Κυριακή 25 Μαΐου 2025

Οι Δύο Γιαγιάδες


Μαρία Αμανατίδου

  Στη γειτονιά της παλιάς Αθήνας, στην οδό Αφροδίτης, ζούσαν δύο γιαγιάδες που έμοιαζαν σαν δύο σταγόνες νερό από μακριά, αλλά ήταν διαφορετικές σαν τη μέρα με τη νύχτα από κοντά.

Η... 
 

κυρα-Γιάννω και η κυρα-Λούλα είχαν μείνει και οι δύο χήρες στα νιάτα τους. Η μία στα τριάντα, η άλλη στα τριάντα πέντε. Από τότε φορούσαν το ίδιο μαύρο ντύσιμο: μαύρα μαντίλια δεμένα σφιχτά γύρω από το κεφάλι, μαύρες μπλούζες με μακριά μανίκια, και τα περίφημα τρουακάρ καλσόν που κάλυπταν κάθε εκατοστό δέρματος από τα πόδια τους. Ο ήλιος δεν έπρεπε να αγγίξει το δέρμα τους, και ο κόσμος δεν έπρεπε να δει παρά μόνο τα χέρια και το πρόσωπό τους.

Όμως εκεί σταματούσαν οι ομοιότητες.

Η κυρα-Γιάννω, η Βλάχα από τα βουνά που κατέβηκε στην Αθήνα ακόμα κοπέλα, ξυπνούσε κάθε αυγή στις πέντε για να πάει στην εκκλησία. Έκανε το σταυρό της πριν φάει, μετά το φαγητό, πριν κοιμηθεί. Μουρμούραγε το κομποσχοίνι της δεκάδες φορές τη μέρα και είχε γεμίσει το σπίτι της με εικόνες αγίων. «Θεέ μου, σχώρα με», μουρμούριζε συνεχώς, ακόμα κι όταν δεν είχε κάνει τίποτα κακό.

Η κυρα-Λούλα από την άλλη, η Μικρασιάτισσα που τη λέγανε παλιά "παστρικιά" επειδή πλενόταν κάθε μέρα και μύριζε πάντς σαπούνι και λεβάντα, μόλις έβλεπε τη γειτόνισσά της να περνάει από το παράθυρο με τα θρησκευτικά της βιβλιαράκια, φώναζε: «Ε, Γιάννω! Πάλι στον παπά πας; Μη μας κάνει κι εμάς αγίους ο Θεός!» Το στόμα της δεν έκλεινε ποτέ. Έβριζε τους πολιτικούς, τους γείτονες, τον καιρό, τη ζωή. «Αχ, ρε κόσμε σκατένιε!» ήταν η αγαπημένη της φράση.

Ένα πρωινό, η κυρα-Γιάννω βρήκε στο κατώφλι της ένα αδέσποτο γατάκι. Το πήρε αγκαλιά και το φρόντισε σαν παιδί της. Η κυρα-Λούλα, όταν το είδε, φώναξε από το μπαλκόνι της: «Τι θα κάνεις με αυτό το κατεργαράκι; Θα σε φάει το σπίτι!»

«Ο Θεός το έστειλε», απάντησε ήρεμα η κυρα-Γιάννω.

«Ο Θεός! Ο Θεός! Αν υπήρχε Θεός, δε θα 'χαμε μείνει χήρες στα νιάτα μας!» αντέδρασε η κυρα-Λούλα.

Η κυρα-Γιάννω σταμάτησε, κοίταξε τη γειτόνισσά της και είπε απαλά: «Μπορεί ο Θεός να μας κρατάει συντροφιά με άλλους τρόπους, Λούλα μου».

Εκείνη τη στιγμή, το γατάκι πήδησε από τα χέρια της Γιάννως και έτρεξε κατευθείαν στον κήπο της Λούλας. Η αθυρόστομη γιαγιά το κοίταξε, μουρμούρισε κάτι βρισιές, αλλά μετά του έδωσε κρυφά ένα κομμάτι ψάρι.

Το απόγευμα, καθώς το γατάκι κοιμόταν στον ήλιο, οι δύο γιαγιάδες βρέθηκαν για πρώτη φορά να μιλάνε από μπαλκόνι σε μπαλκόνι χωρίς να τσακώνονται.

«Ξέρεις, Λούλα μου», είπε η κυρα-Γιάννω, «εμένα ο Γιάννης, ο Θεός να τον συγχωρέσει, δεν ήταν και τόσο θεούσος. Αλλά ήταν καλός άνθρωπος».

«Τι λες;» φώναξε η Λούλα. «Κι εγώ τον Κώστα πριν φύγει απ' τα μάτια μου τον έβριζα κάθε μέρα που ερχόταν σπίτι μεθυσμένος. Αλλά πώς μ' αγαπούσε, ρε Γιάννω! Με κοιτούσε σαν να 'μουν η Παναγία».

«Ο δικός μου», συνέχισε η Γιάννω με ένα χαμόγελο, «μου 'φερνε λουλούδια από το βουνό. Μου 'λεγε 'Γιάννω μου, εσύ είσαι το καλύτερο που μου 'δωσε ο Θεός'. Κι εγώ του 'λεγα 'φύγε, μη λες βλασφημίες!'»

«Α, τι να πω για τον Κώστα!» αναστέναξε η Λούλα. «Την πρώτη νύχτα του γάμου, έτρεμα σαν φύλλο. Κι αυτός μου είπε: 'Λούλα μου, μην φοβάσαι. Θα σε προσέχω σαν τα μάτια μου'. Και με πρόσεχε, ρε Γιάννω. Σαρανταπέντε χρόνια με πρόσεχε».

«Τι να πούμε;» είπε η Γιάννω και σκούπισε κρυφά ένα δάκρυ. «Μας αγάπησαν καλά. Κι εμείς τους αγαπήσαμε. Τι άλλο να θέλουμε;»

«Να 'ταν ζωντανοί, ρε!» φώναξε η Λούλα, αλλά η φωνή της έτρεμε. «Να 'χα κάποιον να βρίζω που δε βάζει τα παπούτσια στη θέση τους!»

Από τότε, κάθε μέρα, το γατάκι επισκεπτόταν και τις δύο γιαγιάδες. Η μία του έλεγε προσευχές, η άλλη του έλεγε γλυκές βρισιές. Και το γατάκι τις αγαπούσε εξίσου.

Έτσι στη γειτονιά είχαν καταλάβει ότι ακόμα κι οι πιο διαφορετικοί άνθρωποι μπορούν να χωράνε στον ίδιο κόσμο - χρειάζεται μόνο λίγη αγάπη και ένα…αδέσποτο γατάκι.

Υς. Ξέρεις πόσο μου αρέσουν οι ιστορίες ε; Και να τις ακούω και να της λέω♥️ Καλή Κυριακή και καλή εβδομαδα