Τρίτη 6 Μαΐου 2025

Θεσσαλονίκη. Ατενίζοντας τον Όλυμπο


«Πάντα φοβόμουν...»

-Πάντα φοβόμουν να φύγω…

μα πιο πολύ φοβόμουν να μείνω

έτσι,

νωρίς έμαθα να διαβάζω

τα φώτα των καραβιών.

 

Τώρα ούτε απόπλους,

ούτε άφιξη

μονάχα το κύμα,

που επιμένει να θυμάται.

-Θυμάσαι εκείνο το πλοίο;

-Θυμάμαι τον ήχο του.

Ήταν σαν σφυγμός.

μα τώρα… δεν ακούω τίποτα.

-Κι αν ήσουν φάρος;

Θα φώτιζες για μένα;

-Οι ναύτες δεν αγαπούν τους φάρους.

Τους φοβούνται.

Γιατί θυμίζουν ότι κάποτε

ήταν χαμένοι

-Αν σε ρωτούσα τώρα…

θα 'φευγες μαζί μου;

Όχι με καράβι. Με σιωπή.

-Με σιωπή πάντα φεύγω.

Μόνο η σιωπή μου 'χει μείνει πιστή.

Τώρα όμως

που μόνο η αλμύρα

έμεινε στα χείλη μου

σαν κάτι που δεν ξεχνιέται

καθώς ο ήλιος γέρνει

και τα φώτα των πλοίων χάνονται στο σούρουπο,

κρατώ το χέρι σου λίγο πιο σφιχτά,

σαν να μπορώ να κρατήσω τον χρόνο,

σαν να μπορώ να κρατήσω εμάς.

Θυμάσαι;

Τότε που σχεδιάζαμε χάρτες στο βρεγμένο χώμα;

Θάνος Κυρίτσης, Παραθύρι Λιτόχωρο