Το φθινόπωρο του 1931, ο Χαράλαμπος Ζαμπέλης, ένας σερβιτόρος από...
το καφενείο “Ομόνοια” στην Αθήνα, αποφάσισε να ανοίξει ένα πηγάδι στο οικόπεδο που είχε αγοράσει πρόσφατα, στη διασταύρωση Κηφισού και Πειραιώς.
Όμως, αντί για νερό, μόλις έφτασε στα πέντε μέτρα βάθος, άρχισε να αναβλύζει πετρέλαιο συνοδευόμενο από έντονη δυσοσμία. Πιστεύοντας ότι κάποιος είχε σαμποτάρει το έργο του, έκανε μήνυση και πέρασε νύχτες παρακολουθώντας τον χώρο, προσπαθώντας να βρει τον υπαίτιο.
Όταν συνειδητοποίησε ότι το πετρέλαιο έβγαινε φυσικά από το έδαφος, απευθύνθηκε στον κοινοτάρχη Μοσχάτου, ο οποίος τον συμβούλεψε να ενημερώσει το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Ωστόσο, ο υπάλληλος του υπουργείου τον προειδοποίησε να μην παρασύρεται από «όνειρα» και του εξήγησε ότι στην περιοχή υπήρχαν παλιές αποθήκες πετρελαίου που πιθανόν είχαν σπάσει.
Απογοητευμένος αλλά όχι έτοιμος να εγκαταλείψει, ο Ζαμπέλης γνωρίζει τον γερουσιαστή και χημικό Δημήτρη Ζαμάνο, ο οποίος εξετάζει το πετρέλαιο και επιβεβαιώνει πως πρόκειται για πραγματική πετρελαιοπηγή. Με αυτή τη διαβεβαίωση, ο σερβιτόρος κάνει επίσημη δήλωση για την εκμετάλλευση του κοιτάσματος και ιδρύεται μια εταιρεία έρευνας πετρελαίου, στην οποία συμμετέχουν, εκτός από τον ίδιο, ο Ζαμάνος και άλλοι επενδυτές.
Ο Ζαμπέλης εγκαταλείπει τη δουλειά του στο καφενείο, επενδύει όλες τις οικονομίες του, παίρνει δάνειο για να αγοράσει γεωτρύπανο και αρχίζει τις εξορύξεις. Τον Ιανουάριο του 1934, δημοσιογράφοι καλούνται να παρακολουθήσουν από κοντά τη διαδικασία, με τις εφημερίδες να γράφουν ότι αν υπάρχει κοίτασμα, ο Ζαμπέλης θα γίνει εκατομμυριούχος.
Η εξόρυξη γίνεται ακόμα με πρωτόγονα μέσα, με εργάτες να συλλέγουν το πετρέλαιο με τενεκέδες και να το αποθηκεύουν σε βαρέλια. Η ελπίδα είναι ότι αν η γεώτρηση φτάσει σε βάθος 300 μέτρων, το κοίτασμα θα αποδειχθεί αντάξιο των προσδοκιών.