Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Της Ρωμιοσύνης την παρακαταθήκη φυλάσσων


(Του Μάρκου Μπόλαρη)

Αηδονολάλειε στήθος μου

πριν το σπαθί σε σκίσει …

 

Ελεύθεροι οι Πολιορκημένοι,

μάγεμα η φύση κι όνειρο

σε ομορφιά και χάρη,

του αηδονιού το χαριέστατα λάλημα

πώς να περιγράψεις,

ο Απρίλης με τα λούλουδα

κι ο Μάης με τα ρόδα,

δεν είχε χαράξει ακόμη , όρθρου βαθέος,

κινήσαμε , έριξα μιά ματιά στην ανατολή,

δεν θ’ αργούσε, να προβάλλει ,

άρχων ζωής μέσα από τα πελάγη,

είχαν στήσει πρωινή δοξολογία τ’ αηδόνια

στη ρεματιά που κελάρυζε, κρύο

κρυστάλλινο νερό , σιγομουρμούριζε,

βράχους και πέτρες, λειχήνες και πολυτρίχια,

θώπευε και παραμέριζε, επειγόμενο,

χάραζε σιγά - σιγά , ο αυγερινός τρεμοσβηνε,

το μονοπάτι πήραμε, αρχαίο λιθόστρωτο,

στους κήπους , στους ελαιώνες οδηγούσε,

πιό πάνω η αμπελικιά, μετά η Σκήτη , πιό ‘κεί

το δάσος, τα όρη και πάντες οι βουνοί,

το καλντερίμι ακολουθήσαμε , πέτρα την πέτρα,

αιώνες τώρα, καλντεριμτζήδες οι τεχνίτες,

παρερχόμαστε ανύποπτοι, αδιάφοροι,

την μαστοριά των χεριών που διάλεξαν,

τούτες τις πέτρες, πρίν χρόνους πόσους,

που σύναξαν, που προσάρμοσαν αρμονικά,

δρόμος να γενεί , δρόμος ομορφιάς,

μονοπάτι ως καλλιτέχνημα , έργα χειρών,

μήτε στους κήπους πήγαμε, μαγεμένοι

από τα αηδονολαλήματα, μήτε στον ελαιώνα,

στης ρεματιάς μια πλατωσιά ένα ‘ξωκλήσι,

των Αγίων Αναργύρων ένα πετρόχτιστο,

με σχιστόλιθου πλάκες καλοδουλεμένες

η σκεπή κι ο έμορφος τρούλος, μιά λιτή

περίφραξη κι η ξώπορτα ξύλινη , ένα περιβόλι

αλλοιώτικο , δάφνες και μυρτιές, δεντρολίβανα,

κι εφτά ξύλινοι σταυροί ,

Α ! Αναστάσεως ημέρα , Λαμπρυνθώμεν λαοί ,

άλλης τάξεως κηπουρική την τήμερον,

και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν ,

σκάνδαλον μέγα ,

ο Άδης ετρώθη, που σου Άδη το νίκος,

σε τούτο το περβόλι, στης ρεματιάς μιάν αγκαλιά,

όπου πριχού ο ήλιος φέξει , όπου

αηδονολαλεί χαρμοσύνως ο τόπος και τα κοτσύφια αμιλλώνται τα αηδόνια ,

ολονυκτία στην χαράδρα, πάσα πνοή ,

κι εμείς , το προς πρωί πρωί , μαζί με τα πτερωτά,

ευώδιαζε η μοσχοιτιά , τα σπάρτα κι η λαδανιά,

τοις εν τοις μνήμασι , σε τούτο το περ’βόλι,

μήνυμα εφθάσαμε φέροντες, ως τότε ,

Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς

επί μνήματος , εσκυλεύθη ο Άιδης ,

λαμπροφορέθηκε ο παπάς , ευώδιασε

το εκκλησίδι λιβανωτό , οι έξω ευωδιές

σμίξανε με τις έσω , Σάββατον σήμερον,

Θεία η Λειτουργία των κεκοιμημένων υπέρ,

η σιγαλιά του κοιμητηρίου σαλεύεται,

πολλοί στριμώχνονται στα λιγοστά στασίδια ,

καλογέροι από αιώνων , Γούμενοι και διακονητές,

τινές των κτητορικών χρόνων,

άλλοι σφαγέντες από τους μπαρμπερίνους πειρατές στον πύργο, οι περ’σότεροι της οθωμανικής περιόδου, οίτινες εν τη αιχμαλωσία του φιλοσόφως ζείν ηρετίσαντο ,

συνάχθηκαν κι οι λογχισθέντες από τους Καταλανούς, παρόντες ως στεφανίτες κι οι απαγχονισθέντες νεομάρτυρες,

περί ών Νικόδημος ο Αγιορείτης ρν τω Νέω Μαρτυρολογίω διεξέρχεται,

τι σύναξη, Χριστέ μου,

τοις ερημικοίς μακαρία ζωή. θεικώ έρωτι ,

μιά σύναξη αμφισβητούσα τον χρόνο,

αρχαίοι τινές συν νεωτέροις ,

δεύτε πόμα πίωμεν καινόν,

μάζωξη αντιμαχόμενη τον χώρο,

τι κι άν οφθαλμοφανώς τρείς οι συνταχθέντες,,

μορφές ένα γύρο, μορφές ζωντανές

της συνάξεως προίστανται,

να , τούτος ο γέροντας

τούτος ο γέρο Κρητικός με ψαρόβαρκα, τους Εγγλέζους περαίωνε στην Μικρασία,

βάρκα με κουπιά και πανί, ήγουν, βάρκα με ψυχή ,

ναυάγησε στα πίσω , μεσοπέλαγα, τον Άη Νικόλα

φώναξε, κι ύστερα , πώς , δεν κατάλαβε, στην ακτή

στα Καυσοκσλύβια βρέθηκε , το φιλότιμο και γαρ,

τούτος πάλιν, ο γεροντότερος, έγγαμος

με δέκα τρία παιδιά , που τ’ ανάθρεψε. μα

σαν χήρεψε, στα εβδομήντα του, καλογέρεψε

κι έζησε χρόνους τριάκοντα ως μοναχός ,

εδώ , νά , κι ο Ηγούμενος,

που βάλθηκε να ανακαινίσει εκ θεμελίων

το αυτοκρατορικό καστρομονάστηρο

την παρακαταθήκη φυλάσσων , της Ρωμιοσύνης,

δεύτε του καινού της αμπέλου γενήματος,

οίνος άλλος καινός ευφραίνων ,

νηφάλιος η μέθη,

μα πώς την εμπειρία από τέτοιο μεθύσι να

βάλεις σε λέξεις ,

μπαίνει, άραγες, θαρρώ

πώς όχι , οι τρείς γενήκαμε μυστηκώς χίλιοι δέκα τρείς, και βάλε,

το εκκλησίδι μεγάλωσε , πυκνή η παράταξη όμως

μας χώρεσε,

Αναστάσεως ημέρα , Πάσχα Κυρίου,

μέτοχοι γενήκαμε , αλλότριον θέαμα και ξένον τούτο,

της σχετικότητος των ανθρωπίνων το βίωμα,

κι ύστερα,

Α ! φώτισε ο ήλιος, εις εξουσίας της ημέρας,

έσκυψε από το παραθύρι του ιερού , και μας χαιρέτισε, έφεξε η μέρα,

του κοινού ποτηρίου μέτοχοι, αξιωθείημεν,

μη εις κρίμα, χόρευε νύν και αγάλλου,

κι ύστερα , πώς , μυστικώς,

το ξωκκλήσι ξαναμίκρυνε, τρείς απομείναμε,

ο παπάς, ο ψάλτης κι ο διακινητής,

έσπευσαν στα διακονήματά τους

οι απ’ αιώνος κι εμείς

ανάμεσα από τα δεντρά του περ’βολιού,

δάφνες και μυρτιές, δενδρολίβανα και βασιλικά,

δυό τριανταφυλλιές ολοπόρφυρες κι ένα κλήμα,

του Σταυρού το ζωηφόρον ξύλον εν τοις μνήμασι,

αντιδωρίσαμε , ευχαριστήσαμε και

στο αηδονολάλημα αφεθήκαμε , στο καλντερίμι

κινήσαμε της επιστροφής την οδόν,

δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών,

των εν τοις μνήμασι, που σιγόψαλλαν, ένθεοι,

μαζί μας, στην πρωινή σύναξη, στο ξωκλήσι

των Αγίων Αναργύρων της ρεματιάς, το

Χριστός Ανέστη !