Στις 18 Ιουλίου 1989, ο Γιώργος Κοσκωτάς παραπέμπεται στο Ειδικό Δικαστήριο, με την κατηγορία της υπεξαίρεσης 32 δισεκατομμυρίων δραχμών από την τράπεζα Κρήτης.
Το...
σκάνδαλο είχε και πολιτικές διαστάσεις που έγιναν η αφορμή η χρονιά εκείνη να περάσει στην ιστορία ως το «βρώμικο ‘89».
Μάλιστα η δίκη καταγράφηκε ως η «δίκη του αιώνα».
Για την ίδια υπόθεση, κατηγορίες απαγγέλθηκαν και στον τότε απερχόμενο πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου για ηθική αυτουργία και παθητική δωροδοκία.
Οι καταγγελίες για πιθανή δωροδοκία του Παπανδρέου, έμειναν γνωστές ως «υπόθεση Πάμπερς», αφού στηρίχτηκαν στις φήμες ότι ο Κοσκωτάς έστελνε χρήματα μέσα σε κουτιά από πάνες.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Μένιος Κουτσόγιωργας και οι Δημήτρης Τσοβόλας, Γιώργος Πέτσος και Παναγιώτης Ρουμελιώτης κατηγορήθηκαν αντιστοίχως για ηθική αυτουργία, δωροδοκία αλλά και τη μη λήψη μέτρων ελέγχου της Τράπεζας Κρήτης.
Το ξεκίνημα
Ο Ελληνοαμερικανός Γιώργος Κοσκωτάς, ξεκίνησε ως ένας απλός τραπεζικός υπάλληλος το 1979. Σε μικρό χρονικό διάστημα, κατάφερε να αγοράσει την τράπεζα Κρήτης και να δημιουργήσει τον εκδοτικό κολοσσό «Γραμμή», στον οποίο ανήκαν οι εφημερίδες «Καθημερινή» και «Βραδυνή».
Αμέσως μετά, αγόρασε την ομάδα του Ολυμπιακού. Μέσα στην πορεία του ως πρόεδρος της ομάδας κατάφερε να πραγματοποιήσει την ακριβότερη μεταγραφή παίκτη στην ιστορία, μετά του Ντιέγκο Μαραντόνα. Έδωσε 3 δις δραχμές για την απόκτηση του Ούγγρου ποδοσφαιριστή Λάγιος Ντέταρι.
Ο Κοσκωτάς, στην προσπάθεια του να μείνει ανέγγιχτος από την δικαιοσύνη, πίστωσε 1.200.000 δολάρια σε ελβετικό λογαριασμό, με σκοπό να δωροδοκήσει τον Μένιο Κουτσόγιωργα.
Η κίνηση αυτή, στοχοποίησε τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος θεωρήθηκε πρόσωπο κλειδί για την υπόθεση. Για τουλάχιστον δυο χρόνια, ο Κουτσόγιωργας προσπαθούσε να αποδείξει την αθωότητα του μέχρι τον θάνατο του, τον Απρίλη του 1991 που υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της δίκης.
«Η κάθαρση»
Τον Ιούλιο του ’89, η Νέα Δημοκρατία που δεν κατάφερε να σχηματίσει μόνη της κυβέρνηση μετά τις εκλογές, έκανε συγκυβέρνηση με τον Συνασπισμό, όπου από κοινού αποφάσισαν τη σύσταση ειδικής προανακριτικής επιτροπής με σκοπό την διαλεύκανση του σκανδάλου Κοσκωτά και πιο συγκεκριμένα, την ενοχή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.
Ο Μένιος Κουτσόγιωργας είχε κριθεί προφυλακιστέος και είχε ήδη οδηγηθεί στις φυλακές Κορυδαλλού, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους που παρέμειναν ελεύθεροι. Τον Μάρτιο του 1991, υπό την προεδρία του Βασίλη Κόκκινου ξεκίνησε η περιβόητη δίκη.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, παραδέχτηκε τους λάθος χειρισμούς της κυβέρνησης του, ως προς την διερεύνηση του σκανδάλου.
Δεν αποδέχτηκε το κατηγορητήριο και αρνήθηκε να εμφανιστεί στο δικαστήριο. Αντίθετα, οι Μένιος Κουτσόγιωργας, Δημήτρης Τσοβόλας και Γιώργος Πέτσος έδωσαν κανονικά το παρών στη δίκη και «αναμετρήθηκαν» με τους κατήγορους.
Για την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας σε απιστία κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, ο Ανδρέας Παπανδρέου αθωώθηκε με την οριακή πλειοψηφία των 7–6 ψήφων.
Ο τότε υπουργός εθνικής οικονομίας Παναγιώτης Ρουμελιώτης, χρησιμοποίησε την ασυλία του ευρωβουλευτή και απηλλάγη από τις κατηγορίες, ενώ ο Μένιος Κουτσόγιωργας πέθανε μέσα στο ειδικό δικαστήριο ύστερα από σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ο Δημήτρης Τσοβόλας αντιμετώπισε ποινή 2,5 ετών εξαγοράσιμη, ενώ στον Γιώργο Πέτσο επιβλήθηκε δεκάμηνη ποινή φυλάκισης.
Ο Κοσκωτάς καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη. Τα 33 δισ. που υπεξαίρεσε του χρησίμευσαν στην χρηματοδότηση των επιχειρήσεών του αλλά και στην δωροδοκία πολιτικών. Αποφυλακίστηκε το 2001, έχοντας εκτίσει τα 3/5 της ποινής του, αφού το Πενταμελές εφετείο κακουργημάτων μείωσε την ποινή λόγω «ειλικρινούς μεταμέλειας».