απόσπασμα από τα ¨αποχαιρετιστήρια λόγια¨
(Αγγελος Αγγελίδης, Φυσικός, Συνεστίαση 12-06-2025)
(συνέχεια)
Όμως ο κόσμος μας πολύ μικρός. Περιορισμένα όλα πάνω στο νησί. Λιγότεροι από διακόσιοι...
να ήμασταν όλοι κι όλοι, αναπνέοντες και πασχίζοντας, αιθεροβάμονες της τύχης. Μοιραίο να σκεφτώ ότι η κάθε επόμενη στιγμή μου εξαρτάται από άλλους παράγοντες που δεν ορίζω κανέναν. Οσο και να θέλω, δεν μπορώ να βοηθήσω τον εαυτό μου. Αγέρας και φουρτούνες, αεροπλάνα και καράβια, εφόδια και πολυτέλειες, γιατροί και γιατροσόφια, γείτονες φίλοι και πολεμοκάπηλοι, τυχοδιώκτες, άρπαγες και έμποροι ή θεριακλήδες.
Μόνη διέξοδος ένα χαρτί κι ένα μολύβι. Δύσκολα έδινα απαντήσεις σε όσους ρωτούσαν προκλητικά, επέμενα με ηρεμία και συνομιλούσα με όσους καταλάβαινα ότι θέλουν να ρθουν κοντά στα πραγματικά ¨γιατί¨ της απομονωμένης ζωής. Εκεί μακριά, στην εσχατιά για την υπόλοιπη Ελλάδα, εκεί έγραψα τα πρώτα μου. Εφευγα απόγευμα στις έξι για το νησί ¨θρύλος¨, αφήνοντας πίσω μου έναν άλλον παγκόσμιο ¨θρύλο¨. Εφευγα τότε που ο Ηλιος, ψηλά ακόμη, κατάκαιγε κι ούτε που ήξερα που πάω. Εμπιστεύτηκα ένα καράβι, πίστεψα σε μια ελπίδα σκληρή, έπεισα τον εαυτό μου να βασιστεί στην τύχη και στον Θεό πάλι. Ξαναέζησα όλες τις στιγμές που ξημέρωσαν εκείνες οι δαιμόνιες νύχτες με την τρελή αγωνία των Εισαγωγικών για τα Πανεπιστήμια. Οσο πιο άγνωστη κι αυτή η αποστολή, τόσο πολύτιμη. Ο ερχομός στη ζωή βρίσκει τη χαρά του μέσα στο κλάμα, έτσι και το όνειρο να γίνω δάσκαλος παίρνει υπόσταση μέσα από δυσκολίες και χίλια κύματα. Το καράβι ασυγκίνητο όμως έφευγε, έφευγε και μαζί του έφευγα, έφευγα και χορεύαμε πάνω στα κύματα κι έγραφα τότε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα ¨… κι αφήνω πίσω μου μιαν Ρόδο κι έναν Ηλιο ….¨. Τα αφρισμένα νερά πίσω από την πείσμωνα προπέλα σιγά-σιγά έσβηναν, ξεθώριαζαν σιγά-σιγά και οι όψεις του λιμανιού, τα ιστορικά κάστρα, οι επιβλητικοί φοίνικες που δέσποζαν στα καταπράσινα δέντρα, όλη η βοή εκείνης της κοσμοπολίτικης Ρόδου.
Τρία τα βράδια στο παγκάκι του λιμανιού. Οι λάμπες απέναντι στους λυγερόκορμους ιστούς γρήγορα ξεθώριασαν στα μάτια μου. Θέλω να αντέξω για να νιώσω και ίσως έστω κι έτσι να χαρώ, στιγμές τέτοιες που δεν ζεις με πρόγραμμα στη ζωή. Υποφέρω κατά βάθος, αλλά αντέχω. Τα τριζόνια στα δέντρα προς τα ψηλά στην ανηφοριά, απόκαμαν κάποια στιγμή, με άφησαν κι αυτά παντελώς μόνο. Η κάψα στο σκληροτράχηλο πρανές υποχωρεί, δροσίζει η νύχτα.
Σκληρό το πράσινο φρεσκοβαμμένο ξύλο στο παγκάκι αλλά είναι το μόνο φιλόξενο μέρος για μένα κι απόψε. ¨Καστελόριζο μπλούζ¨ Αγγελε, Καληνύχτα. Δίπλα μου ακριβώς, μόνες οι δυο βαλίτσες μου. Τις δυο δασκάλες, καλά κορίτσια, η μια απ΄ τον Βορρά κι η άλλη Πειραιώτισσα, τις βόλεψε πολύ ευγενικά ο Γιατρός στους χώρους του Ιατρείου για να κοιμηθούν. Ο Γιατρός, Δημήτρης και Σαλονικιός, στη φύση του πολύ καλός, κοιμήθηκε σε φιλικό σπίτι.
Αγγελε δεν ήθελες την Λάρισα στο ΄90, ήταν μακριά, θα ήσουν ¨ένας σώγαμπρος¨ έλεγες δώθε και κείθε, τώρα μείνε στο παγκάκι και νιώσε και εμπέδωσε το ¨Καστελόριζο μπλούζ¨, ξανά και ξανά και ξανά. Εγερνα και ξυπνούσα, πιασμένος, πονεμένος. Ηξερα όμως ότι θα ξημερώσει, είχα ελπίδα στην μπέσα του Ηλιου που δεν ξεχνά το ταξίδι του.
Κοντά στα χαράματα ζύγωσε σχεδόν παραπατώντας ο Νώντας, ήσυχος αλλά ομιλητικός, καλοκάγαθος σαραντάρης αλλά αινιγματικός, πλήρης αλλά κατά βάθος ελλειμματικός. Τύπος ως ημιχίπις, άφησε τη πολύβουη Αθήνα και ήρθε να ολοκληρωθεί στην ερημιά και ολομόναχος. Όσο και να κάπνιζε, γιατρειά δεν έβρισκε. Αποκρίνομαι πάντα σε ότι έλεγε, όταν όμως έλεγε να φύγει δεν παρακαλούσα για το αντίθετο, κάτι μου φόβιζε, κάτι δεν καταλάβαινα. Καλός αλλά αινιγματικός. Και άρχιζα τότε να τραγουδώ, παραμιλούσα πότε-πότε δυνατά και με στόμφο, έψελνα σε όλους τους ήχους. Σάστιζε ο Νώντας, κουνώντας το κεφάλι του έφευγε δείχνοντας κατανόηση και λύπηση για μένα. Με τα πεφταστέρια και τα τριζόνια, τον Νώντα και τα νυχτοπούλια κι αυτή η νύχτα ευτυχώς ήταν μικρή.
(συνεχίζεται)