Τα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, καιροί δυστυχίας, φτώχειας, κακομοιριάς, πείνας και καταπίεσης μαύρισαν τη ζωή των Ελλήνων.
Το ποδόσφαιρο τότε λειτούργησε ως λυτρωτικό μέσο για τους παίκτες, ψυχαγωγίας και συνοχής για το κοινό. Πρόσφερε...
στιγμές χαράς, ενθουσιασμού και αναισθητικού σε μια κοινωνία που προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της.
Το γεγονός αυτό παρότρυνε μετά από το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, να δραστηριοποιηθούν οι ποδοσφαιρόφιλοι Κατερινιώτες, που κυριολεκτικά λάτρευαν αυτό το άθλημα, και να αποφασίσουν να ιδρύσουν την Άνοιξη του 1946, δίπλα στην ομάδα ποδοσφαίρου του Μέγα Αλεξάνδρου μια δεύτερη ομάδα, τον «Όλυμπο».
Έτσι, ο οργανωμένος πια αυτός ποδοσφαιρικός σύλλογος (και όχι της γειτονίας, όπως συνηθίζονταν) προσέλκυσε από τον Μέγα Αλέξανδρο τους «πιτσιρίκους» και δέχθηκε συγχρόνους τους κόλπους του, τους επιδέξιους παίκτες της φτωχής γειτονιάς. Το νέο ποδοσφαιρικό συγκρότημά της πόλης μας, τώρα με πραγματικές μπάλες (και όχι αυτοσχέδια φτιαγμένες από κουρέλια, κουρέλια) με ποδοσφαιρικά παπούτσια και πράσινες φανέλες, μπήκε δυναμικά στον ποδοσφαιρικό χώρο.
Αμέσως, με τις πρώτες νικηφόρες εμφανίσεις του ο Όλυμπος κέρδισε, κυριολεκτικά κατέκτησε τη συμπάθεια όλων των κοινωνικών στρωμάτων, ιδιαίτερα μαγνήτιζε νεαρούς φιλάθλους. Οι φίλαθλοι αυτοί που έγιναν φανατικοί οπαδοί του Ολύμπου, ακολουθούσαν, χειροκροτούσαν και αποθέωναν τα νέα ινδάλματα της ομάδας τους σχεδόν σε κάθε ποδοσφαιρικό αγώνα ακόμη κι εκτός έδρας! Οι επιτυχίες του Ολύμπου έγιναν θέματα συζήτησης στα καφενεία, στις γειτονιές, σε κάθε τόπο συνάντησης. Έτσι η φήμη του Ολύμπου διαδίδονταν παντού στην πόλη μας. Το φαινόμενο αυτό ενθάρρυνε κάθε παιδί και νέο να ονειρεύεται να φορέσει την πράσινη φανέλα του Ολύμπου. Μεταξύ των πολυάριθμων νεαρών που θέλησαν να βιώσουν αυτό το όνειρο ήταν και ο Βαγγέλης (Βάγγος) Μουμουλίκας.
📍 : Ο Βάγγος γεννήθηκε το 1933 και από πολύ μικρός έδειξε την αγάπη του για το ποδόσφαιρο. Μεγάλωσε στην ποδοσφαιροσυνοικία του πάρκου (κοντά στο παλιό γήπεδο), όπου ένας από τους ιδρυτές του Ολύμπου διέκρινε τις ποδοσφαιρικές ικανότητες του και τον κάλεσε να ενταχθεί στο νεοδημιούργητο Όλυμπο. Το 1949, σε ηλικία μόλις 15 χρονών ο Μουμουλίκας πήρε το βάπτισμα του ποδοσφαιριστή στον νικηφόρο (2-1) αγώνα με αντίπαλο το Μελιτέα της Θεσσαλονίκης ενώ στη βασική ενδεκάδα (του θρυλικού ποδοσφαιροπατέρα Χάρη Κρεοπωλίδη) οριστικοποιήθηκε στη θέση του έξω αριστερά στον αγώνα Βερμίου – Ολύμπου στη Βέροια, όπου θαυμάστηκε η απόδοσή του! Στο παιχνίδι αυτό δέσποζαν οι καταπληκτικοί και ωραιότατοι συνδυασμοί με τους συμπαίκτες του Νάνο Μακρίδη και τον Χρήστο Θεοδωρίδη.
Στη συνέχεια ο Βαγγέλης αποδείχθηκε ως ένας χαρισματικός παίκτης, με άψογη τεχνική, αντίληψη, οξυδέρκεια και ευθύβολο ισχυρό αριστερό πόδι. Υπήρξε ένας πολύ καλός επιθετικός αριστεροπόδαρος τριμπλέρ με ξεχωριστή προσωπικότητα. Είχε πάντα μεγάλες απαιτήσεις και προσδοκίες για τον εαυτό του και την ομάδα. Του άρεσε ιδιαίτερα να αγωνίζεται με μεγάλες ομάδες, διότι πίστευε, ότι μόνο έτσι καλλιεργείται η ανώτερη τεχνική και βελτιώνεται η ποιότητα των ποδοσφαιριστών που είναι απαραίτητες για την καλύτερη εξέλιξη μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. Ο Βάγγος στο χρονικό διάστημα που έπαιξε στον Όλυμπο πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην αγαπημένη του ομάδα του. Στην περίοδο αυτή ο Όλυμπος κατέκτησε για μια συνεχή 4ετία (1951 – 1954) τον τίτλο του πρωταθλητή της Κεντροδυτικής Μακεδονίας. Ήταν περήφανος που η ομάδα του κατέκτησε την πρώτη θέση ανάμεσα στα ποδοσφαιρικά συγκροτήματα της Κεντροδυτικής Μακεδονίας.
Ο Βάγγος ήταν ποδοσφαιριστής μεγάλων αξιώσεων και απαιτήσεων. Γεμάτος φιλοδοξία, πάθος και οράματα, επιθυμούσε να φορέσει τη φανέλα του Ολυμπιακού Πειραιώς. Ένα όνειρο που παρέμεινε ανεκπλήρωτο. Οι παραμονές του στο Μακεδονικό και ΠΑΟΚ Θεσσαλονίκης, ως φαίνεται δεν τον ικανοποίησαν, και γι’ αυτό ζήτησε την τύχη του στο εξωτερικό.
Από το 1946 που οι πρώτοι φόρεσαν την πράσινη φανέλα του ΓΑΣ Ολύμπου Κατερίνης, πέρασαν ήδη 80 ολόκληρα χρόνια. Ήταν ένα όνειρο που διήρκησε μέχρι το 1961. Σε ένα κομμάτι αυτής της περιόδου ο Βάγγος που αγωνίστηκε στον Όλυμπο, χειροκροτήθηκε, αποθεώθηκε και υπήρξε τότε το ίνδαλμα των φιλάθλων. Όπως όμως είναι γνωστό, το ποδόσφαιρο παράγει μόνο πρόσκαιρα αστέρια και όταν αυτά χάσουν την λάμψη τους, ξεχνιούνται. Αυτή είναι η μοίρα όλων των μεγάλων. Ο χθεσινός ήρωας των γηπέδων είναι σήμερα μόνος. Παρόλα αυτά όμως επιζούν οι αναμνήσεις που συνεχίζουν να εμψυχώνουν την καρδιά, να εμπνέουν και να συνδέουν τις γενιές. Αυτό είναι που ζωογονεί και τη δική του καρδιά!
Ο αγαπητός μας Βαγγέλης είχε την τύχη να βιώσει ως ποδοσφαιριστής το όνειρο του χθες και να απολαμβάνει μέχρι σήμερα μια καλή υγεία, παρά τα 93 του! Το γεγονός, ότι κυκλοφορεί ακόμη και τώρα ενεργά, με κοστούμι και γραβάτα, δείχνει αυτοπεποίθηση και ζωντάνια. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι «προνομιούχος» αυτής της ζωής, τόσο από άποψη κοινωνικής αναγνώρισης όσο και φυσικής κατάστασης. Τον θυμόμαστε με πολλή αγάπη και του ευχόμαστε υγεία και χαρές σε όλες τις μέρες της ζωής του.
Κωνσταντίνος Κατσάρας