(Του Μάρκου Μπόλαρη)
Αρχαίος ο Ναός, Παλαιολόγειος.
Ήταν, με τον νόμο του κατακτητή, τζαμί, μέχρι το 2000, ανακαινίζεται με ποιότητα.
Στα πόδια μας η πόλη.
Η λίμνη ασημίζει πανηγυρικά.
Τα σύννεφα , ταξιδιάρικα, εφήμερα καθρεφτίζονται.
Τι χρώμα , τι κάλλος !
Άνοιξη , στην καλύτερή της ώρα,
ο Μάης με τα ρόδα.
Η πόλη ανθοστόλιστη, γκιούλ μπαξές τω όντι,
μα και πετούνιες και μολόχες, φούλια και μαβιά σκυλάκια, κρίνοι και γαρύφαλλα.
Παραγγείλαμε το καφεδάκι.
Οι κυρίες μας πρόσφεραν από το κόλυβο
της Αγιά Ειρήνης και άρτο .
Τούτος στάθηκε μπροστά μας,
μας κοίταξε και ρώτησε :
- Σείς είπατε το «Πιστεύω»;
- Μάλιστα .
- Υπουργός ;
- Πρώην.
- Καλώς ήρθατε !
Ήταν ένας αρχοντάνθρωπος, ευθυτενής ,
με ένα παλαιικό καπέλο, όμορφος
και στα ογδόντα επτά του χρόνια,
καλοντυμένος.
- Μπορώ ;
- Χαρά μας ! Ορίστε !
Καθήστε στην παρέα μας !
Από πού είστε ;
- Ντόπιος !
Σας χάρηκα ,
δεν έχουμε συχνά τέτοιες επισκέψεις.
Γιαυτό ήρθα να σας χαιρετήσω !
Κι ύστερα, Χριστέ μου ,
ένας συγκλονισμός ,
τι αποκάλυψη τούτος ο Γέροντας της Αχρίδας,
φύγαμε, ταξιδέψαμε, επιστρέψαμε και
στο μυαλό
οι λέξεις του , καρφωμένες, μιά - μιά,
των «αληθειών» μας αναιρέτες,
των στρατευμένων αληθειών,
της προπαγάνδας των σκοπιμοτήτων
ανατρεπτικές !
- Είδατε πως σας χαιρέτησαν πολλοί ηλικιωμένοι
από το εκκλησίασμα !
- Πράγματι !
- Όλοι τούτοι που σας χαιρέτησαν είναι
Ρωμιοί της πόλης μας.
Όλες οι παλιές οικογένειες στην Αχρίδα
ήταν Ρωμιοί !
- Ρωμιοί ; !
Μα, σας παρακαλώ, Άρχοντα,
εξηγείστε μας , τι πάει να πεί Ρωμιοί ;
Πώς το καταλαβαίνετε Σείς,
πώς το βιώνετε ;
- Ρωμιοί πάει να πεί ότι
Κεφαλή έχουμε το Οικουμενικό Πατριαρχείο
στην Κωνσταντινούπολη !
Επισκεφτήκατε τις Εκκλησιές μας ;
Τις είδατε !
Αγιά Σοφιά και Παναγία Περίβλεπτος, Άγιος Παντελεήμων και Άγιος Νικόλας, Αγιά Βαρβάρα και Άη Δημήτρης, Άγιος Κωνσταντίνος κι Άγιος Γιάννης ο Θεολόγος, και το Μοναστήρι , πήγατε, ο Άγιος Ναούμ, ο μαθητής των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου,
κι άλλες πολλές μικρές, μικρότερες ,
η μιά πιό έμορφη απ’ την άλλη ,
η μιά πιό ιστορική απ’ την προηγούμενη,
η κάθε μιά πιό κατανυκτική απ’ την άλλη,
Κιβωτός !
Είδατε ;
Όλες οι εξαιρετικής τέχνης αγιογραφίες μας
στην ελληνική γλώσσα είναι !
Δεν υπάρχει βιβλίο τέχνης
είτε αρχιτεκτονικής είτε αγιογραφίας για το Βυζάντιο που να μην αναφερθεί στην πατρίδα μου ,
την Αχρίδα !
- Αληθεύει αυτό που λέτε ! Είστε φιλόλογος ;
- Έμπορος !
- Πραγματικός αστός, όμως, με γνώση και έγνοια για τον τόπο !
- Χμ ! είπε .
Γύρισε τα μάτια , όμορφα καστανά μάτια, πολλών ανθρώπων πάθη, πόνους και πόθους είχαν ιδεί
τούτα τα όμορφα γεροντικά μάτια,
μας ξανακοίταξε έναν - έναν, σα να μελετούσε
τα πρόσωπά μας, σαν να ανίχνευε τα βλέματά μας, ψυχανεμίζονταν εάν έπρεπε να μας μιλήσει,
να ανοίξει την καρδιά του, να ξομολογηθεί ,
κι ύστερα, μια ρουφηξιά πήρε καφέ,
ανακάθισε στην καρέκλα,
κι άρχισε με φωνή χαμηλόφωνη,
διαλέγοντας τις λέξεις :
- Τον πατέρα του προπάππου μου
τον κρέμασαν στην Κωνσταντινούπολη
στα 1821 Απρίλη καιρό, οι Τούρκοι,
μαζί με τον Πατριάρχη , τον Γρηγόριο τον Ε’ ,
μαζί με τους Συνοδικούς και τους λοιπούς
Ρωμιούς προκρίτους της Πόλης.
Μαζί και τα δυό μεγαλύτερα αγόρια του !
Ο προπάππους μου , παιδαρέλι,
γλύτωσε, έφυγε με την μάννα του , όσο γινόταν πιό μακριά, ήρθαν εδώ
και ρίζωσαν κοντά δυό αιώνες τώρα.
Δύσκολοι καιροί !
Και γίναν ακόμη δυσκολότεροι στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα , όταν καινά δαιμόνια σάρωσαν τον τόπο , ξενόφερτα, δεν μας έφταναν οι Οθωμανοί ,
η παλιά πληγή , είχαμε και τις νέες θεωρίες !
Μάτωσε ο τόπος ,
σφαζόντουσαν μεταξύ τους οικογένειες ,
άγρια ματωμένα χρόνια ,
προπαγάνδες που αποζητούσαν υποταγή,
χρόνια δύσκολα, ματωβαμένα,
ξεκληρίστηκαν οικογένειες
για να υπηρετηθούν ξένες ανιστόρητες σκοπιμότητες !
- Ηρέμησε , τάχα το κακό αυτό ;
- Για λίγο !
Μα , τώρα, ξανά μανά, από την αρχή !
Αγρίεψε πάλι ο αγέρας !
Φυσάει αγριεμένος βοριάς σκοπιμότητας !
Οι προπαγάντες ξαναθέριεψαν !
Με το στανιό η επιβολή !
Παίρνουν τα παιδιά τα μάτια τους και φεύγουν !
Αδειάζει ο τόπος !
Μωροί και τυφλοί στο γκουβέρνο !
Ο φανατισμός στραβώνει τον άνθρωπο !
- Φοβάστε ;
- Εάν φοβόμουν δεν θα σας μιλούσα !
Τι να φοβηθώ ;
Ογδόντα επτά πιά χρονών !
Η Παναγιά η Περίβλεπτος μας έχει έγνοια !
Μα, να σας πώ , μην νομίσετε πώς ήταν μόνον αυτά !
Μόνοι απομείναμε !
Εκύκλωσαν με κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων , λέει ο Προφητάναξ Δαβίδ !
Μόνοι μας , απομείναμε ορφανοί, πεντάρφανοι !
Πήγα , προ χρόνων ,
για δουλειά
στην Ελλάδα ,
υπό γωνία οφθαλμού με κοίταζαν,
ΠΓΔΜ το διαβατήριο,
βλέπεις,
άντε, να εξηγήσεις , και γιατί τάχα,
ουκ ένι Ιουδαίος ούτε Έλλην,
άλλα βιώναμε εμείς στην παράδοση την Ρωμέικη,
άντε να ξεδιαλύνεις, τώρα,
να τους πείς από ποιά ρίζα κατάγεσαι,
ποιάς φύτρας κλαρί είσαι,
πώς κρεμάστηκε ο Γρηγόριος από την Δημητσάνα
και οι συν αυτώ στην Βασιλεύουσα,
στους χίλιους οχτακόσιους είκοσι ένα χρόνους,
πώς κι ο παππούλης μου είς εξ αυτών,
εθνομάρτυρες και νεομάρτυρες,
προσπάθησε να εξηγήσεις όταν
είσαι ύποπτος λόγω διαβατηρίου,
βοριάδες φανατισμού, νοτιάδες αντιστάθμισης,
κι εμείς, το καντήλι στο σπίτι τρεμάμενο,
και στης καρδιάς τα ‘σώτερα,
μόνοι με την συνείδησή μας,
όσοι άντεξαν,
όχι, δεν άντεξαν όλοι, πολλοί προσκύνησαν,
σας κούρασα, είπε, λαχάνιασε ,
ένας κόμπος δάκρυ,
τον πρόδωσε στην άκρη - άκρη του ματιού !
Άφωνοι απομείναμε !
Τι να πείς !
Πώς να το πείς ;
- Να έρχεστε !
Σαν στο σπίτι σας, απόσωσε τον λόγο !
Τα μάτια του κοίταζαν το γαλάζιο της λίμνης,
το μεσημεριανό ασήμωμα των νερών ,
την γαλήνη της μαγιάτικης μέρας,
ή , μήπως,
πίσω απ’ αυτά , η μαθιά του βάθαινε
στου καιρού τ’ αλλάγματα,που αναπαημό δεν έχουν,
στης ιστορίας τις απρόσμενες πορπατησιές,
στων ανθρώπων τα ανήμερα πάθη ;
Τι συναπάντημα και τούτο , πρωί Κυριακής,
με τον μπάρμπα Αναστάση,
στον λόφο της καλλιέστατης Αχρίδας,
στο αρχαίο Ναό του Αγίου Παντελεήμονα
το μνήμα του Οσίου Κλήμη της Αχρίδος,
στο καφέ OMORPHIA,
με θέα την ομορφιά της πόλης και της λίμνης,
με το σκέτο καφεδάκι,
ένα ταχύρρυθμο μεταδιδακτορικό ανθρωπιάς,
ιστορίας και θεολογίας, γλωσσολογίας και ψυχολογίας, αγιογραφίας και τέχνης!
Από ψυχής,
με την σοφία μιάς ζωής!
Τούτο κρατώ, πως
τα φαντάσματα ξαναβγήκαν στους δρόμους,
ο κυρ Αναστάσης κατηγορηματικός,
στον δέκατο ένατο αιώνα μας γυρίζουν,
κι είμαστε μόνοι,
τα παιδιά πέρνουν τα μάτια τους
και φεύγουν!
Αγραυλούντες,
γνοιαζόμαστε!
