Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Οι Τρεις Ιεράρχες: Φάροι Παιδείας και Πολιτισμού


ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ

Το κράτος που δημιούργησε ο Μέγας Κωνσταντίνος τον 4ο αι μΧ μετεξελίσσοντας την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε Βυζαντινή με έδρα την Κωνσταντινούπολη, είχε δύο χαρακτηριστικά που... 

 
 
το κατέστησαν ισχυρό προπύργιο της Ευρώπης και φάρο πολιτισμού για όλη την ανθρωπότητα με ηθική βάση τον Χριστιανισμό.

Χάρη σ' αυτά τα χαρακτηριστικά του έζησε χίλια και πλέον έτη ανακόπτοντας - με σκληρούς, επίμονους και επίπονους αγώνες - την πορεία των Ασιατών προς τη Δύση, προσφέροντας παράλληλα την ύψιστη ευεργεσία στην ανθρωπότητα με τη διαφύλαξη του πνευματικού θησαυρού της ελληνικής αρχαιότητας. Θησαυρού που έθεσε στην υπηρεσία της Ευρώπης προς το τέλος της ιστορικής παρουσίας του (1453), όταν κόντευε να λήξει ο Μεσαίωνας (476 - 1492 μ. Χ).

Τα ακροσύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αποδείχθηκαν, τελικά, σύνορα υπεράσπισης της Δύσης, κι ας πήγαν να τη ρημάξουν οι Σταυροφόροι της (βλ. Φραγκοκρατία/''Λατινική Αυτοκρατορία Κωνσταντινούπολης'', 1204-1261).

Κυματοθραύστης υπεράσπισής της, πάνω στον οποίο ξέσπαγαν την βαρβαρότητά τους τα άγρια κύματα των Ασιατών και των ισλαμιστών φονταμενταλιστών της Ανατολής, οι οποίοι την απειλούν περιοδικά μέχρι και σήμερα. Κυματοθραύστης υπεράσπισης και του Χριστιανισμού απέναντι στους διώκτες του (εθνικούς/παγανιστές/ειδωλολάτρες/αιρετικούς).

Οι δρόμοι για τη διάδοση του Χριστιανισμού - με εξαίρεση τη διετία βασιλείας του αυτοκράτορα Ιουλιανού του ''Παραβάτη'' ή ''Αποστάτη'' (361-363, κατά τους όρους της Εκκλησίας λόγω αποσκίρτησής του απ' τον Χριστιανισμό και προσπάθειάς του να αναβιώσει την Ειδωλολατρία) - άνοιξαν τον 4ο αι. μ Χ, στα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Α' (324-337).

Επί ημερών του Μεγάλου και Αγίου Κωνσταντίνου (όπως επονομάστηκε), άρχισε η προσπάθεια δημιουργίας (πρωτογενούς) χριστιανικής τέχνης και φιλολογίας με πρωτοβουλία μεγάλων μορφών του Χριστιανισμού, όπως ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας (Άγιος ) Αθανάσιος, ο εκ Μιλάνου (Άγιος) Αμβρόσιος, ο Δαλματός (Άγιος) Ιερώνυμος και οι τρεις Ιεράρχες της Ορθοδοξίας:

Ο Μέγας Βασίλειος (με πολύτιμο συνεργάτη τον ισάξιας μόρφωσης αδελφό του, επίσκοπο Νύσσης Γρηγόριο) - αμφότεροι με καταγωγή από την Καισάρεια του Πόντου - ο Δαλματός Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ή Θεολόγος (αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης τον 4ο αι) και ο Έλληνας Αντιοχέας ρήτορας (''χρῡσορρήμων''), συγγραφέας και οικουμενικός δάσκαλος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πατέρας και ιεράρχης της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Οι τρεις Ιεράρχες, λαμπρά δείγματα της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας, ενστάλαξαν - με τη θαυμαστή δράση και την υπέροχη διδασκαλία τους τα νάματα της ορθόδοξης πίστης, της χριστιανικής αγάπης και της ενάρετης ζωής (βάσει της θείας διδασκαλίας του Ιησού) και πέτυχαν στο έργο τους, γιατί ήταν αδαμάντινοι χαρακτήρες, αφοσιωμένοι σ' αυτόν.

Ιεράρχες αποφασιστικοί και βαθυστόχαστοι, με όραμα τη διάδοση της ορθόδοξης πίστης και την καθοδήγηση των ανθρώπων στο δρόμο του καθήκοντος και της αρετής. Πέραν αυτού, θεμελίωσαν την ελληνοχριστιανική φιλοσοφία, εμβάθυναν στα προβλήματα της εποχής τους και έκαναν γνωστές (στους πιστούς που τους άκουγαν, τους διάβαζαν και τους ακολουθούσαν) τις ιδέες των μεγάλων αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων (Σωκράτη, Πλάτωνα, Αριστοτέλη) για τον Θεό, τον άνθρωπο και τον κόσμο.

Θέματα που είχαν απασχολήσει και τους Νεοπλατωνικούς φιλοσόφους του 4ου αιώνα (Πλωτίνο, Πορφύριο [''μαθητής'' του οποίου ήταν ο Ιουλιανός ο ''Παραβάτης''), Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα, Πρόκλο, Ιάμβλιχο, Ηλιόδωρο κλπ).

Έτσι άρχισαν να διαγράφονται, ως θεμέλια της ελληνοχριστιανικής φιλοσοφίας, νέοι τρόποι θεώρησης της ύπαρξης και της ζωής, οι οποίοι έβαζαν στο τραπέζι την εκτίμηση ότι ο Θεός (δια του Θεανθρώπου Υιού Του) αποκτά προσωπική υπόσταση διαμορφώνοντας κλίμα επικοινωνίας και σχέσεων με τους ανθρώπους.

Οι άνθρωποι στον Χριστιανισμό ''διοικούνται'' ουσιαστικά από τη Θεία Πρόνοια, η οποία παίρνει προσωπικό χαρακτήρα για τον καθένα. Επιμελείται, ουσιαστικά, όλου του κόσμου και των ανθρώπων εξατομικευμένα επενδύοντας στην ψυχή, η οποία - κατά τη χριστιανική θεώρηση - είναι πνευματική, αθάνατη, και κρύβει μέσα της την έμφυτη ελευθερία. Ως εκ τούτου, ο άνθρωπος νοείται ως ελεύθερη πνευματική προσωπικότητα με προορισμό να αποτελέσει μέρος της επουράνιας βασιλείας.

Η ελευθερία του ανθρώπου τροχοδρομεί στην ιδέα του Θεανθρωπισμού και της δημιουργίας του κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του Θεού. Κι αυτό όχι μόνο τον ανυψώνει ποιοτικά, αλλά και τον ωθεί να επανακτήσει την εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους και τον εαυτό του, ενώ παράλληλα βελτιώνει και την αισιοδοξία του για την μελλοντική προοπτική του.

Αυτές οι υψηλές ιδέες του Χριστιανισμού ευνόητο ήταν να προκαλέσουν μεγάλη αναστάτωση στον ειδωλολατρικό κόσμο, τον οποίο ουσιαστικά καταργούσε με τις διδαχές του Χριστού και των μαθητών του. Διδαχές περί ισότητας των ανθρώπων, πρόνοιας υπέρ των αδυνάτων, των φτωχών και των ασθενών, μέριμνας και ιερότητας της οικογένειας, προσανατολισμού προς τις πνευματικές και όχι τις υλικές αξίες και απολαύσεις, ανασυγκρότησης της οικογένειας πάνω σε υγιείς, ενάρετες βάσεις κλπ.

Διδαχές σοφές, παρηγορητικές και ευοίωνες για το παρόν και μέλλον του ανθρώπου, τις οποίες περνούσαν στον κόσμο οι τρείς Ιεράρχες εργαζόμενοι παράλληλα για τη βαθμιαία αναμόρφωση και ανάπλαση της κοινωνίας.

Κάτι που πέτυχαν επιδεικνύοντας μέριμνα για όλους τους τομείς της δημόσιας και ιδιωτικής δραστηριότητας των ανθρώπων. Μέριμνα για την απονομή δικαιοσύνης και ίσων ευκαιριών στην Εκπαίδευση, για την αγωγή των παιδιών μέσα από την ανασυγκρότηση των οικογενειών τους, για εκδηλώσεις της ζωής συνδεδεμένες με τα ήθη και έθιμα κατά τόπους κλπ.

Η συμβολή των τριών μεγάλων Ιεραρχών στην νίκη του Χριστιανισμού και τη θεμελίωση του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους και πολιτισμού ήταν εξόχως αποδοτική και θεόπνευση, γιατί μετουσίωσαν στην πράξη την ιδέα της αγάπης και καταπολέμησαν τις αιρέσεις που υπέσκαπταν την ορθόδοξη πίστη.

''Πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν...'', λέει - μεταξύ άλλων - το Απολυτίκιό τους. Και αξίζει, πράγματι, να τιμήσουμε σήμερα τον καθένα απ' τους τρεις Ιεράρχες ξεχωριστά.

Τον υπέρμαχο κήρυκα της Ορθοδοξίας επίσκοπο Καισαρείας, αρχικά - Μέγα Βασίλειο (330-379) - ο οποίος, με όπλα τη γνώση και την πίστη, καταπολέμησε αποφασιστικά την αίρεση του Αρειανισμού (πρώτη μεγάλη δογματική απειλή [4ος αι] για την επίσημη χριστιανική θρησκεία, την οποία ακολούθησαν οι αιρέσεις του Νεστοριανισμού και του Μονοφυσιτισμού, απάντηση στις οποίες έδωσαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι της Κωνσταντινούπολης (381), της Εφέσου (431) και της Χαλκηδόνας (451).

Αποτέλεσμα αυτού ήταν να στείλει ο οπαδός του Αρείου (λιβυκής καταγωγής Θεολόγου, πρεσβύτερου στην εκκλησία της Βαυκαλίδος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου) βασιλιάς Ουάλης - προς συμμόρφωσή του Βασίλειου - τον αξιωματούχο του Μόδεστο, για να σταματήσει τον αγώνα του αγίου της χριστιανικής εκκλησίας με φυλακή, βασανιστήρια, δήμευση της περιουσίας του και εξορία.

Όμως η πίστη, η αποφασιστικότητα και το θάρρος του αρχιεπισκόπου Καισαρείας ανάγκασαν τον Μόδεστο να φύγει άπρακτος. Έτσι ο Βασίλειος επέστρεψε νικητής στον ασκητικό βίο, την ποιμαντορική δράση και τις φιλανθρωπικές δραστηριότητές του.

Μοίρασε την περιουσία του στον φτωχό λαό που υπέφερε από τον λιμό ο οποίος ενέσκηψε στην Καισάρεια το 368 και ίδρυσε πτωχοκομεία, βρεφοκομεία και γηροκομεία για τους φτωχούς του τόπου του (βλ. ''Βασιλειάδα''), όπου έβρισκαν καταφύγιο οι ανήμποροι και οι πεινασμένοι.

Παράλληλα έγραφε πραγματείες για τους νέους, όπου τους προέτρεπε - μεταξύ άλλων - να μιμούνται τη στάση του Οδυσσέα απέναντι στις Σειρήνες (τους πειρασμούς) και την επιλεκτική συμπεριφορά των μελισσών, οι οποίες παίρνουν από τα άνθη την ολόγλυκια γύρη κι όχι το τοξικό δηλητήριο.

Σ' ένα από τα συγγράμματά του αυτά, μάλιστα (''Ἐννέα ὁμιλίαι εἰς Ἑξαήμερον ''), ο Μέγας Βασίλειος αποδεικνύει ότι ήταν και έξοχος φυσιολάτρης, αλλά και άριστος γνώστης των φυσιογνωστικών έργων του φιλοσόφου του 4ου αι. π Χ, Αριστοτέλη. Τέλος, σε άλλα του έργα δείχνει το βάθος της θεολογικής σκέψης του για την ύπαρξη του Θεού.

Κάτι που χαρακτήριζε και τον δεύτερο από τους τρεις Ιεράρχες. Τον Έλληνα Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό ή Θεολόγο (329-390), αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος υπήρξε ''ο πιο ταλαντούχος ρήτορας μεταξύ των Πατέρων της Εκκλησίας και ένας κλασικά εκπαιδευμένος ομιλητής και φιλόσοφος του Ελληνισμού''.

Είχε πάρει το προσωνύμιο, μάλιστα, ''Τριαδικός Θεολόγος'', γιατί ο λόγος του για τον Τριαδικό Θεό είχε αντίκτυπο στους Ελληνόφωνους και Λατινόφωνους Θεολόγους. Το ίδιο σημαντικά ήταν και τα έργα του (Δογματικά, Ηθικά, Ιστορικά, Επιγράμματα, Λόγοι), τα οποία αποδεικνύουν την μεγάλη του μόρφωση, την πίστη, το πάθος του για την αλήθεια και την αγάπη του για την Εκκλησία και τους υπηρετούντες αυτήν.

Κάτι που φαίνεται στην επιστολή του προς τον επίσκοπο Δοαρών Καππαδοκίας (σημ. Μαλακοπής) Ευλάλιο, στον οποίο υπενθυμίζει την κύρια αποστολή κάθε κληρικού: ''Το απολωλός εκζήτει, το ασθενές ενίσχυε, το ισχυρόν φύλασσε''. Απόδειξη της θρησκευτικής του πειθαρχίας και της συγγραφικής του βαθύτητας και δεξιοτεχνίας, που - σε συνδυασμό με τη ρητορική του δεινότητα και την ατσάλινη πίστη του - έγιναν αιτία να ονομαστεί ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός ''Θεολόγος''.

Τρίτος, αλλά εξίσου σημαντικός Ιεράρχης με τους άλλους δύο της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας (και ο μόνος που φοίτησε σε Θεολογική Σχολή) ήταν ο Νομικός, Φιλόσοφος. Ρήτορας και σεπτός Έλληνας Πατριάρχης εξ Αντιοχείας Χρυσόστομος (398).

Ο ''Ιερός Χρυσόστομος'' (''τῷ τὴν γλῶτταν χρυσορρήμονι, '', όπως λέει το Απολυτίκιο των τριών τους) ήταν ''πνευματικός κολοσσός'' στην επικοινωνία. γιατί συνδύαζε το χάρισμα της ποιητικότητας του λόγου με τη δύσκολη τεχνική του ρυθμού, του παραλληλισμού, της ισχυρής επιχειρηματολογίας και του λεκτικού πλούτου που ήταν ανάλογος του διανοητικού.

Όλα αυτά αναδεικνύονται και στα συγγραφικά έργα του (Λόγοι. πραγματείες, ομιλίες, επιστολές κλπ), τα οποία κινούνταν παράλληλα με την φιλανθρωπική του δράση και το ποιμαντικό έργο του λαοφιλή Χρυσόστομου. όπως την περιγράφουν ο επίσκοπος Θεοδώρητος και ο Νικόδημος ο Αγιορείτης.

Περιγραφές χαρακτηριστικές για τον ''ενάρετο και πολυπαθή Άγιο'', ο οποίος προσπαθούσε να αναμορφώσει την κοινωνία συνιστώντας στους γονείς πώς θα αναθρέψουν τα παιδιά τους. Περιγραφές που παρουσιάζουν τους αγώνες του για εξυγίανση των εκκλησιαστικών θεμάτων, παράλληλα με την άοκνη κήρυξη του θείου λόγου.

Λόγου ο οποίος, κάποια στιγμή, έφτασε να στηλιτεύει με δριμύτητα τν πολυδάπανη και γεμάτη ακολασίες ζωή των πλουσίων και αυλικών Βυζαντινών, όπως και της ίδιας της αυτοκράτειρας Ευδοξίας (συζύγου του αυτοκράτορα Αρκάδιου [γιου του Μεγάλου Θεοδοσίου] και μητέρα του Θεοδοσίου Β'), εξοργίζοντάς την σε τέτοιο βαθμό, ώστε να στείλει τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο δύο φορές εξορία...

Την τελευταία φορά, μάλιστα, δεν πρόλαβε να φτάσει φρουρούμενος στον τόπο της εξορίας του (Κόμανα της σημερινής Τουρκίας). Ταλαιπωρημένος από τις κακουχίες και την έντονη ασκητική του ζωή, αρρώστησε βαριά και πέθανε καθ' οδόν (407), για να ανακηρυχθεί στη συνέχεια ο θείος Χρυσόστομος ''Άγιος'' από όλους (από την Ορθόδοξη Εκκλησία, την Καθολική και τα Λουθηρανικά και Αγγλικανικά δόγματα).

Υπενθυμίζω, καταληκτικά, ότι η Χριστιανική Εκκλησία τιμά στις 30 Ιανουαρίου από κοινού τους τρεις Μεγάλους Πατέρες και Οικουμενικούς Δασκάλους (Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο και Ιωάννη τον Χρυσόστομο). Εορτασμός που καθιερώθηκε από τα μέσα του 11ου αι. (βασιλεία Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου στο Βυζάντιο [1000-1055], με εισήγηση του λόγιου και μητροπολίτη Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα), γιατί ήταν υπερμαχοι του τριαδικού δόγματος, έδωσαν τέλος στον φατριασμό που σοβούσε στο σώμα της εκκλησίας και συνέβαλαν στην καίρια αντιμετώπιση των αιρέσεων.

Σημειωτέον ότι στη χώρα μας οι τρεις Ιεράρχες τιμώνται ως προστάτες της Εκπαίδευσης και των Γραμμάτων την 30η Ιανουαρίου κατ' έτος. Καθιέρωση που εισηγήθηκε το 1841 το ακαδημαϊκό συμβούλιο του Οθωνείου Πανεπιστημίου (νυν Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών), ενώ άρχισε να ισχύει από το επόμενο έτος (1842) ως εκπαιδευτική γιορτή.

Εκπαιδευτική γιατί - εκτός από εκκλησιαστικό - έχει και εκπαιδευτικό χαρακτήρα, καθώς οι εξέχουσες αυτές προσωπικότητες της Χριστιανοσύνης αγάπησαν τα γράμματα και τον πολιτισμό των αρχαίων Ελλήνων. Διακρίθηκαν ως μεγάλοι δάσκαλοι και σπουδαίοι ρήτορες. Κέρδισαν την αγάπη του λαού με τη σοφία, την καλοσύνη, το φιλανθρωπικό και εκπαιδευτικό έργο τους.

Έγιναν φωτεινό παράδειγμα για τους νέους και τους δασκάλους τους, γιατί - πέρα απ' την κοινωνική προσφορά τους στους ανθρώπους, τον ασκητικό βίο και τον συγγραφικό άθλο τους - ανάλωσαν τη ζωή τους στον αγώνα της αρετής και της συνύπαρξης της Ορθοδοξίας με τα γράμματα, τη σοφία και την ελληνική παιδεία, η οποία αποκτά ιδιαίτερη αξία όταν συνδυάζεται με την αγωγή, την ευσέβεια, την αρετή και την χριστιανική πίστη!

Κρινιώ Καλογερίδου