Τρίτη 11 Μαρτίου 2025

Ευρωπαϊκή ανασφάλεια και προβληματισμός Αθήνας λόγω Τραμπ και Τουρκίας


ΑΡΘΡΟ

Μπορεί στην επικαιρότητα εντός των συνόρων να είχε πρωτεύουσα θέση τις μέρες αυτές η συζήτηση στη Βουλή για την πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης (την οποία υπέβαλαν ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Πλεύση Ελευθερίας και Νέα Αριστερά, με αφορμή το προ διετίας σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών), αλλά...   


 

η Ευρώπη περί άλλων τυρβάζει όπως απέδειξε η έκτακτη Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες (6/3/'25).

Σύνοδος στην οποία προσήλθαν οι ηγέτες των 27 κρατών-μελών με ζητούμενα την ευρωπαϊκή Άμυνα, τη θέση της ΕΕ στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, το μέλλον των διαπραγματεύσεων με τον Ζελένσκι (βλ. μηνύματα υποστήριξης της Ουκρανίας) και την ενίσχυση της Ευρώπης.

Την ενίσχυση της Ευρώπης σε θέματα ασφαλείας και μεγαλύτερης αμυντικής αυτονομίας από τις ΗΠΑ, μετά τα απανωτά σοκ τα οποία επέφερε στην Γηραιά Ήπειρο ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, στην προσπάθειά του ''να καταστρέψει την ΕΕ και να τη χτίσει απ' την αρχή στα μέτρα του'' (Politico).

Προφανώς, το κλίμα στρατιωτικής υποστήριξης των ΗΠΑ προς την Ουκρανία εξανεμίστηκε απ' τη στιγμή της επανόδου στον Λευκό Οίκο του Ντόναλντ Τραμπ. Επανόδου που αιφνιδίααε την Ευρωπαϊκή Ένωση και την εκτός αυτής Βρετανία.

Τη Βρετανία που μπήκε στο στόχαστρο του Βλαντιμίρ Πούτιν- από την αρχή του ρωσο-ουκρανικού πολέμου (24/2/΄22) μαζί με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γιατί τροφοδοτούσαν από κοινού εξοπλιστικά την Ουκρανία η οποία ανθίστατο με τη βοήθεια της ΕΕ και της Αμερικής του Τζο Μπάιντεν.

Της Αμερικής που μεταλλάχθηκε πλέον, λόγω Τραμπ, κόβοντας κάθε εξοπλιστική υποστήριξη στην Ουκρανία, όπως και την παροχή πληροφοριών προς αυτήν ''τυφλώνοντας'' τα οπλικά της συστήματα (απίστευτο ''δώρο'' στον Πούτιν), ενώ έβαλε στο περιθώριο την ιστορική εταίρο των ΗΠΑ Ευρώπη...

Αλλαγή πολιτικής ταυτισμένη με απαξίωση της τελευταίας, αφού την έθεσε εκτός των συζητήσεων για το Ουκρανικό ο Αμερικανός Πρόεδρος περιορίζοντας την επίλυσή του σε υπόθεση μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να καταλήξει η Γηραιά Ήπειρος ουραγός των εξελίξεων και χαμένη από χέρι στο γεωπολιτικό παιχνίδι.

Λόγος που έδωσε το δικαίωμα στην Τουρκία (πάντα ετοιμοπόλεμη διπλωματικά και με αποδεδειγμένη την ικανότητα του Προέδρου της να επωφελείται των ευκαιριών και να ελίσσεται) να επαναφέρει, ως στρατηγική προτεραιότητα, την ''παγωμένη'' ουσιαστικά υποψηφιότητα της χώρας του για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Να την επαναφέρει με τον ισχυρισμό ότι ''Η ασφάλεια της Ευρώπης χωρίς την Τουρκία είναι αδιανόητη'', όπως είπε ο Πρόεδρός της, χωρίς να πάρει ωστόσο απάντηση (αν και η Τουρκία προθυμοποιήθηκε να αναλάβει ρόλο ειρηνοποιού, μετά από επαφές Ερντογάν-Ζελένσκι και με την προσδοκία του πρώτου να εκμαιεύσει - διά της διπλωματικής οδού - το ''πράσινο φως'' από Ρωσία και ΗΠΑ).

Σε κάθε περίπτωση, όμως, το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων ήταν επικεντρωμένο στην ανάγκη των κρατών μελών-μελών να ξεπεράσουν τις εσωτερικές διαφωνίες στην ΕΕ και να κοιτάξουν πώς θα εξασφαλίσουν πόρους και θα επιμερίσουν τα οικονομικά φορτία για την Άμυνά της λόγω εγκατάλειψή της απ' την Αμερική και της αυξανόμενης ρωσικής απειλής εκ δεξιών της.

Υπό το πνεύμα αυτό, άλλωστε - πνεύμα ευρωπαϊκής συλλογικότητας και συνευθύνης - ο μεν Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν πρότεινε γαλλική πυρηνική ομπρέλα ασφάλειας πάνω από την Ευρώπη (πρόταση που έγινε θετικά αποδεκτή από αρκετές χώρες), ο δε Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης πέρασε στο ΕΛΚ τα τολμηρά μέτρα ασφάλειας χαρακτηρίζοντας ''αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης'' κατά την προσέλευσή του στην έκτακτη Σύνοδο κορυφής των Βρυξελλών (6/3/'25).

Αυτονομία που αφήνει αδιάφορη την Τουρκία, αν κρίνουμε από τη δήλωση του ΥΠΕΞ της Χακάν Φιντάν (στην από κοινού συνέντευξή του στην Άγκυρα με τον Ισπανό ομόλογό του Χοσέ Μανουέλ Αλμπάρες) ότι η χώρα του δεν αναπτύσσει σχέσεις με την ΕΕ ως συλλογική πολιτική οντότητα, αλλά με επιμέρους κράτη-μέλη της.

Κι αυτό είναι λογικό, γιατί η στάση της Τουρκίας (''και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ'') μετεωρίζεται μεταξύ του ΝΑΤΟ (ΗΠΑ, συνεκδοχικά) και της Ρωσίας, χωρίς να ταυτίζεται με την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στηρίζεται στην εξισορρόπηση ανάμεσα στην ουδέτερη στάση της στο Ουκρανικό (χάρη στην οποία η Τουρκία κατήγαγε μεγάλη διπλωματική νίκη, αφού ο Ζελένσκι ζήτησε την παρουσία της Άγκυρας στις συνόδους της Ε.Ε αναγορεύοντάς την εγγυήτρια δύναμη της Ουκρανίας), τη διάθεσή της να επενδύσει στην ασφάλεια της Ευρώπης (με παράλληλη ενεργοποίηση του παλιού κεκτημένου της υπό ένταξη χώρας), την προθυμία της να στείλει ειρηνευτικό στρατό στην Ουκρανία, την προώθηση της νεο-οθωμανικής πολιτικής της ''Γαλάζιας Πατρίδας και τη σχέση αμοιβαιότητας με ΗΠΑ-Ρωσία, αν και η δεύτερη δείχνει να είναι ενοχλημένη για τη δράση των Τούρκων στη Συρία, χωρίς προσυνεννόηση Ερντογάν-Πούτιν.

Όμως αυτά δεν ενδιαφέρουν την Ελλάδα και την Ευρώπη. Την Ευρώπη που μοιάζει χαμένη και ανασφαλής μετά την άρση από τον Τραμπ της αρχιτεκτονικής ασφάλειας η οποία την κάλυπτε από το 1945, τέλος Β' ΠΠ). Άρση που τορπιλίζει και τις διμερείς σχέσεις των κρατών-μελών της με τις ΗΠΑ.

Παρ' όλα αυτά,, παρά τα βάρη που επωμίζεται η Κομισιόν (τα επόμενα χρόνια πρέπει να επιβαρυνθεί με 800 δις ευρώ για την Άμυνα με άντληση μάλλον από κοινωνικές δαπάνες [κίνδυνος υπονόμευσης κοινωνικής συνοχής, εκτός κι αν εκδώσει ευρωομόλογο]), η ΕΕ συμφώνησε ομόφωνα τη συνέχιση στρατιωτικής στήριξης στην Ουκρανία - κατά την έκτακτη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών - με εξαίρεση την Ουγγαρία του Όρμπαν, η οποία άσκησε βέτο στη συνέχιση της στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, χωρίς όμως να επηρεάσει αυτό την απόφαση των 26 κρατών-μελών.

Να σημειωθεί ότι τον Φεβρουάριο του τρέχοντος χρόνου η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε τον μη υπολογισμό των στρατιωτικών δαπανών στα κρατικά ελλείμματα (ρήτρα διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες). Κάτι ιδιαίτερα θετικό για τη χώρα μας, που από καιρό το ζητούσε .

Και το ζητούσε επίμονα δια του Έλληνα πρωθυπουργού (ο οποίος ήδη προανήγγειλε ότι ετοιμάζεται στο ΥΠΑΜ εξοπλιστικό πρόγραμμα 12ετίας), για να ανοίξει ο δρόμος στην αγορά περισσότερων οπλικών συστημάτων χωρίς περικοπές από δαπάνες με κίνδυνο να μπει η χώρα μας σε δημοσιονομικές περιπέτειες, δεδομένου ότι πληρώνει το 3% του ΑΕΠ της για τα εξοπλιστικά.

Ως εκ τούτου, θα έχουμε ένα πρόβλημα λιγότερο στα θέματα Άμυνας. Όμως παρ' όλα αυτά, σοβεί ήδη ένα μεγαλύτερο. Αυτό που αφορά την Εξωτερική πολιτική μας, την ώρα μάλιστα που υπάρχει αναβρασμός στην εσωτερική πολιτική σκηνή και την κοινωνία λόγω Τεμπών...

Πρόβλημα που κρύβεται στο ερώτημα: ''Υφίσταται η ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία (2022) - μετά την εκλογή νέου, αναθεωρητή πλανητάρχη, ο οποίος ανέχεται ή προωθεί την αλλαγή συνόρων με τη βία - ή είναι υπ' ατμόν ο ρόλος της Ελλάδας ως ''στρατηγικού εταίρου'' των ΗΠΑ;

Το παρήγορο είναι, βέβαια, ότι υπουργός Εξωτερικών στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ είναι ο Ρεπουμπλικανός Μάρκο Ρούμπιο, φίλος του φιλέλληνα Δημοκρατικού γερουσιαστή της Φλόριντα Μπόμπ Μενέντεζ (που εκτίει ποινή σήμερα).

Πριν τέσσερα χρόνια, μάλιστα - τότε που ο δημοκρατικός Μενέντεζ ήταν Πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της Γερουσίας - είχαν συνεργαστεί για να ''περάσουν'' την έγκριση μιας νέας νομοθεσίας η οποία προέβλεπε την ενίσχυση της αμυντικής εταιρικής σχέσης των Ηνωμένων Πολιτειών με την Ελλάδα.

Ωστόσο κανείς δεν ξέρει τι θα ισχύσει απ' όλα αυτά, με πρώτη την ελληνοαμερικανική Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA), που αναβάθμισε το αμυντικό σύμφωνο του 1990, έγινε ανανεώσιμη ανά 5ετία και φέρει την υπογραφή των ΥΠΕΞ Ελλάδας-ΗΠΑ (Δένδια-Μπλίνκεν, Στέιτ Ντιπάρτμεντ: αίθουσα Benjamin Franklin).

Κανείς δε ξέρει με βεβαιότητα, αν οι ΗΠΑ του Τραμπ θα εξακολουθήσουν να ενισχύουν το γεωπολιτικό και στρατηγικό τους αποτύπωμα στη χώρα μας προστατεύοντάς μας απ' την τουρκική βουλιμία, γιατί βλέπουμε ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος απαξιώνει την Ευρώπη και απομακρύνει από αυτήν στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας του στρέφοντας το γεωστρατηγικό ενδιαφέρον του στον Ειρηνικό και την Κίνα, ενώ - ως αναθεωρητής - έχει εκφράσει ήδη την επιθυμία να μεγαλώσει τη δική του χώρα προσαρτώντας σ' αυτήν τη δανέζικη Γροιλανδία, τον Παναμά και τον Καναδά.

Με τις κινήσεις αυτές (που ευθυγραμμίζουν τον Τραμπ της Αμερικής με τον Πούτιν της Ρωσίας και τον Ερντογάν της Τουρκίας) η Αθήνα προβληματίζεται δικαιολογημένα για το αν η Ελλάδα θα συμπεριληφθεί ή όχι στο γκρουπ ελάχιστων ευρωπαϊκών κρατών, στις οποίες θα συνεχίσουν να επενδύουν γεωστρατηγικά οι ΗΠΑ στο μέλλον διασφαλίζοντας την ειρήνη στην περιοχή μας.

Κι αυτό γιατί - ως κράτος-μέλος της ΕΕ και μετά την κοινή απόφαση των 26 εταίρων για στήριξη της Ουκρανίας (πλην της Ουγγαρίας του Όρμπαν, που έβαλε βέτο) - η Ελλάδα δε θα πάψει να είναι ενοχλητική στην εισβολέα Ρωσία και τον φίλο του Τραμπ Βλαντιμίρ Πούτιν.

Συνελόντι ειπείν, δεν αποκλείεται να έχει επιπτώσεις μια περαιτέρω σύσφιξη των ελληνοουκρανικών σχέσεων (με προσφορά περαιτέρω στρατιωτικής βοήθειας) στην ελληνοαμερικανική συμφωνία την οποία υπογράψαμε με τις ΗΠΑ - επί Τζο Μπάιντεν - τον Οκτώβριο του 2021.

Αν και η συμφωνία αυτή, είναι συμβατική δέσμευση. Είναι, δηλαδή, προορισμένη να ισχύει ανεξάρτητα από το ποιος είναι ένοικος στον Λευκό Οίκο. Επιπλέον, ο Έλληνας πρωθυπουργός (με αφορμή τη συζήτηση στην Προανακριτική, 7/3/'25) διαβεβαίωσε ότι θα υπερασπιστεί την ελληνοαμερικανική συμφωνία και θα προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα που έχουν να διαμορφωθεί.

Όμως η περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ είναι ''ιδιάζουσα'' περίπτωση Προέδρου των ΗΠΑ και γι' αυτό είναι άγνωστο το πώς θα αντιμετωπιστούν οι σχεδιασμοί Αθήνας και Λευκωσία από τον Αμερικανό πλανητάρχη...

Κρινιώ Καλογερίδου