγωγικά έκλεινε το Άγιο Δωδεκαήμερο, μέχρι να βαφτιστεί ο Χριστός και να φύγουν τα δαιμόνια από κοντά μας.
Τα δαιμονικά της ελληνικής παράδοσης (καλικάντζαροι, καλκατζήδες, καρκάτζαλοι, κωλοβελόνηδες και λοιποί), που έμπαιναν επιτακτικά στη ζωή μας ξεστομώντας άσεμνες φράσεις μες στο μεθύσι τους και φέρνοντας τα πάνω κάτω πάνω κάτω στον κόσμο και την καθημερινότητά του.
Τα πάνω κάτω γιατί τα τερατάκια που έβγαιναν απ' τα σπλάχνα της γης τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων -- είτε ως συνεχιστές των μεταμφιέσεων των Βυζαντινών (από τα μέσα της πρώτης χιλιετηρίδας μέχρι και τον 7ο αι, μ Χ, κατά τις γιορτινές εκδηλώσεις των Βοϊών και των Καλενδώνν) είτε ως απομεινάρια Σατύρων του Πάνα και Καβειρίων δαιμόνων των διαφόρων διονυσιακών τελετών ή ως μορμολύκεια [πανάσχημοι γέροι/γριές] που κατέγραφαν τον έντιμο βίο των χριστιανών κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Γιορτών [25 Δεκεμβρίου της Θείας Γέννησης - 6 Ιανουαρίου της Θείας Βάπτισης] -- γίνονταν μεγάλο βάσανο για όλους μας.
Μεγάλο βάσανο για τις ζημιές που προκαλούσαν στον κόσμο μέχρι τη μέρα της βάπτισης του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό, οπότε εξαφανίζονταν (πριν απ' το πρώτο λάλημα του πετεινού) δίνοντας τέλος στα ξόρκια, τις γητειές και το θυμίαμα των ανθρώπων...
Η ψυχή μου γεμίζει ασυναίσθητα από γαλήνη, συγκίνηση αγνότητα και μακαριότητα στην ανάμνηση των χριστουγεννιάτικων ημερών της παιδικής αθωότητας και γίνεται ένα με εκείνη των καθαγιασμένων μέσα στο χρόνο ηρώων του Παπαδιαμάντη.
Οι σκιές γύρω μου πάλλονται, τρεμοπαίζουν σα φλόγες κεριών κι ύστερα φεύγουν μια μια την ώρα που σουρουπώνει. Όταν πέφτω να κοιμηθώ, νιώθω ανάλαφρη γιατί κρατώ μέσα μου τα φωτεινά χρώματα της ζωής μέσα απ' το φως ενός άλλου κόσμου. Ενός κόσμου που σφράγισε ευεργετικά τις παιδικές αναμνήσεις μου με τα Άγιο Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων!
Κρινιώ Καλογερίδου
Εξαϋλωμένο από τις βιτσιές του ανέμου καθ' οδόν, μέχρι να φτάσει στον λόφο Πανί του Αλίμου. Κι ύστερα να γλιστρήσει από εκεί κατρακυλώντας στη θάλασσα του Πειραιά θαμπό, φορτωμένο ξεχασμένες σκιές, σα σβησμένες τοιχογραφίες του χθες στη γενέθλια γη μου.
Σκιές που γίνονται πλάσματα, δέντρα, σπίτια, στιγμές και εικόνες αλλοτινές, που μου κρατούν συντροφιά ως το βράδυ. Η χειμωνιάτικη καλοκαιριά της Αθήνας εξαφανίζεται μαγικά κι αρχίζει να φυσά μακεδονικός βαρδάρης.
Φυσά μέσα απ' τους λόγγους και τις ρεματιές του χωριού μας κρατώντας ανθρώπους και ζωντανά στα σπίτια τους. Μαύρα κι ανήσυχα γίδια, βουβάλια και αγελάδες, καθοδηγούμενα από τσομπανόσκυλα και βοσκούς, επιστρέφουν στα χειμαδιά τους μετά από σύντομη στάση στο σχολικό εκκλησάκι της Γέννησης που είναι αθέατο στους πολλούς, χαμένο στα δέντρα σαν ''καλοσύνη που κρύβεται'' την ώρα που δύει ο ήλιος.
Η αίσθηση των δικών μου ένα γύρο με γεμίζει γλυκιά ταραχή και με κάνει να χαλαρώνω σιγά σιγά μπροστά στην αγάπη και τη ζεστασιά των ματιών τους. Νιώθω στα πόδια μου την υγρή μουσούδα του Κανελή να με γαργαλάει. Απλώνω το χέρι μου και χαϊδεύω απαλά τη γουνίτσα του βλέποντας να μου δείχνει με απανωτά ρουθουνίσματα το ευχάριστο σάστισμά του.
Μπροστά μου ανοίγεται ξαφνικά ο ανηφορικός δρόμος που οδηγεί στο σχολικό πευκοδάσος και τη μεγάλη αυλή με το σπίτι του δασκάλου. Στέκομαι λαχανιασμένη στην κορυφή του υψώματος και κάνω μεταβολή για να χαζέψω από ψηλά την χειμωνιάτικη ομορφιά μπροστά μου.
Τα χωριατόσπιτα με τις κεραμοσκεπές και τον γκρίζο καπνό στις καμινάδες που έκαναν δαχτυλίδια στον αέρα, τα χαγιάτια με τις νεροκολοκύθες που κρέμονταν με το παραμικρό φύσημα του αέρα και τα μαγαζάκια της δημοσιάς τα οποία στέκονταν το ένα δίπλα στο άλλο σα φιλενάδες που βγήκαν κυριακάτικη βόλτα.
Ένα πουλί ακούγεται απ' το καμπαναριό του Αη-Θανάση. Διαλαλεί τις Άγιες μέρες των Χριστουγέννων τεντώνοντας τον μακρύ πέτρινο λαιμό του με την καινούρια καμπάνα του. Θέλω να μπω μαζί με τον κόσμο, να λειτουργηθώ μέρες που είναι. Στο γοργοκύλισμα όμως του χρόνου παρασύρομαι.
Αφήνω πίσω μου τις φωνές των μικρών συμμαθητών, που ανεβάζουν σε υψηλά ημιτόνια έκτασης τις χορδές τους ψάλλοντας τα χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, και παίρνω βαθιές ανάσες αέρα μυρωμένες από ρετσίνι.
Στρέφω το βλέμμα μου στο πευκοδάσος κι ύστερα το σηκώνω στον ουρανό. Πυκνό χιόνι πέφτει και στοιβάζεται απ' τον αέρα εδώ κι εκεί σαν μπουγάδα. Χαμογελώ.
''Τέτοιες μέρες έπεφτε πάντα πυκνό χιόνι, που στοιβαζόταν απ' τον αέρα εδώ κι εκεί'', σκέφτομαι νοσταλγικά. ''Παίζαμε χιονοπόλεμο στην αυλή του σχολείου και συναγωνιζόμασταν για το ποιος θα φτιάξει τον καλύτερο χιονάνθρωπο. Το χιόνι τριζοβολούσε κάτω απ' τα πόδια μας σα στρωμένο χαλίκι κι εμείς το απολαμβάναμε τραγουδώντας:
''Χειμώνιασε κι η λαγκαδιά
εγέμισ' από χιόνι.
Χιόνι στην αυλή
έπεσε πολύ
τρέμω και παγώνω, μάνα μου,
πω πω τι θα γενώ...''.
Όταν ερχόταν πάλι, η 6η Ιανουαρίου (των Θεοφανείων), πηγαίναμε μικροί και μεγάλοι να λειτουργηθούμε στην εκκλησία κι ύστερα να γίνουμε μάρτυρες της ιεροτελεστίας του καθαγιασμού των υδάτων στον Γαλλικό ποταμό.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, ο παπα Βαγγέλης (με όλα του τα άμφια και το σταυρό στο χέρι, τον καντηλανάφτη στα δεξιά και δυο ψαλτάδες πίσω του περιστοιχισμένους από παιδιά ντυμένα αγγελάκια με εξαπτέρυγα στα χέρια) άνοιγε δρόμο μέσα στον κόσμο καλώντας μας να τον ακολουθήσουμε ''εν πομπή'' στην κατηφόρα προς το ποτάμι.
Σαν φτάναμε εκεί, άρχισε να ψέλνει με τη στεντόρεια φωνή του το ''Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε'' και πετούσε τον ασημένιο σταυρό του (δεμένο μ' ένα λεπτό σχοινάκι στην άκρη, για να μη χαθεί) στα παγωμένα νερά δίνοντας το σινιάλο στους βουτηχτάδες, όσο εμείς μπαίναμε στη σειρά για να τον προσκυνήσουμε.
Την 7η Ιανουαρίου του Νέου Έτους, γιορτάζαμε στην εκκλησία τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, αυτόν τον ρακένδυτο άγιο που βλέπαμε στο ιερό τέμπλο να βαφτίζει τον Κύριο στον Ιορδάνη. Έτσι μυσταγωγικά έκλεινε το Άγιο Δωδεκαήμερο, μέχρι να βαφτιστεί ο Χριστός και να φύγουν τα δαιμόνια από κοντά μας.
Τα δαιμονικά της ελληνικής παράδοσης (καλικάντζαροι, καλκατζήδες, καρκάτζαλοι, κωλοβελόνηδες και λοιποί), που έμπαιναν επιτακτικά στη ζωή μας ξεστομώντας άσεμνες φράσεις μες στο μεθύσι τους και φέρνοντας τα πάνω κάτω πάνω κάτω στον κόσμο και την καθημερινότητά του.
Τα πάνω κάτω γιατί τα τερατάκια που έβγαιναν απ' τα σπλάχνα της γης τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων -- είτε ως συνεχιστές των μεταμφιέσεων των Βυζαντινών (από τα μέσα της πρώτης χιλιετηρίδας μέχρι και τον 7ο αι, μ Χ, κατά τις γιορτινές εκδηλώσεις των Βοϊών και των Καλενδώνν) είτε ως απομεινάρια Σατύρων του Πάνα και Καβειρίων δαιμόνων των διαφόρων διονυσιακών τελετών ή ως μορμολύκεια [πανάσχημοι γέροι/γριές] που κατέγραφαν τον έντιμο βίο των χριστιανών κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Γιορτών [25 Δεκεμβρίου της Θείας Γέννησης - 6 Ιανουαρίου της Θείας Βάπτισης] -- γίνονταν μεγάλο βάσανο για όλους μας.
Μεγάλο βάσανο για τις ζημιές που προκαλούσαν στον κόσμο μέχρι τη μέρα της βάπτισης του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό, οπότε εξαφανίζονταν (πριν απ' το πρώτο λάλημα του πετεινού) δίνοντας τέλος στα ξόρκια, τις γητειές και το θυμίαμα των ανθρώπων...
Η ψυχή μου γεμίζει ασυναίσθητα από γαλήνη, συγκίνηση αγνότητα και μακαριότητα στην ανάμνηση των χριστουγεννιάτικων ημερών της παιδικής αθωότητας και γίνεται ένα με εκείνη των καθαγιασμένων μέσα στο χρόνο ηρώων του Παπαδιαμάντη.
Οι σκιές γύρω μου πάλλονται, τρεμοπαίζουν σα φλόγες κεριών κι ύστερα φεύγουν μια μια την ώρα που σουρουπώνει. Όταν πέφτω να κοιμηθώ, νιώθω ανάλαφρη γιατί κρατώ μέσα μου τα φωτεινά χρώματα της ζωής μέσα απ' το φως ενός άλλου κόσμου. Ενός κόσμου που σφράγισε ευεργετικά τις παιδικές αναμνήσεις μου με τα Άγιο Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων!
Κρινιώ Καλογερίδου