Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Ο 28χρονος που εκτελέστηκε ως ο «Δράκος του Σέιχ Σου»: «Μανούλα μου γλυκιά είμαι αθώος»


Το χρονικό της υπόθεσης

«Μανούλα μου γλυκιά είμαι αθώος, αθώος, αθώος…» ήταν τα τελευταία λόγια που κατάφερε να εκστομίσει...  


 

ο 28χρονος Αριστείδης Παγκρατίδης πριν πέσει νεκρός από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος της Χωροφυλακής στις 07:06 το πρωί της 16ης Φεβρουαρίου 1968.

Η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε στο δάσος του Σέιχ Σου, εκεί που φέρεται να διέπραξε τα ειδεχθή εγκλήματα για τα οποία τον καταδίκασε εις θάνατον το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων.

Όλο το προηγούμενο διάστημα τόσο ο Τύπος όσο και οι Αρχές, τον αποκαλούσαν «Δράκο του Σέιχ Σου» και έτσι έχει μείνει στα αστυνομικά χρονικά. Ωστόσο τα αποδεικτικά στοιχεία δεν πείθουν ότι τελικά αυτός ήταν που σκότωνε και βίαζε ανυποψίαστα θύματα στο περιαστικό δάσος της συμπρωτεύουσας.

19.2.1959: Η πρώτη απόπειρα δολοφονίας με πέτρες κατά ζευγαριού

Όλα είχαν ξεκινήσει το πρωινό της 19ης Φεβρουαρίου 1959 όταν ένας μαθητής δημοτικού σχολείου στην περιοχή Άγιος Παύλος της Θεσσαλονίκης, ψάχνοντας να βρει την μπάλα με την οποία έπαιζε ποδόσφαιρο με τους φίλους του, αντίκρυσε ένα αποκρουστικό θέαμα. Πολύ κοντά στον δρόμο, στα πρώτα δέντρα του δάσους, κείτονταν αιμόφυρτα τα σώματα ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Είχαν δεχθεί επίθεση με πέτρες και ήταν βαριά τραυματισμένοι. Ακόμη ανέπνεαν.


Η παγωνιά που επικρατούσε μέσα στη νύχτα, είχε σταματήσει την αιμορραγία τους. Θύματα ήταν ο 33χρονος λεβητοποιός Αθανάσιος Παναγιώτου και η συνομήλική του Ελεωνόρα Βλάχου. Ο δράστης τους είχε ληστέψει ενώ η κοπέλα αν και είχαν σκιστεί τα ρούχα της, δεν έφερε ίχνη ασελγούς πράξεως.


6.3.1959: Ζευγάρι εντοπίζεται χτυπημένο μέχρι θανάτου από πέτρες

Δεκαπέντε ημέρες αργότερα, το βράδυ της 6ης Μαρτίου ο 31χρονος ίλαρχος Κώστας Ραΐσης και η 21χρονη φίλη του Ευδοξία Παληογιάννη δέχονται ανάλογη επίθεση στην περιοχή της Μίκρας. Άγνωστος τους επιτίθενται με πέτρες και τους σκοτώνει. Ακολούθως τους ληστεύει, αλλά δεν σταματάει εκεί.

Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση ο άνδρας έφερε πάνω από είκοσι συντριπτικά κατάγματα στο κεφάλι αλλά η νεαρή εκτός από τα πολλαπλά χτυπήματα στο κρανίο διαπιστώνεται πως «εις τα ανοικτά σκέλη της υπάρχουν ίχνη πελμάτων και γονάτων ατόμου γονατίσαντος διά διενέργειαν πράξεως σεξουαλικής».

Μετά και το δεύτερο περιστατικό, η τοπική κοινωνία είναι ανάστατη ενώ η Επιτροπή Δημόσιας Ασφάλειας του Νομού Θεσσαλονίκης επικηρύσσει «τον άγνωστον δράστην ή δράστας» ή τους δράστες με 100.000 δραχμές. Τα χρήματα θα τα έπαιρνε όποιος έδινε επαρκείς πληροφορίες που θα οδηγούσαν σε σύλληψη. Παρ’ όλα αυτά τα χτυπήματα συνεχίζονται.


3.4.1959: Δολοφονία (πάλι με πέτρες) στο Δημοτικό Νοσοκομείο




Νωρίς το βράδυ της 3ης Απριλίου ένας άνδρας πηδάει τη μάντρα του Δημοτικού Νοσοκομείου (του σημερινού νοσηλευτικού ιδρύματος «Άγιος Δημήτριος» και εισέρχεται χωρίς να γίνει αντιληπτός σε ένα μικρό οίκημα που χρησιμοποιούνταν ως κατάλυμα του προσωπικού. Εκεί κοιμόταν η ράπτρια και φοιτήτρια νοσοκόμα Μελπομένη Πατρικίου της οποίας αφαιρεί τη ζωή, πάλι με πέτρα στο κεφάλι.

Κατά τη φυγή του από το σπιτάκι μπαίνει ανυποψίαστη η νοσοκόμα – μαία Φανή Τσαμπάζη. Ο δολοφόνος επιχειρεί να τη σκοτώσει και αυτή, αλλά το θύμα προβάλλει αντίσταση και βάζει τις φωνές με αποτέλεσμα ο άγνωστος να τραπεί σε φυγή.

Όλοι είναι σοκαρισμένοι. Μέσα σε περίπου ενάμιση μήνα έχουν δεχθεί επίθεση 6 άτομα, εκ των οποίων τα τρία πέθαναν, δύο χαροπάλευαν (και ευτυχώς έζησαν) και ένα δεν πρόλαβε να χτυπηθεί. Στης γειτονιές της Θεσσαλονίκης, κάθε άτομο με αποκλίνουσα συμπεριφορά θεωρείται ύποπτο από τους γύρω του.

Πολίτες φθάνουν στο σημείο να καταγγέλλουν τον γείτονά τους με τον οποίο έχουν τσακωθεί, πως αυτός μπορεί να είναι ο «Δράκος του Σέιχ Σου», ενώ στο αστυνομικό τμήμα προσάγονται δεκάδες ύποπτοι, από «ματάκηδες» μέχρι χασικλήδες. Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί είναι και το γεγονός ότι ο εισαγγελέας Θεσσαλονίκης διατάσσει την απαγόρευση δημοσίευσης οποιασδήποτε σχετικής είδησης στον Τύπο προκειμένου να ηρεμήσει κάπως η κατάσταση.


Ο Παγκρατίδης επιχειρεί να βιάσει μια 12χρονη σε ορφανοτροφείο

Περνούν σχεδόν πέντε χρόνια από τότε, χωρίς να βρεθεί κανένα επιβαρυντικό στοιχείο για τον δράστη αλλά και χωρίς να υπάρξει νέο χτύπημα. Τα γεγονότα έτειναν να ξεχαστούν. Μέχρι το πρωί του Σαββάτου 7 Δεκεμβρίου 1963. Εκείνη την ημέρα οι Αρχές συλλαμβάνουν στον σπίτι του, στα Γερμανικά της Άνω Τούμπας, τον 23χρονο Αριστείδη Παγκρατίδη.

Μέσα στη νύχτα, εκεί γύρω στις 03:00 π.μ., είχε εισέλθει κρατώντας μια πέτρα, στους κοιτώνες του ορφανοτροφείου «Μέγας Αλέξανδρος» και είχε αποπειραθεί να ασελγήσει εις βάρος ενός 12χρονου κοριτσιού, της Αικατερίνης Σούρλα. Οι φωνές του τρομαγμένου παιδιού όμως ξεσήκωσαν τις άλλες οικότροφες και έτσι έτρεξε να φύγει. Πήδηξε τη μάντρα αλλά τον είδε τυχαία ένας εισπράκτορας λεωφορείου που προσπάθησε να τον σταματήσει. Δεν κατέστη εφικτό.

Ωστόσο ο αυτόπτης μάρτυρας ειδοποίησε αμέσως τη Χωροφυλακή που εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό του. Ένας αστυφύλακας θυμήθηκε ότι λίγες ώρες πριν, είχε δει έναν 23χρονο να τριγυρνάει ύποπτα γύρω από το ορφανοτροφείο και του είχε ζητήσει τα στοιχεία. Έτσι, ήταν θέμα χρόνου η σύλληψή του.

Σεσημασμένος από τα εφηβικά χρόνια

Ο Παγκρατίδης ήταν ήδη γνωστός στην Αστυνομία. Ως έφηβος είχε κλέψει ένα ποδήλατο, έπειτα είχε πιαστεί για άλλες μικροκλοπές (π.χ. το 1955 είχε αφαιρέσει 120 δραχμές από το κυλικείο του γηπέδου της ομάδας του ΠΑΟΚ που τότε έπαιζε στο γήπεδο Σιντριβανίου, εκεί που βρίσκεται σήμερα το κτίριο της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, στην περιοχή της Πανεπιστημιούπολης), για κατοχή και χρήση χασίς, για ηδονοβλεπτική συμπεριφορά και επιθέσεις σε νεαρά κορίτσια και αγόρια.

Όπως είπε κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, το προηγούμενο βράδυ ήταν μεθυσμένος και γύρω στη μια το πρωί κατέληξε στην οικία ομοφυλόφιλου φίλου του με σκοπό να έρθουν σε σεξουαλική επαφή. Δεν έμεινε όμως για πολύ εκεί.

Επιστρέφοντας προς το σπίτι του, πέρασε από το ορφανοτροφείο και όπως ανέφερε στην απολογία του «θυμήθηκα ότι διάφοροι φίλοι μου, μου είχαν αποκαλύψει ότι έχουν φιλενάδες τρόφιμους […] και ότι μπαίνουν τη νύχτα σε αυτό, πηδώντας από τον μανδρότοιχο και τις συναντούν. Μου ήρθε, τότε, η επιθυμία να βρω κι εγώ να κοπέλα να την πλανέψω».

Ο τρόπος που έδρασε ο Παγκρατίδης, συνδέθηκε αυτομάτως με τον «Δράκο του Σέιχ Σου».

Τις επόμενες ώρες και μέρες, κι ενώ βρίσκεται απομονωμένος στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, θα κληθούν να τον αναγνωρίσουν οι επιζώντες των επιθέσεων αλλά δεν θα μπορέσουν να αποφανθούν με βεβαιότητα. Ωστόσο μετά από εξαντλητική ανάκριση στις 11 Δεκεμβρίου του 1963 (τέσσερις ημέρες μετά τη σύλληψή του) θα ομολογήσει τα εγκλήματα για τα οποία τον κατηγορούν.

Η είδηση θα δημοσιοποιηθεί στον Τύπο την 15η Δεκεμβρίου καθώς στο μεσοδιάστημα ο συλληφθείς προβαίνει σε αναπαραστάσεις των εγκλημάτων. Την επόμενη μέρα όμως, παρουσία των συνηγόρων του, ο Παγκρατίδης αναιρεί ενώπιον του εισαγγελέα τις ομολογίες του, υποστηρίζοντας ότι αυτές προήλθαν μετά από απειλές για τη ζωή του και σωματική πίεση.

«Κανένα από τα εγκλήματα […] δεν παραδέχομαι ότι έχω κάνει. […] Και θέλω όλος ο κόσμος να με πιστέψει ότι είμαι αθώος» αναφέρει.

Μάλιστα στους δικηγόρους του ανέφερε πως ούτε η επίθεση στο ορφανοτροφείο δεν έγινε έτσι όπως την δημοσιοποίησε η Αστυνομία.

Συγκεκριμένα είπε ότι: «στις 9 το βράδυ της μέρας που λένε πως ομολόγησα με βάλανε σε ένα δωμάτιο που έσταζε νερό. Μετά με πήγαν σε ένα άλλο δωμάτιο όπου μου έδωσαν να φάω ένα παξιμάδι μόνο.

Εκεί με κράτησαν όρθιο ως τις 10 το πρωί. Ζητούσα νερό και δεν μου δίνανε. “Πες μας, μου έλεγαν, ότι είσαι ο δράκος και θα σου δώσουμε”… Στο μεταξύ από τη δίψα κόντεψα να τρελαθώ.

Ώσπου μια στιγμή δεν άντεξα. “Δώστε μου νερό, και θα σας πω ότι θέλετε” είπα».

Τις έξι ημέρες που κράτησε η ανάκριση ήπιε κατά δήλωσή του μόνο δυο ποτήρια νερό και ένα ποτήρι τσάι και έφαγε τέσσερις φέτες ψωμί, τρία σάντουιτς, ένα πιάτο πατάτες και ένα πιάτο σπανακόρυζο.

Θορυβημένες οι δικαστικές αρχές από όσα έλεγαν οι δικηγόροι στους δημοσιογράφους και δημοσιεύονταν στις εφημερίδες, απαγορεύουν από τις 18 Δεκεμβρίου και μετά, οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά ή φωτογραφία σχετικά με την υπόθεση αυτή σε όλες τις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας.


Η δίκη για απόπειρα βιασμού



Στις 5 Οκτωβρίου του 1964 και ενώ η τακτική ανάκριση για τις δολοφονίες στο δάσος του Σέιχ Σου δεν είχε ακόμα τελειώσει, ο κρατούμενος στις φυλακές του Επταπυργίου, δικάζεται στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης για την απόπειρα βιασμού κατά της ανήλικης οικότροφης του ορφανοτροφείου «Μέγας Αλέξανδρος», ένδεκα μήνες νωρίτερα.

Οι φίλοι του Παγκρατίδη κατέθεσαν ότι τις προηγούμενες ώρες ήταν όλοι μαζί σε μια ταβέρνα, όπου ήπιανε ρετσίνα, και όταν χωρίσανε, ο Αρίστος, όπως τον αποκαλούσαν, ήταν σε κατάσταση μέθης.

Αυτό ισχυρίστηκαν και οι δικηγόροι του, επιχειρώντας να πείσουν τους ενόρκους, ν’ αλλάξουν την κατηγορία από «απόπειρα βιασμού», σε «εξαναγκασμό σε ασέλγεια», κάτι το οποίο πέτυχαν.

Με βάση αυτήν την απόφαση το δικαστήριο του επέβαλλε ποινή κάθειρξης εννέα ετών, πενταετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και χρηματική αποζημίωση 7.000 δρχ. στο θύμα.

Ο Παγκρατίδης στην απολογία του είπε πως «όσα λένε για τα εγκλήματα είναι ψέματα. Δεν σκότωσα κανέναν εγώ. Παραδέχομαι ότι πήγα στο ορφανοτροφείο του «Μεγάλου Αλεξάνδρου» για να βιάσω καμμιά κοπέλα, αλλά γι’ αυτό φταίει το κρασί και το χασίς.

Αυτήν την πράξη την έκανα και το ομολογώ. Δεν σκότωσα όμως για να πάρω χρήματα. Από μικρό παιδί βασανίζομαι. Πουλούσα το σώμα μου για 10 δραχμές για να φάω. Πουλούσα το αίμα μου στον Ερυθρό Σταυρό για να πάρω λίγα χρήματα, για να φάω. Δεν είμαι εγκληματίας.

Αν ήθελα να γίνω εγκληματίας θα σκότωνα τον δολοφόνο του πατέρα μου που ζει σήμερα στο χωριό μας (σ.σ. στα Λαγκαδίκα Θεσσαλονίκης.

Ο πατέρας του, Χαράλαμπος, ήταν αξιωματικός του στρατού και δολοφονήθηκε το 1945 για πολιτικούς λόγους). Ομολογώ ότι έσφαλα. Έσφαλα πολύ. Και γι’ αυτό θέλω να με δικάσετε. Μέσα στη φυλακή είδα πολλά και κατάλαβα πολλά. Τώρα άλλαξα και γι’ αυτό θέλω να τιμωρηθώ».

Ξημερώματα της 7ης Οκτωβρίου το δικαστήριο τον καταδικάζει σε ποινή κάθειρξης 9 ετών διά «εξαναγκασμόν εις ασέλγειαν» και όχι για απόπειρα βιασμού. Οδηγείται και πάλι στο κελί αναμένοντας την εκδίκαση της άλλης, ακόμη πιο σοβαρής υπόθεσης, που αφορούσε τις ανθρωποκτονίες που κατηγορείται ότι διέπραξε ως ο «Δράκος του Σέιχ Σου».

Η δίκη για τα εγκλήματα στο Σέιχ Σου που έγινε σε Εφετείο.