Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

Η φιλία γεφυρώνει του χρόνου τα φαράγγια τ’ αδιάβατα


(Του Μάρκου Μπόλαρη)

Στριφογυρίζει στο μυαλό μου

πολλές μέρες τώρα, τούτος ο συμπατριώτης μου,

τις νυχτιές περ’σότερο, τις μικρές νυχτιές του Ιούνη...  




που ακινητοποιείται από την άπνοια

κι από την ζέστα η πλάση, σαν ν’ αφουγκράζεται,

σαν κάτι να απαντέχει,

τι τάχα να προσδοκά,

νυχτιές του τριζονιού, του γρύλου,

πάει κι έρχεται το όνομά του στο μνημονικό μου, τόσο, που θαρρώ κάποιες φορές

πως πιά θωρώ την μορφή του, ομορφάντρας είναι καστανός, ψηλός, γεροδεμένος,

τάχα, νά ‘ναι ο πρόσφατος πόλεμος στη Μέση Ανατολή και στην Περσία,

μπορεί, δεν τ’ αποκλείω,

άλλωστε, να ακολουθήσει ποιός μπορεί τούτες

του νού τις αξεδιάλυτες διαδρομές ,

να παρακολουθήσει ποιός δύναται των συνειρμών

τις δολιχοδρομίες,

Α ! λαβύρινθος,

ο νούς τ’ ανθρώπου λαβύρινθος ,

αχανής ,

καταπώς οι Έλληνες μας πρωτοείπαν,

κι από κάποια στοά

τούτου του αχανούς λαβυρίνθου,

του νού ,εννοώ,

ποιός να γνωρίζει πώς,

αμήχανον,

των συνειρμών ένα φάντασμα,

νάτος , φαίνον φάντασμα,

Επισθένης ο Αμφιπολίτης,

τούτες τις θερινές βραδιές του Ιούνη που συγκρατεί την ανάσα της η φύση ,

τούτος περιπολεύει, καθώς

από τις πολύπλοκες στοές του λαβυρίνθου

εξέρχεται αρματωμένος,

και στου μυαλού θρονιάζεται την υποδοχή,

αρματωμένος κι αξιοπρεπής,

«των πελταστών και γαρ ήρχε»,

αρχηγός των πελταστών ήταν,

ο Επισθένης,

στη κρίσιμη εκείνη μάχη στα Κούναξα της Μεσοποταμίας ,

εξήντα χιλιόμετρα πριχού φτάξει ο στρατός στην

περίφημη Βαβυλώνα,

με κοιτάζει κατάματα σιωπηλός,

φίλος μου, λογιέται,

τι κι αν μας χωρίζουν

δύο χιλάδες τετρακόσια είκοσι έξι χρόνια,

η φιλία γεφυρώνει του χρόνου

τα φαράγγια τ’ αδιάβατα,

νάτος και σήμερα ,

τη εικοστή εβδόμη Ιουνίου μηνός,

Σαμψών του Ξενοδόχου μνήμη, μας ενημερώνει

ο συναξαριστής,

ζέστα στον τόπο , καύσωνας θα μπορούσες να ειπείς,

χαμογελά συγκαταβατικά

ο Επισθένης ,

που και να ξέρεις εμείς, σιγοψιθυρίζει,

που και νά ‘ξερες, πως την έρημο έμφορτοι

διασχίσαμε της Συρίας και της Μεσοποταμίας,

καλοκαίρι καιρό, ψηνόταν το ψωμί στην πέτρα,

εκείνο το καλοκαίρι μέσα στο ανελέητο λιοπύρι,

στους τετρακόσιους κι έναν χρόνους προ Χριστού,

πεζοί με τις πανοπλίες έτοιμες για μάχη,

κουνάει με νόημα την κεφαλή ,

που και να ήσουν εκεί ,

εμείς , οι Μύριοι υπό τον Κλέαρχο τον Σπαρτιάτη,

μα δεν είμαστε μόνον μύριοι ,

αλλά , δέκα και τρείς χιλιάδες Έλληνες μισθοφόροι , εμπειροπόλεμοι,

αφού είχαμε αλληλοσφαγεί στον εμφύλιο,

τον Πελοποννησιακό Πόλεμο,

κι είχαμε πλιά εμπειρία πολεμική,

συστρατευτήκαμε με τον Κύρο τον βασιλόπαιδα,

οπλίτες και πελταστές και ψιλοί,

με ολιγίστους ιππείς,

απ’ του Αιγαίου τις ακτές στην καρδιά της Μεσοποταμίας , πεζοπορώντας,

τον Αρταξέρξη να αντιμετωπίσουμε, να πολεμήσουμε, να νικήσουμε, να εξοντώσουμε

τον αδερφό του τον Κύρο

Μεγάλο Βασιλέα των Περσών να αναδείξουμε,

είχαν έρθει πολλές φορές

στα όριά μας των Περσών τα στρατεύματα ,

την Ιωνία και τις πόλεις της υποτελείς είχαν καταστήσει , δεν μπόρεσαν,

τι στιγμή κι αυτή στην παγκόσμια ιστορία,

να νικήσουν δεν ίσχυσαν

στις εκστρατείες τους κι έμεινε στην ιστορία

από τότες να μιλούν γιά τον Μαραθώνα,

στις Θερμοπύλες να γονατίζουν,

την Σαλαμίνα να υμνούν , τις Πλαταιές να δοξάζουν,

εμείς τώρα, νά, πρώτη φορά,

στρατός των Ελλήνων πολύς , συντεταγμένος,

με τον Σπαρτιάτη Κλέαρχο στρατηγό,

για μάχη φτάσαμε

στην καρδιά της Πέρσικης Αυτοκρατορίας,

αφού τους γόους των Γερόντων

είχαμε ακούσει στην τραγωδία του Αισχύλου

για τους Πέρσες,

και να, σε μάχη στο λιοπύρι το καλοκαιρινό παραταχτήκαμε απέναντι

στου Αρταξέρξη το υπερέχον στράτευμα,

Πέρσες και Μήδοι, Αιγύπτιοι και Φρύγες ,

Λυδοί και Πισίδες, Καππαδόκες και Μυσοί,

εμείς, οι Έλληνες,

παραταχτήκαμε τον Ευφράτη έχοντας στα δεξιά μας,

«Ζεύς Σωτήρ και νίκη»,

ήταν το σύνθημά μας,

και μ’ αυτό χυθήκαμε στη μάχη ,

«επαιάνιζον τε οι Έλληνες και ήρχοντο αντίοι ιέναι

τοις πολεμίοις…

και ενταύθα εδίωκον μεν κατά κράτος οι Έλληνες»,

είχαμε , βλέπεις, την τύχη και την τιμή

ένας ιστορικός περίφημος,

Ξενοφών ο Αθηναίος ,

αυτοπροσώπως να παρίσταται στη μάχη,

και ως πολεμικός ανταποκριτής

όσα είδε και άκουσε και βίωσε με την γραφίδα του

να διαδώσει στους επερχόμενους,

να του μυαλού οι διαδρομές,

του λαβυρίνθου του νοός οι πολυποίκιλες στοές,

στον Ξενοφώντα οφείλω

την αθανασία του ονόματός μου,

τούτος την μάχη αυτή στα Κούναξα περιγράφει,

οι Έλληνες νικήσαμε,

μα ο Κύρος λαβώθηκε, σκοτώθηκε,

κι ήταν εκεί που ο Τισσαφέρνης,

του βασιλιά ο πρωτοστάτης

να μας πλαγιοκοπήσει επιχείρησε περνώντας έφιππος μέσα από το ποτάμι

δίπλα από τους Έλληνες πελταστές,

μα τότες,

διαστάντες οι Έλληνες έπαιον και ηκόντιζον αυτούς

Επισθένης δε Αμφιπολίτης

ήρχε των πελταστών και ελέγετο φρόνιμος γενέσθαι !

Εξουθενωμένοι από την ολοήμερη μάχη,

την ζέστη την αφόρητη της Μεσοποταμίας

κουρνιάσαμε το βράδυ

λίγη ξεκούραση να λάβουμε ,

αφού δρόμος μακρύς, επικίνδυνος και κακοτράχαλος

μας περίμενε τώρα,

εμάς τους νικητές,

εμάς τους μισθοφόρους του νεκρού διεκδικητή

του Θρόνου Κύρου,

εμάς τους αντίπαλους του επιζήσαντα βασιλιά,

μακρύς δρόμος

μέχρι να ξαναιδούμε την θάλαττα,

στου Εύξεινου Πόντου

τις ακτές να κατηφορίσουμε,

στης Τραπεζούντας το παράλιο,

μακρύ δρόμο κι επίπονο

μέχρι στης Αμφίπολης το λιμάνι ν’ αποβιβαστώ,

της πατρώας γής το χώμα να σκύψω

για να ασπαστώ ,

του βασιλιά των Μακεδόνων συνδαιτημόνας

να βρεθώ , την ιστορία

της αλλόκοτης τούτης περιπέτειας των Μυρίων

να διηγηθώ,

το πώς από το Αιγαίο στη Βαβυλώνα κι από τα Κούναξα , μέσω των ακτών του Ευξείνου,

στην Πατρίδα επιστρέψαμε,

για τα όπλα των εχθρών και τις τακτικές τους

με λεπτομέρειες ν’ αφηγηθώ

μου ζητούσαν κι οι γραμματικοί σημειώσεις

ταχυγράφω καλάμω κρατούσαν,

κάτι σοβαρό μελετούσαν,

μετά από χρόνους

οι ιστορικοί που γεφυρώνουν καιρούς και χρόνους

θα ειπούν

πως τα διδάγματα της εκστρατείας των Μυρίων,

που ο ταπεινός εγώ διηγήθηκα τοις βασιλεύσι,

τούτα τα διδάγματα ήταν που παρακίνησαν

το ορμητικό Αλέξανδρο,

και τον έσπρωξαν

να γίνει Μέγας,

Επισθένης ο Αμφιπολίτης ,

εγώ,

από του λαβύρινθου τα καλντερίμια εξελθών,

της προσοχής του Μινώταυρου διαλαθών,

μιά νύχτα του Ιούνη,

ζεστή και καυτή, με τις ευωδιές του γιασεμιού,

για την νίκη , να σας πώ,

που κερδίζεται όταν σ’ αυτήν πιστεύει

ο στρατός κι ο στρατηγός,

όπως τότες στα Κούναξα,

γιαυτήν ήρθα

να ιστορήσω , σ’ όσους φοβικοί στέκονται

μπροστά στα μείζονα,

διστακτικοί, μοιραίοι, άβουλοι,

η νίκη δεν χαρίζεται ,

στους αιώνες, τούτο το μάθημα, με βούληση

και σχέδιο,

με στρατηγική κι ετοιμασία,

κερδίζεται, όπως τότες,

«Ως δε είδον οι Έλληνες εγγύς όντας και παρατεταγμένους αύθις παιανίσαντες

επήσαν πολύ έτι προθυμότερον ή το πρόσθεν» !

Κι αφού ,μέρες τώρα και νύχτες

στου μυαλού μου τις άκρες επίμονα γυροφέρνει, κι επίμονα το ζητάει,

θάρρεψα την ιστορία του,

Επισθένους του Αμφιπολίτου,

να σας διηγηθώ ,

στις δολιχοδρομίες του μυαλού υπείκων ,

του πατριώτη μου του Επισθένους, αυτού που

στην κρίσιμη φάση της μάχης

όταν ο Τισσαφέρνης επιχείρησε να πλαγιοκοπήσει

την ελληνική φάλαγγα,

φρόνιμος εγένετο και απέκρουσε την επίθεση !

ΥΓ

Του Ηλία , που σαν σήμερα στες είκοσι επτά

του Ιούνη , Σαμψών του Ξενοδόχου η μνήμη,

είδε το φώς του κόσμου

στην Θεοφρούρητη πόλη των Σερρών,

ανθισμένες οι ροδοδάφνες και τ’ αγιόκλημα

ευώδιαζε το γιασεμί ,

οι πατρικές ευχές εκ βαθέων για πάν αγαθόν

και οι ώρες οι καλές !