Του Μάρκου Μπόλαρη
Πύκνωσις …
Των Βαγιώνε τρώμε ψάρι, έλεγε,
κι είχε έγνοια στο κουρκούτι για να καλοτηγανιστεί
ο μπακαλιάρος, αφού
είχε τακτοποιήσει πρώτα τα βάγια στο εικονοστάσι,
στην εικόνα της Παναγιάς μπροστά,
τα βάγια που μοίρασε στους Αίνους της Βαιφόρου
ο παπά Γιάννης ο βλάχος,
στην εκκλησιά του Προφήτη Ηλία, στον μαχαλά μας, τον Αραμπατζή μαχαλά των Σερρών,
παλιά τουρκόσπιτα των ανταλλαξίμων,
ανάκατα με προσφυγικά της Κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου,
κάθε αυλή και πασχαλιές, καθέ αυλή και φούλι, ευώδιαζε η γειτονιά , καλντερίμια και καπιτζίκια,
πηγάδια πετρόχτιστα και τουλούμπες,
σιωπηλό το Τζιντζιρλί Τζαμί , όμορφο κτίσμα σαν παλιά ρωμέικη εκκλησιά,
κάθε παρτέρι ζουμπούλια και μενεξέδες,
κάθε κηπαλάκι πανσέδες και βιολέτες,
το απόγευμα ο Νυμφίος έρχεται,
μας είπε στα μεσημεριανό τραπέζι, νωρίς θα πάμε εις υπάντησιν, άρχεται η Μεγαλοβδομάδα,
τι Νυμφίος είναι αυτός,
προδομένος , από το Ωσαννά εν τοις υψίστοις,
στο λιθόστρωτο των παθών ,
στεκόμουν μικρούλης μπροστά στο ‘κόνισμα,
των Παθών του Κυρίου τας απαρχάς,
κόκκινος ο μανδύας, επίσημος, βασιλικός,
μα αγκάθια στην κεφαλή, καλάμι στο χέρι,
καλάμι ίδιο μ’ αυτά που κόβαμε από τα καμισλίκια, βέλη για τα τόξα μας να κάνουμε κι ακόντια,
ιδού ο Νυμφίος, ανάκατα συναισθήματα,
εις το εμπαίξαι ο χιτών , εις το περιγελάσαι
η κάλαμος κι ο ακάνθινος στέφανος,
ρήτορας πολυφθόγγους ως ιχθύας αφώνους,
άλλη η εμπειρία τούτη,
όπου ήχος καθαρός εορταζόντων και
βοόντων απαύστως ,
πώς την είπε ο Γιώργος Σεφέρης,
από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας,
η υψηλότερη , μας είπε, μορφή Άνοιξης
που γνωρίζω είναι
μιά Ελληνική Μεγάλη Βδομάδα,
τούτο πάλιν το κλίμα , το Μεγαλοβδομαδιάτικο,
του Νυμφίου στες ακολουθίες ,
τον Νυμφώνα Σου βλέπω Σωτήρ μου κεκοσμημένον,
Νυμφίος , άρα γαμπρός , πανήγυρις γαμήλια,
Νυμφώνας , του γαμπρού και της χαράς ο τόπος,
άλλος πάλιν Γάμος, περίεργος,
με κλωνιά πασχαλιάς στολισμένη η του Νυμφίου
εικόνα στο κέντρο της εκκλησιάς ,
και ένδυμα ουκ έχω , με παρτάλια είμαι ντυμένος,
δεν έχω ούτε ρούχα , ούτε μούτρα
για να εμφανιστώ σε γάμο,
ταξιανθίες τα μαβιά ανθάκια της πασχαλιάς,
ευωδιάζει το τζαμφούλι ,
λάμπρυνόν μου την ψυχή , Ζωοδότα,
Σταυραναστάσιμη η ακατανόητη αυτή εμπειρία,
η υψηλότερη μορφή μιάς άλλης άνοιξης,
ο Πάγκαλος Ιωσήφ , της Αιγύπτου ο Πρίγκηπας,
την συκιά που μαράθηκε θωρεί,
κι η νύμφη που απέρριψε τον Αυτοκράτορα,
η μοναχή που ιστόρησε , χιλιετίες μετά, απαράμιλλο ένα ύμνο, την Κασσιανή μνημονεύω,
η υψηλότερη μορφή Πολιτισμού ,
Ποίηση και Μουσική, Αγιογραφία και Αρχιτεκτονική,
Ξυλογλυπτική και Χρυσοκέντημα,
Αργυροχοία και Καλλιγραφία, Ψηφιδωτό και Σμάλτο,
Ευωδιές εαρινές μα και του λιβάνου,
πύκνωσις αιώνων, χορός εν σμικρώ,
χορός κυκλοτερής αισθήσεων,
τι παράξενος τούτος ο Απρίλης,
άλλος γάμος, ο νυμφών κεκοσμημένος,
κρίνα μαβιά και άσπρα στη βραγιά του κήπου, λογχίζουν τη γής για να ωραίσουν την πλάση,
«Οἴμοι! λέγουσα,»
ήδη η Κασσιανή ηδυμόλπως ψάλλεται,
ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει,
οἶστρος ἀκολασίας
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος
ἔρως τῆς ἁμαρτίας»
στον Νυμφίο αντί υμεναίου η Ποίηση ,
η Μελωδός, στους αιώνες της Ρωμιοσύνης
τα τζιβαερικά ,
στα σεντούκια της γιαγιάς φυλαγμένα τα προικιά,
προικιά εις καλλωπισμό του Νυμφώνος,
Α ! Χριστέ μου, ένδυμα ουκ έχω,
νύξ μοι υπάρχει ασέληνος, οίστρος ακολασίας ,
έρως της αμαρτίας,
πορεία στους αιώνες , λάμπρυνόν μου την στολήν,
της ψυχής,
τι πορεία είναι τούτη ,
με θριάμβους άλλοτες και δόξες,
μνήσθητι , αδελφέ, πως χίλιοι χρόνοι συμπληρώνονται εφέτος από την κοίμηση
στα 1025 μ.Χ.
του κλεινού Βασιλέως
Βασιλείου Β’ του Πορφυρογέννητου ,
που οι ιστορικοί Βουλγαροκτόνο τον είπαν, 
μνήσθητι , αδελφέ, ότι
τούτος ο ηρωικός Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων
διέμεινε στο Κάστρο
της Θεοσώστου των Σερρών Πόλεως,
διαχείμασε σ’ αυτό, ώστε να παραμείνει κοντά
στο μέτωπο των πολεμικών επιχειρήσεων - εισβολών των ορδών των βουλγάρων ιππέων,
κι είναι αυτός που ανακαίνισε την αρχαία Καθέδρα της Μητροπόλεως Σερρών , του Αγίου Θεοδώρου,
είναι αυτός που την επεξέτεινε και την καλλώπισε
και ο ίδιος είναι που ανήγειρε εκ βάθρων
τον Ναό του Αγίου Ουρανοφάντορος Βασιλείου
του Μεγάλου,
πλησίον του ανατολικού τείχους της πόλεως,
συνοδοιπορία ενός Λαού, τα τιμαλφή
της ψυχής διασώζοντος,
την Ρωμιοσύνη μη την κλαίς,
εκεί που πάει να σκύψει,
πλούς εν τω πελάγει των θλίψεων, εν αιχμαλωσία,
εν ταπεινώσει άλλοτες,
άλλοτες Σαρακηνοί κι άλλοτε Οθωμανοί,
άλλοτες Πέρσες κι άλλοτες Φράγκοι,
μήπως έλειψαν οι Γότθοι κι οι έγγονοί τους,
να ματώσουν την Ελλάδα ολάκερη,
τα τζιβαερικά της ψυχής μας, έγνοια μας,
πολυτιμότερα υπέρ χρυσίου και αργυρίου,
η υψηλότερη μορφή της Άνοιξης,
είχε βιώματα ο Σεφέρης,
λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής,
Ακολουθίες του Νυμφίου,
με το ψαλίδι η γιαγιά ετοίμαζε την ανθοδέσμη
ψαλιδίζοντας τις πασχαλιές, να ευωδιάζει
η εκκλησιά,
«Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων»,
μελωδεί η υμνωδός,
«ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ,
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει»,
καταπιάστηκε ο Κωστής Παλαμάς ,
μόχθησε ο κυρ Φώτης ο Κόντογλους,
να αποδώσουν στην νεοελληνική το αριστούργημα
τούτο της Ρωμέικης ποίησης
Κασσιανής της μελωδού,
τι πύκνωσις γλώσσας και τέχνης, εβδομαδιαία,
συνοδεία του επί πόλου όνου Νυμφίου,
στην Γεσθημανής το λιόφυτο η προδοσία,
αντί τριάκοντα αργυρίων,
η τιμή του τεμιμημένου, εννοώ , του ατιμήτου,
τον Νυμφίον , αδελφοί, αγαπήσωμεν,
τι πύκνωσις,
πύκνωσις εαρινή θεολογίας κι απαντοχής,
πύκνωσις πολιτισμού,
παράξενος τούτος ο γάμος,
έγνοια μας στο σεντούκι,
ευώδιασαν οι πασχαλιές!