Καθώς ο εορτασμός του Πάσχα πλησιάζει, αναρωτιέται κανείς τι νόημα τι ουσία και τι σημασία έχουν πλέον αυτές οι αργίες, αυτές οι εθιμοτυπίες, αυτές οι ευχές, αυτές καθ’ εαυτές οι γιορτές. Είναι...
απλώς μια εκδήλωση σεβασμού σε μια πλούσια παράδοση που σαν μνήμη πλέον μόνο ζει; Είναι η διάθεση για μια αλλαγή από τη μέγγενη της καθημερινότητας που προσφέρει το φολκλορικό στοιχείο των εορτών;
Το Πάσχα εορτάζουμε τον θρίαμβο της πίστης ενάντια στην κοσμική σοφία και ηθική. Εχθρός του Ιησού δεν ήταν οι ανήθικοι άνθρωποι -εκείνους τους αγκάλιασε γιατί ήταν εγγύετρα στη μετάνοια- αλλά οι ηθικοί, δηλαδή η νέα κοσμική ηθική που είχε το περικάλυμμα της ανθρώπινης εξουσίας και του κοινωνικού κύρους. Αυτό γίνεται φανερό αν θέσουμε μια απλή ερώτηση: Ποιος σκότωσε τελικά τον Ιησού; Σε ποιανού τα χέρια κρεμόταν η ζωή του Ιησού και ποιος ήταν ο μόνος που μπορούσε να τον γλιτώσει ή να τον θανατώσει;
Όπως γνωρίζετε ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Πόντιος Πιλάτος. Ο Ρωμαίος αυτός διοικητής αντιπροσωπεύει ακριβώς το ελληνορωμαϊκό πνεύμα, τον πραγματισμό και την πρακτική σοφία που φρονεί, ελίσσεται και προσαρμόζεται στα κελεύσματα όχι του Λόγου αλλά της λογικής που κανοναρχείται από τις απαιτήσεις του κόσμου. Ποιον ρώτησε ο Πιλάτος πριν δώσει την εντολή για τον θάνατο του Ιησού ή του Βαραββά; Τον κόσμο. Στο δίλημμα ανάμεσα στη συνείδηση του και την αποδοχή του κόσμου διάλεξε τον κόσμο.
Διόλου τυχαίο πως τη στάση του Πιλάτου στον Ιησού επαινεί ο ύστατος εκπρόσωπος του γερμανικού ρασιοναλισμού (όσο κι αν ήθελε να λέγεται πολέμιός του), φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε. Στη φράση του Πιλάτου «και τί έστιν αλήθεια;» ο φιλόσοφος διακρίνει το ελληνορωμαϊκό πνεύμα, που αμφιβάλλει, ερευνά, εξατάζει, φιλοσοφεί.
Αν όμως η σιγουριά είναι πάντα το ζητούμενο, ο άνθρωπος δε θα έκανε ποτέ ούτε ένα βήμα. Μας αρέσει να αμφιταλαντευόμαστε σε ερωτήματα και να αναβάλλουμε υποκρινόμενοι ότι δε βλέπουμε το προφανές και ζητάμε αποδείξεις γιατί δεν είμαστε ελεύθεροι αλλά δούλοι της σιγουριάς. Η αγάπη και η πίστη όμως έχουν σημασία μόνο όταν απουσιάζει η απόδειξη. Γι’ αυτό ο Ιησούς δεν δέχθηκε δια θαύματος να απελευθερωθεί από το Σταυρό. Δεν ήθελε το δέος και ο φόβος να εξαναγκάσουν τον άνθρωπο να πιστέψει, αλλά η αγάπη του και η ελευθερία της πίστης του στην ευεργετική αυτοθυσία του Ενός που αγαπάει πιο πολύ απ' όλους.
Όλες μας οι ενέργειες, από το να αρχίσουμε να περπατάμε μέχρι και το οποιοδήποτε εγχείρημα, είναι αδύνατες χωρίς την πίστη. Αδύνατο χωρίς την πίστη είναι και το άνθισμα της καρδιάς του ανθρώπου. Ο ευδαιμονισμός, ο αθεϊσμός, η τυφλή προσκόλληση στην επιστήμη, η μανία της κοινωνικής καταξίωσης, όλα αυτά -προεκτάσεις του ανθρώπινου εγωισμού και ναρκισσισμού- μοιραία δεν γεμίζουν τον άνθρωπο γιατί είναι τόσο εφήμερα όσο εφήμερος είναι και ο ίδιος. Ο τρόπος για να βρει ο άνθρωπος την ειρήνη και τον ήλιο μέσα του, είναι η στροφή στο αιώνιο και η ευθυγράμμιση των πράξεών του με το αιώνιο, γιατί μόνο έτσι οι πράξεις του δεν είναι μάταιες, μόνο εκεί το αποτύπωμα του διαρκεί και δεν σβήνει, μόνο εκεί αναπαύεται συμφιλιωμένος με τον θάνατο του.
Δείτε τους απλούς ανθρώπους, καταφέρνουν να είναι χαρούμενοι, φωτεινοί, ανθρώπινοι, όσο αδύναμοι και αβοήθητοι κι αν φαίνονται. Όσο η πίστη -ο εσωτερικός αρμός του πνεύματος- μένει ακέραια, μοιάζουν άτρωτοι. Κι αυτό χωρίς να είναι βέβαιοι για τίποτα. Γιατί πίστη δε σημαίνει βεβαιότητα, αλλά υπέρβαση της αβεβαιότητας προς το ευγενικότερο στοιχείο μέσα μας. Όσο οι πράξεις μας δεν εκκινούν από αυτή την πίστη, δεν λογοδοτούν στη συνείδηση, αλλά κατευθύνονται από τις κοσμικές απαιτήσεις και αξίες, το αποτέλεσμα θα είναι πάντα ο φόνος, η αμαρτία, η πτώση, το σκοτάδι.
Σίμων Κυρηναίος
Το Πάσχα εορτάζουμε τον θρίαμβο της πίστης ενάντια στην κοσμική σοφία και ηθική. Εχθρός του Ιησού δεν ήταν οι ανήθικοι άνθρωποι -εκείνους τους αγκάλιασε γιατί ήταν εγγύετρα στη μετάνοια- αλλά οι ηθικοί, δηλαδή η νέα κοσμική ηθική που είχε το περικάλυμμα της ανθρώπινης εξουσίας και του κοινωνικού κύρους. Αυτό γίνεται φανερό αν θέσουμε μια απλή ερώτηση: Ποιος σκότωσε τελικά τον Ιησού; Σε ποιανού τα χέρια κρεμόταν η ζωή του Ιησού και ποιος ήταν ο μόνος που μπορούσε να τον γλιτώσει ή να τον θανατώσει;
Όπως γνωρίζετε ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Πόντιος Πιλάτος. Ο Ρωμαίος αυτός διοικητής αντιπροσωπεύει ακριβώς το ελληνορωμαϊκό πνεύμα, τον πραγματισμό και την πρακτική σοφία που φρονεί, ελίσσεται και προσαρμόζεται στα κελεύσματα όχι του Λόγου αλλά της λογικής που κανοναρχείται από τις απαιτήσεις του κόσμου. Ποιον ρώτησε ο Πιλάτος πριν δώσει την εντολή για τον θάνατο του Ιησού ή του Βαραββά; Τον κόσμο. Στο δίλημμα ανάμεσα στη συνείδηση του και την αποδοχή του κόσμου διάλεξε τον κόσμο.
Διόλου τυχαίο πως τη στάση του Πιλάτου στον Ιησού επαινεί ο ύστατος εκπρόσωπος του γερμανικού ρασιοναλισμού (όσο κι αν ήθελε να λέγεται πολέμιός του), φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε. Στη φράση του Πιλάτου «και τί έστιν αλήθεια;» ο φιλόσοφος διακρίνει το ελληνορωμαϊκό πνεύμα, που αμφιβάλλει, ερευνά, εξατάζει, φιλοσοφεί.
Αν όμως η σιγουριά είναι πάντα το ζητούμενο, ο άνθρωπος δε θα έκανε ποτέ ούτε ένα βήμα. Μας αρέσει να αμφιταλαντευόμαστε σε ερωτήματα και να αναβάλλουμε υποκρινόμενοι ότι δε βλέπουμε το προφανές και ζητάμε αποδείξεις γιατί δεν είμαστε ελεύθεροι αλλά δούλοι της σιγουριάς. Η αγάπη και η πίστη όμως έχουν σημασία μόνο όταν απουσιάζει η απόδειξη. Γι’ αυτό ο Ιησούς δεν δέχθηκε δια θαύματος να απελευθερωθεί από το Σταυρό. Δεν ήθελε το δέος και ο φόβος να εξαναγκάσουν τον άνθρωπο να πιστέψει, αλλά η αγάπη του και η ελευθερία της πίστης του στην ευεργετική αυτοθυσία του Ενός που αγαπάει πιο πολύ απ' όλους.
Όλες μας οι ενέργειες, από το να αρχίσουμε να περπατάμε μέχρι και το οποιοδήποτε εγχείρημα, είναι αδύνατες χωρίς την πίστη. Αδύνατο χωρίς την πίστη είναι και το άνθισμα της καρδιάς του ανθρώπου. Ο ευδαιμονισμός, ο αθεϊσμός, η τυφλή προσκόλληση στην επιστήμη, η μανία της κοινωνικής καταξίωσης, όλα αυτά -προεκτάσεις του ανθρώπινου εγωισμού και ναρκισσισμού- μοιραία δεν γεμίζουν τον άνθρωπο γιατί είναι τόσο εφήμερα όσο εφήμερος είναι και ο ίδιος. Ο τρόπος για να βρει ο άνθρωπος την ειρήνη και τον ήλιο μέσα του, είναι η στροφή στο αιώνιο και η ευθυγράμμιση των πράξεών του με το αιώνιο, γιατί μόνο έτσι οι πράξεις του δεν είναι μάταιες, μόνο εκεί το αποτύπωμα του διαρκεί και δεν σβήνει, μόνο εκεί αναπαύεται συμφιλιωμένος με τον θάνατο του.
Δείτε τους απλούς ανθρώπους, καταφέρνουν να είναι χαρούμενοι, φωτεινοί, ανθρώπινοι, όσο αδύναμοι και αβοήθητοι κι αν φαίνονται. Όσο η πίστη -ο εσωτερικός αρμός του πνεύματος- μένει ακέραια, μοιάζουν άτρωτοι. Κι αυτό χωρίς να είναι βέβαιοι για τίποτα. Γιατί πίστη δε σημαίνει βεβαιότητα, αλλά υπέρβαση της αβεβαιότητας προς το ευγενικότερο στοιχείο μέσα μας. Όσο οι πράξεις μας δεν εκκινούν από αυτή την πίστη, δεν λογοδοτούν στη συνείδηση, αλλά κατευθύνονται από τις κοσμικές απαιτήσεις και αξίες, το αποτέλεσμα θα είναι πάντα ο φόνος, η αμαρτία, η πτώση, το σκοτάδι.
Σίμων Κυρηναίος