Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Ζώρζης Δρομοκαΐτης! Ο εθνικός ευεργέτης που πουλήθηκε σε σκλαβοπάζαρο...

 
Τι σχέση μπορεί να έχει το «Δρομοκαΐτειο» με τη Σφαγή της Χίου από τους Τούρκους; Φαινομενικά καμία. Τα «παιχνίδια» της ζωής, ωστόσο, είναι τέτοια που οι ιστορίες ενώνονται και φτιάχνουν τα καλύτερα σενάρια. Πρωταγωνιστής στην ιστορία που διαβάσετε ο...  

 
Ζώρζης Δρομοκαΐτης. Χιώτης έμπορος και εθνικός ευεργέτης η κληρονομιά του οποίου φτάνει μέχρι τις ημέρες μας.
Και να σκεφτεί κανείς πως ο άνθρωπος αυτός, μετά τη Σφαγή της Χίου από τους Τούρκους τον Μάρτιο του 1822 πουλήθηκε σαν σκλάβος στην Κωνσταντινούπολη. Το ότι γλίτωσε επειδή τον αγόρασε ένας θείος του είναι μια ακόμα λεπτομέρεια της συγκλονιστικής, σχεδόν κινηματογραφικής ζωής του.
Δούλος σε σκλαβοπάζαρο στην Κωνσταντινούπολη
Ο Γεώργιος Δρομοκαΐτης γεννήθηκε στον Κάμπο της Χίου το 1805. Η καταγωγή του ήταν αριστοκρατική και συγκεκριμένα από τον βυζαντινό οίκο των Δερμοκαϊτη. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης πολλά μέλη του οίκου έφυγαν και μετοίκησαν στη Χίο. Εκεί γεννήθηκαν και οι γονείς του.
Ο νεαρός Ζώρζης, όπως ήταν ευρύτερος γνωστός, έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του σε ένα περιβάλλον που δεν του έλειπε σχεδόν τίποτα. Ο πατέρας του ήταν ένας από τους πιο γνωστούς εμπόρους της εποχής και έτσι υπήρχε μια σχετική οικονομική άνεση.
Όλα άλλαξαν, όμως, με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821. Η φωτιά του πολέμου από τον Μοριά και τη Ρούμελη σύντομα εξαπλώθηκε παντού και έφτασε μέχρι και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Εκείνη την εποχή στη Χίο το ελληνικό στοιχείο κυριαρχούσε. Οι Χιώτες, δαιμόνιοι έμποροι και διπλωμάτες, είχαν καταφέρει να αποκτήσουν από τον Σουλτάνο πολλά προνόμια. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως η αστική τάξη του νησιού κάθε άλλο παρά ήθελε μια επανάσταση η οποία θα τους «ξεβόλευε».
Στις 10 Μαρτίου 1822, ωστόσο, ο Σάμιος Λυκούργος Λογοθέτης έφτασε στο νησί με 1.500 άνδρες, ξεσήκωσε τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα και επιτέθηκε στους Τούρκους. Όταν τα νέα του ξεσηκωμού έφτασαν στον Σουλτάνο εκείνος εξοργίστηκε καθώς θεώρησε πως οι Χιώτες του φέρθηκαν με αχαριστία καθώς εκείνος τους είχε παραχωρήσει τόσα πολλά δικαιώματα που ήταν... σχεδόν ελεύθεροι!
Ο Σουλτάνος έδωσε εντολή στον αντιναύαρχο Καρά-Αλή πασά να καταπλεύσει στη Χίο και να την ισοπεδώσει. Αυτό που ακολούθησε σόκαρε τους πάντες όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Πυρπολήθηκε σχεδόν ολόκληρο το νησί ενώ υπολογίζεται ότι από τους 117.000 χριστιανούς κατοίκους της Χίου, 42.000 σφαγιάστηκαν, 50.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι και 23.000 διέφυγαν προς τις επαναστατημένες περιοχές της Ελλάδας και τη Δυτική Ευρώπη.
Κατά τη διάρκεια της κόλασης που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι στο νησί, ο πατέρας του Ζώρζη Δρομοκαΐτη, Ιάκωβος, ένας από τους πιο επιφανείς προύχοντες, συνελήφθη από τους Τούρκους και απαγχονίστηκε. Ο νεαρός Ζώρζης ήταν ανάμεσα σε εκείνους τους 50.000 Έλληνες που πιάστηκαν αιχμάλωτοι.
Μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη ώστε να πουληθεί ως δούλος σε ένα από τα πιο γνωστά σκλαβοπάζαρα. Εκεί, για καλή του τύχη, βρέθηκε ένας θείος του, ο Μιχαήλ Αγέλαστος, ο οποίος όταν είδε πως ο ανιψιός του κινδυνεύει να πουληθεί σαν σκλάβος, έδωσε ένα μεγάλο ποσό προκειμένου να τον αγοράσει εκείνος!
Ο Ζώρζης Δρομοκαΐτης γλίτωσε από το σκλαβοπάζαρο των Τούρκων αλλά, πλέον, η ζωή του δεν ήταν ίδια. Οι δικοί του άνθρωποι είχαν χαθεί με τρόπο φρικτό, οι Τούρκοι τους είχαν αρπάξει ολόκληρη την περιουσία και έτσι ο νεαρός Χιώτης έπρεπε στην κυριολεξία να ξεκινήσει από το μηδέν αφού δεν του είχε απομείνει τίποτα.
Στα πρώτα του βήματα τον βοήθησε ο θείος του αλλά και εκείνος δεν μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα, δεδομένου πως μιλάμε για μια περίοδο που η Επανάσταση είχε «φουντώσει» και οι Τούρκοι έκαναν δύσκολη τη ζωή των Ελλήνων.
Ο Ζώρζης Δρομοκαΐτης αναγκάστηκε να δουλέψει σαν παραγιός σε διάφορα καταστήματα και οικογένειες προκειμένου να κάνει ένα νέο ξεκίνημα. Και κάπου εκεί, «ξυπνάει» μέσα του το εμπορικό... δαιμόνιο που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του.
Δεινός έμπορος και εθνικός ευεργέτης
Όταν άρχισε να πρωτοδουλεύει, ο Ζώρζης Δρομοκαΐτης, χρησιμοποιούσε τα λιγοστά χρήματα που κέρδιζε, μόνο για να τρώει και να αγοράζει τα άκρως απαραίτητα ρούχα. Καμία σπατάλη. Έκανε «αιματηρές» οικονομίες.
Βασικός του στόχος ήταν να συγκεντρώσει ένα μικρό κεφάλαιο με το οποίο θα ξεκινούσε δειλά – δειλά να κάνει εμπόριο όπως του είχε διδάξει ο πατέρας του. Με την πάροδο των χρόνων, ο Ζώρζης Δρομοκαΐτης, άρχισε να ζει από το εμπόριο και να συγκεντρώνει όλο και περισσότερα χρήματα.
Όταν, πλέον, είχε δημιουργήσει «όνομα» και είχε κάνει τις απαραίτητες διασυνδέσεις αποφάσισε να επεκταθεί και στη Μέση Ανατολή! Ουσιαστικά αυτή ήταν μια απόφαση που άλλαξε τη ζωή του.
Πρώτα στο Λίβανο και στη Συρία. Στη συνέχεια στην Αίγυπτο και έπειτα στη Γαλλία.
Ο Ζώρζης Δρομοκαΐτης έκανε το ένα «άνοιγμα» μετά το άλλο. Η τύχη που τόσο τον δυσκόλεψε στα πρώτα του χρόνια, πλέον, του χάριζε απλόχερα ότι εκείνος διεκδικούσε. Σύντομα είχε γίνει ένας από τους πλέον ευκατάστατους και γνωστούς εμπόρους.
Στη Βηρυτό, ο Δρομοκαΐτης γνώρισε και τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Την Τάρση, αδελφή του σημαντικού Χιώτη εμπόρου Σταμάτη Φραγκόπουλου.
Οι δυο τους έζησαν έναν πολύ δυνατό έρωτα έχοντας φτιάξει το σπίτι τους στη Μασσαλία. Τότε, η Τάρση εμφάνισε έντονα σημάδια ψυχικής νόσου. Εκείνη την εποχή, βέβαια, η διάγνωση (και άρα η πιθανή θεραπεία) ήταν κάτι εξαιρετικά δύσκολο.
Ο Δρομοκαΐτης αποφάσισε να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Αρχικά πήγαν στη Χίο όπου η Τάρση δεχόταν τις περιποιήσεις των συγγενών της. Ο Ζώρζης Δρομοκαΐτης συνέχισε να κάνει ταξίδια και να ασχολείται με το εμπόριο και όσο πιο συχνά μπορούσε επέστρεφε στην Ελλάδα προκειμένου να μένει με τη σύζυγό του.
Η κατάσταση της υγείας της, ωστόσο, ολοένα και χειροτέρευε και έτσι οι γονείς της, την έστειλαν στην Αθήνα προκειμένου να «νοσηλευτεί» στο «Σωφρονιστήριον» ή «Φρενοκομείον» που λειτουργούσε τότε στη Μονή Δαφνίου. Ο όρος «νοσηλευτεί» μπήκε σε εισαγωγικά επειδή μόνο νοσηλεία δεν ήταν αυτό. Καταγραφές της εποχής αναφέρουν πως οι ασθενείς κλείνονταν σε κάτι μικρά σπιτάκια που έμοιαζαν με σκυλόσπιτα και «ζούσαν» εκεί δεμένοι μέχρι να πεθάνουν.
Όταν κάποια στιγμή ο Ζώρζης Δρομοκαΐτης επέστρεψε στην Ελλάδα και ενημερώθηκε για τα όσα είχαν συμβεί πήγε να δει την αγαπημένη του γυναίκα. Η εικόνα της τον συνέτριψε. Ήρθε άμεσα σε επαφή με τη διοίκηση του «Φρενοκομείου» και άρχισε να κάνει μικρές χορηγίες προκειμένου να βελτιώσει τη ζωή των ασθενών.
Όσο περνούσε ο καιρός, ωστόσο, η κατάσταση της συζύγου του χειροτέρευε. Η Τάρση μετά από σύντομη μάχη πέθανε. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, με δεδομένο, μάλιστα, πως δεν είχαν αποκτήσει παιδιά, ο Ζώρζης Δρομοκαΐτης αφοσιώθηκε στο εμπόριο αλλά και στις αγαθοεργίες.
Όσο μεγαλύτερη περιουσία έκανε, τόσο μεγαλύτερα ήταν και τα ποσά που έδινε σε διάφορα ιδρύματα. Έδωσε 300.000 δραχμές στο γυμνάσιο της Χίου, 25.000 στο Λωβοκομείο (Λεπροκομείο), 25.000 υπέρ της Φιλοπτώχου Αδελφότητος, 100.000 στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, 40.000 στον Σύλλογο των Κυριών υπέρ της γυναικείας εκπαιδεύσεως και 40.000 στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού.
Η μεγαλύτερη δωρεά, ωστόσο, ήταν αυτή που ήρθε μέσα από τη διαθήκη του και αφορούσε την ίδρυση ενός νοσοκομείου για τους ψυχικά ασθενείς που, τουλάχιστον, θα τους παρείχε αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης.
«Επιθυμώ δια των ολίγων χρημάτων, άτινα μοι έδωκεν ο Θεός, να κάμω κατά το παρόν δύο έργα, τα οποία υποθέτω χρήσιμα διά τους ομογενείς μου και αναγκαία είς την Πατρίδα ημών. Επιθυμώ να συστήσω εν ιδιωτικόν Φρενοκομείον εις τας Αθήνα», έγραψε στη διαθήκη του μαζί με μία παράκληση: :«Σας παρακαλώ το Φρενοκομείον να ονομασθεί με το όνομά μου και το της μακαρίας συζύγου μου, ήτοι να ονομασθεί Φρενοκομείον Ζωρζή και Ταρσής Δρομοκαΐτη ή Πάφιλα».
Ο Δρομοκαΐτης κατέθεσε 500.000 φράγκα στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Από αυτά οι 300.000 ήταν όχι για τη δημιουργία αλλά για να παραμείνουν στην τράπεζα ώστε από τους τόκους να συντηρείται οικονομικά το ίδρυμα!: «Οι δε τόκοι δια να χρησιμεύσουν εις τας προς διατήρησιν έξοδα, ήτοι μισθούς Ιατρών, Διευθυντού, νοσοκόμων και υπηρετών», έγραφε στη διαθήκη. Οι υπόλοιπες 200.000 δρχ. αξιοποιήθηκαν στην αγορά του οικοπέδου και την κατασκευή του ιδρύματος.
Το «Φρενοκομείον Ζωρζή και Ταρσής Δρομοκαΐτου» ξεκινά τη λειτουργία του την 1η Οκτωβρίου 1887. Περίπου επτά χρόνια μετά το θάνατο του Ζώρζη Δρομοκαΐτη, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 20 Δεκεμβρίου 1880.