10 χρόνια πριν, μην έχοντας ούτε χρόνο ούτε εναλλακτικές λύσεις, ο Τσίπρας αναζήτησε διέξοδο στο δημοψήφισμα (5 Ιουλίου 2015). Δεν το προκήρυξε για να νομιμοποιήσει πολιτικά μία γραμμή ρήξης με το ευρωιερατείο, αλλά ελπίζοντας ότι εάν επικρατούσε το “ναι” θα είχε πολιτική βάση να αποδεχθεί τον εκβιασμό της Ευρωζώνης, αλλά και εάν επικρατούσε το “όχι” θα ενίσχυε τη διαπραγματευτική θέση του.
Τα...
Τα...
μηνύματα, όμως, που δημοσίως και κατά ριπάς έστελνε το ευρωιερατείο στην Αθήνα ήταν πανομοιότυπα: Εάν δεν αποδεχθεί το σχέδιο των δανειστών η Ελλάδα θα αφεθεί να χρεοκοπήσει. Πριν ακόμα προκηρυχθεί το δημοψήφισμα, το κλίμα που με δηλώσεις και δηλητηριώδεις διαρροές καλλιεργούσαν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι –συνεπικουρούμενοι από τις εγχώριες άρχουσες ελίτ, που έλεγχαν βεβαίως και τα Μίντια– δημιούργησε συνθήκες ασφυκτικής πίεσης επί της κυβέρνησης Τσίπρα. Οι εκροές καταθέσεων διογκώνονταν. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα ήταν ένα μόλις βήμα πριν την εκδήλωση τραπεζικού πανικού.
Η Αθήνα κατήγγειλε μεθοδεύσεις που είχαν σκοπό να την οδηγήσουν σε άνευ όρων παράδοση, αλλά αυτό δεν άλλαξε τη σκληρή πραγματικότητα. Χωρίς την επίτευξη συμφωνίας με τους δανειστές και εξασφάλιση χρηματοδότησης, η Ελλάδα δεν είχε τα χρήματα να πληρώσει στις 30 Ιουνίου 2015 τη δόση 1,5 δισ στο ΔΝΤ. Αυτό θα επιβεβαίωνε ότι επέρχεται χρεοκοπία και θα μετέτρεπε την μεγάλη εκροή καταθέσεων σε bank run. Αναζητώντας διέξοδο στο δημοψήφισμα, το μόνο που έκανε ο Τσίπρας σ’ αυτό το επίπεδο ήταν να επισπεύσει τον τραπεζικό πανικό κατά τέσσερις ημέρες.
Η προοπτική αυτή και τα αναπόφευκτα capital controls ήταν ο ισχυρότερος μοχλός πίεσης των δανειστών προς την ελληνική κυβέρνηση. Πράγματι, με την άρνηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να δώσει ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, ο μερικός στραγγαλισμός των προηγούμενων μηνών μετατράπηκε, αμέσως μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, σε ολοκληρωτικό στραγγαλισμό. Δεδομένου πως η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είχε πρόθεση να φύγει από την Ευρωζώνη, δεν είχε προετοιμασθεί για ρήξη.
Η Αθήνα κατήγγειλε μεθοδεύσεις που είχαν σκοπό να την οδηγήσουν σε άνευ όρων παράδοση, αλλά αυτό δεν άλλαξε τη σκληρή πραγματικότητα. Χωρίς την επίτευξη συμφωνίας με τους δανειστές και εξασφάλιση χρηματοδότησης, η Ελλάδα δεν είχε τα χρήματα να πληρώσει στις 30 Ιουνίου 2015 τη δόση 1,5 δισ στο ΔΝΤ. Αυτό θα επιβεβαίωνε ότι επέρχεται χρεοκοπία και θα μετέτρεπε την μεγάλη εκροή καταθέσεων σε bank run. Αναζητώντας διέξοδο στο δημοψήφισμα, το μόνο που έκανε ο Τσίπρας σ’ αυτό το επίπεδο ήταν να επισπεύσει τον τραπεζικό πανικό κατά τέσσερις ημέρες.
Η προοπτική αυτή και τα αναπόφευκτα capital controls ήταν ο ισχυρότερος μοχλός πίεσης των δανειστών προς την ελληνική κυβέρνηση. Πράγματι, με την άρνηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να δώσει ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, ο μερικός στραγγαλισμός των προηγούμενων μηνών μετατράπηκε, αμέσως μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, σε ολοκληρωτικό στραγγαλισμό. Δεδομένου πως η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είχε πρόθεση να φύγει από την Ευρωζώνη, δεν είχε προετοιμασθεί για ρήξη.
Το μόνο διαπραγματευτικό όπλο της ήταν ο φόβος ορισμένων μελών του ευρωιερατείου για τις επιπτώσεις ενός Grexit. Όπως αποδείχθηκε, όμως, αυτό δεν ήταν επαρκές όπλο, δεδομένου ότι η ομάδα Σόιμπλε –όπως φάνηκε και στη συνέχεια– ήταν διατεθειμένη να σπρώξει τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Διέξοδο στο δημοψήφισμα
Το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν σαφές: Aποδοχή ή όχι του σχεδίου που έδωσε στην Αθήνα ο τότε πρόεδρος της Κομισιόν, Γιούνκερ. Ήταν, ωστόσο, εξαρχής σαφές πως τόσο οι εγχώριες άρχουσες ελίτ, η αντιπολίτευση και τα Μίντια, όσο και το ευρωιερατείο είχαν μεταθέσει το δίλημμα από το “ναι” ή “όχι” στο τελεσίγραφο των δανειστών, στο δίλημμα “ευρώ ή δραχμή”. Έτσι και έγινε. Η κυβέρνηση Τσίπρα κατηγορήθηκε πως μεθόδευε την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη. Επίσης, κατηγορήθηκε πως αναζητώντας διέξοδο στο δημοψήφισμα μετέθεσε την ευθύνη της απόφασης στους πολίτες, λες κι αυτό ήταν κακό.
Ο τότε πρωθυπουργός, άλλωστε, είχε από τον Απρίλιο του 2015 εμμέσως προειδοποιήσει πως εάν δεν επιτύχει έναν έντιμο συμβιβασμό με τους δανειστές θα κατέφευγε σε δημοψήφισμα. Το πρώτο πολιτικό πλεονέκτημα μίας τέτοιας κίνησης ήταν ότι το δημοψήφισμα έδινε τη δυνατότητα να αθροιστούν πολιτικά οι αντιμνημονιακές ψήφοι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στις εκλογές. Το ερώτημα που ουσιαστικά κλήθηκαν να απαντήσουν οι ψηφοφόροι ήταν εάν αποδέχονταν, ή όχι την επιστροφή στο μνημονιακό μονοπάτι.
Το τελεσίγραφο των δανειστών ήταν δεδομένο πως θα το απέρριπταν κατά κανόνα όχι μόνο οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, που συγκυβερνούσαν. Θα το απέρριπταν κατά κανόνα και οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ, μικρότερων αντιμνημονιακών κομμάτων, αλλά και της ακροδεξιάς Χρυσής Αυγής. Με άλλα λόγια, το “όχι” είχε εξαρχής τις προϋποθέσεις να συγκεντρώσει πλειοψηφία, παρότι πραγματοποιήθηκε με κλειστές τις τράπεζες και με ουρές στα ΑΤΜ, όπως και συνέβη.
Ο ελληνικός λαός απέρριψε όχι μόνο τον εκβιασμό του ευρωιερατείου, αλλά και το απαξιωμένο τότε παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό και τα κατεστημένα Μίντια που είχαν στρατευθεί με πρωτοφανή φανατισμό υπέρ του “ναι”. Επιπροσθέτως, διέψευσε τον ισχυρισμό πολλών Ευρωπαίων αξιωματούχων πως ο ελληνικός λαός είχε πέσει θύμα των λαϊκιστικών και ανεδαφικών προεκλογικών υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι απολύτως ενδεικτική η προηγηθείσα δήλωση ανώτατου Ευρωπαίου αξιωματούχου πως εάν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν “ματώσει”, λαμβάνοντας μέτρα υψηλού πολιτικού κόστους, όπως το ασφαλιστικό και τα εργασιακά, δεν επρόκειτο να πάρει συμφωνία. Το τελεσίγραφο των δανειστών, που ακολούθησε, επιβεβαίωσε το μήνυμα εκείνης της δήλωσης.
Να λερώσει τα χέρια του με “αίμα”
Ο Τσίπρας βάδιζε χωρίς σχέδιο και με βάρκα την αβάσιμη ελπίδα πως η Ευρωζώνη θα σεβόταν τη λαϊκή εντολή! Στο ευρωιερατείο θεωρούσαν δικαιολογημένα πως εάν υποχρέωναν τον Τσίπρα να λερώσει τα χέρια του με “αίμα”, θα έχανε το τότε ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημά του. Για την ακρίβεια, θα υποχρεωνόταν να υπερασπίσει τις επιλογές του, γεγονός που με τη σειρά του θα τον εξωθούσε να αλλάξει προσανατολισμό και κατ’ επέκταση συμμαχίες και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και ενδεχομένως και στην εσωτερική πολιτική σκηνή.
Κυνηγώντας όλο το προηγούμενο διάστημα μία συμφωνία με τους δανειστές, ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός έκανε αλλεπάλληλες μονομερείς υποχωρήσεις για να προσεγγίσει τις απαιτήσεις τους. Από ένα χρονικό σημείο και πέρα, μάλιστα, ο άπειρος και γεμάτος πολιτικές αυταπάτες Τσίπρας βρέθηκε υπό την επήρεια αρχικά του Γιούνκερ και στη συνέχεια και της Μέρκελ. Για την ακρίβεια, πείστηκε πως και αυτοί επεδίωκαν συμφωνία και μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν ασπίδα πολιτικής προστασίας γι’ αυτόν!
Συνέπλευσε μαζί τους, λοιπόν, για να παραμερίσει τον τότε Γερμανό υπουργό Οικονομικών και καθοδηγητή του Eurogroup, Σόιμπλε, ο οποίος επεδίωκε Grexit. Ο Τσίπρας είχε εναποθέσει τις ελπίδες του και προσπαθούσε να δρομολογήσει μία εποικοδομητική πολιτική διαπραγμάτευση με αμοιβαία γεφύρωση των διαφορών. Αυτός ο δρόμος, ωστόσο, ήταν ήδη κλειστός. Παρά τις διαδοχικές συναντήσεις σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, πραγματική πολιτική διαπραγμάτευση έγινε μόνο στην πολύωρη σύνοδο κορυφής την Κυριακή 12 Ιουλίου 2015, που οδήγησε στο τρίτο Μνημόνιο.
Πολιτική ανορθογραφία
Είναι σαφές ότι οι του ευρωιερατείου εξαρχής αντιμετώπισαν την κυβέρνηση Τσίπρα αρνητικά. Οι μετριοπαθείς την αντιμετώπισαν σαν πολιτική ανορθογραφία, την οποία έπρεπε να διορθώσουν, ρυμουλκώντας τον ΣΥΡΙΖΑ στην όχθη της τυπικής ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Τα “γεράκια”, με πρώτο τον Σόιμπλε, αντιμετώπισαν την κυβέρνηση Τσίπρα σαν έναν μολυσματικό πολιτικό ιό, που απειλούσε την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη. Γι’ αυτό έπρεπε ή να τον εξευτελίσουν πολιτικά, ή να τον ανατρέψουν μέσω του οικονομικού στραγγαλισμού.
Η τακτική του Σόιμπλε ήταν ακριβώς να τορπιλίσει τη σύναψη συμφωνίας (εγείροντας ολοένα και μεγαλύτερες απαιτήσεις) με σκοπό να φέρει την Ελλάδα στην αθέτηση πληρωμών. Σωστά εκτιμούσε πως μόλις δεν θα πληρωνόταν μία δόση, οι καταθέτες δικαιολογημένα θα θεωρούσαν πως επέρχεται χρεοκοπία και θα έτρεχαν να σηκώσουν τα χρήματά τους. Ο τραπεζικός πανικός θα καθιστούσε αναπόφευκτη την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων, οι οποίοι με τη σειρά τους θα προκαλούσαν έμφραγμα στην ελληνική οικονομία και θα είχαν βεβαίως αρνητικές για την κυβέρνηση πολιτικές συνέπειες.
Με άλλα λόγια –όπως έχω ήδη προαναφέρει– η ίδια περίπου κατάσταση θα προέκυπτε ακόμα κι αν ο Τσίπρας δεν είχε αναζητήσει διέξοδο στο δημοψήφισμα και βεβαίως δεν θα είχε υπογράψει ό,τι του ζητούσαν. Το κυβερνητικό επιτελείο είχε την αφέλεια να θεωρεί πως η προκήρυξη δημοψηφίσματος θα προκαλούσε μεγάλη αναταραχή στις αγορές, γεγονός που θα υποχρέωνε τους δανειστές να συνάψουν συμφωνία ή πριν στηθούν οι κάλπες, ή αμέσως μετά την επικράτηση του “όχι”!
Είχε υποτιμήσει κραυγαλέα όχι μόνο τους μηχανισμούς πρόσκαιρης χειραγώγησης των διεθνών αγορών, προκειμένου να αποτραπεί αναταραχή, αλλά και την αντίδραση του ευρωιερατείου. Πώς να ερμηνεύσει κανείς την αυταπάτη των κυβερνώντων πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συνέχιζε να δίνει ρευστότητα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και οι τράπεζες θα έμεναν ανοικτές;
Διέξοδο στο δημοψήφισμα
Το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν σαφές: Aποδοχή ή όχι του σχεδίου που έδωσε στην Αθήνα ο τότε πρόεδρος της Κομισιόν, Γιούνκερ. Ήταν, ωστόσο, εξαρχής σαφές πως τόσο οι εγχώριες άρχουσες ελίτ, η αντιπολίτευση και τα Μίντια, όσο και το ευρωιερατείο είχαν μεταθέσει το δίλημμα από το “ναι” ή “όχι” στο τελεσίγραφο των δανειστών, στο δίλημμα “ευρώ ή δραχμή”. Έτσι και έγινε. Η κυβέρνηση Τσίπρα κατηγορήθηκε πως μεθόδευε την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη. Επίσης, κατηγορήθηκε πως αναζητώντας διέξοδο στο δημοψήφισμα μετέθεσε την ευθύνη της απόφασης στους πολίτες, λες κι αυτό ήταν κακό.
Ο τότε πρωθυπουργός, άλλωστε, είχε από τον Απρίλιο του 2015 εμμέσως προειδοποιήσει πως εάν δεν επιτύχει έναν έντιμο συμβιβασμό με τους δανειστές θα κατέφευγε σε δημοψήφισμα. Το πρώτο πολιτικό πλεονέκτημα μίας τέτοιας κίνησης ήταν ότι το δημοψήφισμα έδινε τη δυνατότητα να αθροιστούν πολιτικά οι αντιμνημονιακές ψήφοι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στις εκλογές. Το ερώτημα που ουσιαστικά κλήθηκαν να απαντήσουν οι ψηφοφόροι ήταν εάν αποδέχονταν, ή όχι την επιστροφή στο μνημονιακό μονοπάτι.
Το τελεσίγραφο των δανειστών ήταν δεδομένο πως θα το απέρριπταν κατά κανόνα όχι μόνο οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, που συγκυβερνούσαν. Θα το απέρριπταν κατά κανόνα και οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ, μικρότερων αντιμνημονιακών κομμάτων, αλλά και της ακροδεξιάς Χρυσής Αυγής. Με άλλα λόγια, το “όχι” είχε εξαρχής τις προϋποθέσεις να συγκεντρώσει πλειοψηφία, παρότι πραγματοποιήθηκε με κλειστές τις τράπεζες και με ουρές στα ΑΤΜ, όπως και συνέβη.
Ο ελληνικός λαός απέρριψε όχι μόνο τον εκβιασμό του ευρωιερατείου, αλλά και το απαξιωμένο τότε παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό και τα κατεστημένα Μίντια που είχαν στρατευθεί με πρωτοφανή φανατισμό υπέρ του “ναι”. Επιπροσθέτως, διέψευσε τον ισχυρισμό πολλών Ευρωπαίων αξιωματούχων πως ο ελληνικός λαός είχε πέσει θύμα των λαϊκιστικών και ανεδαφικών προεκλογικών υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι απολύτως ενδεικτική η προηγηθείσα δήλωση ανώτατου Ευρωπαίου αξιωματούχου πως εάν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν “ματώσει”, λαμβάνοντας μέτρα υψηλού πολιτικού κόστους, όπως το ασφαλιστικό και τα εργασιακά, δεν επρόκειτο να πάρει συμφωνία. Το τελεσίγραφο των δανειστών, που ακολούθησε, επιβεβαίωσε το μήνυμα εκείνης της δήλωσης.
Να λερώσει τα χέρια του με “αίμα”
Ο Τσίπρας βάδιζε χωρίς σχέδιο και με βάρκα την αβάσιμη ελπίδα πως η Ευρωζώνη θα σεβόταν τη λαϊκή εντολή! Στο ευρωιερατείο θεωρούσαν δικαιολογημένα πως εάν υποχρέωναν τον Τσίπρα να λερώσει τα χέρια του με “αίμα”, θα έχανε το τότε ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημά του. Για την ακρίβεια, θα υποχρεωνόταν να υπερασπίσει τις επιλογές του, γεγονός που με τη σειρά του θα τον εξωθούσε να αλλάξει προσανατολισμό και κατ’ επέκταση συμμαχίες και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και ενδεχομένως και στην εσωτερική πολιτική σκηνή.
Κυνηγώντας όλο το προηγούμενο διάστημα μία συμφωνία με τους δανειστές, ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός έκανε αλλεπάλληλες μονομερείς υποχωρήσεις για να προσεγγίσει τις απαιτήσεις τους. Από ένα χρονικό σημείο και πέρα, μάλιστα, ο άπειρος και γεμάτος πολιτικές αυταπάτες Τσίπρας βρέθηκε υπό την επήρεια αρχικά του Γιούνκερ και στη συνέχεια και της Μέρκελ. Για την ακρίβεια, πείστηκε πως και αυτοί επεδίωκαν συμφωνία και μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν ασπίδα πολιτικής προστασίας γι’ αυτόν!
Συνέπλευσε μαζί τους, λοιπόν, για να παραμερίσει τον τότε Γερμανό υπουργό Οικονομικών και καθοδηγητή του Eurogroup, Σόιμπλε, ο οποίος επεδίωκε Grexit. Ο Τσίπρας είχε εναποθέσει τις ελπίδες του και προσπαθούσε να δρομολογήσει μία εποικοδομητική πολιτική διαπραγμάτευση με αμοιβαία γεφύρωση των διαφορών. Αυτός ο δρόμος, ωστόσο, ήταν ήδη κλειστός. Παρά τις διαδοχικές συναντήσεις σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, πραγματική πολιτική διαπραγμάτευση έγινε μόνο στην πολύωρη σύνοδο κορυφής την Κυριακή 12 Ιουλίου 2015, που οδήγησε στο τρίτο Μνημόνιο.
Πολιτική ανορθογραφία
Είναι σαφές ότι οι του ευρωιερατείου εξαρχής αντιμετώπισαν την κυβέρνηση Τσίπρα αρνητικά. Οι μετριοπαθείς την αντιμετώπισαν σαν πολιτική ανορθογραφία, την οποία έπρεπε να διορθώσουν, ρυμουλκώντας τον ΣΥΡΙΖΑ στην όχθη της τυπικής ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Τα “γεράκια”, με πρώτο τον Σόιμπλε, αντιμετώπισαν την κυβέρνηση Τσίπρα σαν έναν μολυσματικό πολιτικό ιό, που απειλούσε την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη. Γι’ αυτό έπρεπε ή να τον εξευτελίσουν πολιτικά, ή να τον ανατρέψουν μέσω του οικονομικού στραγγαλισμού.
Η τακτική του Σόιμπλε ήταν ακριβώς να τορπιλίσει τη σύναψη συμφωνίας (εγείροντας ολοένα και μεγαλύτερες απαιτήσεις) με σκοπό να φέρει την Ελλάδα στην αθέτηση πληρωμών. Σωστά εκτιμούσε πως μόλις δεν θα πληρωνόταν μία δόση, οι καταθέτες δικαιολογημένα θα θεωρούσαν πως επέρχεται χρεοκοπία και θα έτρεχαν να σηκώσουν τα χρήματά τους. Ο τραπεζικός πανικός θα καθιστούσε αναπόφευκτη την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων, οι οποίοι με τη σειρά τους θα προκαλούσαν έμφραγμα στην ελληνική οικονομία και θα είχαν βεβαίως αρνητικές για την κυβέρνηση πολιτικές συνέπειες.
Με άλλα λόγια –όπως έχω ήδη προαναφέρει– η ίδια περίπου κατάσταση θα προέκυπτε ακόμα κι αν ο Τσίπρας δεν είχε αναζητήσει διέξοδο στο δημοψήφισμα και βεβαίως δεν θα είχε υπογράψει ό,τι του ζητούσαν. Το κυβερνητικό επιτελείο είχε την αφέλεια να θεωρεί πως η προκήρυξη δημοψηφίσματος θα προκαλούσε μεγάλη αναταραχή στις αγορές, γεγονός που θα υποχρέωνε τους δανειστές να συνάψουν συμφωνία ή πριν στηθούν οι κάλπες, ή αμέσως μετά την επικράτηση του “όχι”!
Είχε υποτιμήσει κραυγαλέα όχι μόνο τους μηχανισμούς πρόσκαιρης χειραγώγησης των διεθνών αγορών, προκειμένου να αποτραπεί αναταραχή, αλλά και την αντίδραση του ευρωιερατείου. Πώς να ερμηνεύσει κανείς την αυταπάτη των κυβερνώντων πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συνέχιζε να δίνει ρευστότητα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και οι τράπεζες θα έμεναν ανοικτές;
slpress.gr