Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Της έμπνευσης τα μονοπάτια…


 Από τη μάνα ήταν κερασμένα. 


(Του Μάρκου Μπόλαρη)

- Το πρωί στες εφτά θα είναι στο εργοστάσιο!

Τούτη ήταν η παραγγελιά!



- Μα, αντέτεινε η μάννα,

στο σχολειό στες οχτώ πηγαίνουν !

- Ναι, ολοκλήρωσε ο πατέρας, μα οι εργάτες

στο εργοστάσιο στες εφτά πιάνουν δουλειά !

Στις εξήμισυ το πρωί ήρθε με φίλησε στο μέτωπο,

στις εφτά μ’ ένα ποδήλατο motopecane ήμουν

στη δουλειά !

Είχενε τότες ογδόντα εργαζόμενους

κι ένας η αφεντιά μου, ογδόντα ένας,

κοτζαμάν απόφοιτος

της τρίτης του Δημοτικού Σχολείου,

ναί, αυτού πίσω από τα ψαράδικα, στα Ταμπάχανα ,

στην πλατέα με τα χάνια και τα χασαπιά,

τα οινοποιία και τα μανάβικα, τα εμπορικά

και τους καφενέδες, τα σαλαμτζίδικα και τα παστουρματζίδικα, τα εδώδιμα κι αποικιακά,

καρβουνάδικα και κουρεία, μπακάλικα και ποδηλατάδικα,

στην πλατέα με τους πεταλωτήδες και τους αραμπατζήδες, τους παιτοντζήδες τους σαλεπητζήδες, τους πλανόδιους και τους μπουγατσατζήδες,

ανάκατα αλογόκαρα και ταξί , βοιδάμαξες και αστικά λεωφορεία , μουλάρια φορτωμένα ξύλα για τον φούρνο του Πρωτόπαππα, νεοφερμένα φορτοταξί

και τρίκυκλα,

στην πλατέα που ύστερα την είπαν Πλατεία Εμπορίου,

ογδόντα εργαζόμενοι, πιό κάτω απ’ του Σταυρού

την εκκλησιά, πριν από του Πανσερραϊκού

το γήπεδο,

μαστόροι και τεχνίτες, μαραγκοί και τορναδόροι, μηχανοξυλουργοί και επιπλοποιοί ,

επιδέξιοι ξυλογλύπτες, λουστραδόροι και βοηθοί,

κι ο έσχατος πάντων,

στην λίστα έσχατος εγώ των εργαζομένων,

δραχμαί έξ ο μισθός , μεγαλείον,

πήγαινε να φέρεις γκαζόζες από τον μπακάλη, τσίγαρα Άσσος Παπαστράτου από το περίπτερο,

παγωτό χωνάκι Τρικ Τράκ από το εργαστήριο,

στου Ρίζου να πάς για τα λούστρα,

στου Συρβανίδη πετάξου γιά τα γυαλόχαρτα ,

στου Σταυλά να πάς τις κορδέλες για ακόνισμα,

στου Καλλία τρέχα για τις βίδες,

στου Ναούμ πήγαινε για νοβοπάν,

έλα να χτυπήσουμε αμμουδιά στους ταμπλάδες,

τα ροκανίδια στο καροτσάκι να πετάξουμε ,

στου Εμμανουηλίδη στα Ταμπάχανα

για οχτώ φύλλα κόντρα πλακέ,

με του Μέλκου το καροτσάκι να τα φέρεις,

στο μπακάλικο για δέκα δραχμές τυρί ,

στου Βλαχόπουλου ή στου Σαμαρά τον φούρνο

για κουλούρια ή ψωμί,

στο Νέκταρ στα Κιουπλιά για μιά κάσα

βυσσινάδες ,

πάντων υποτακτικός και πάντων έσχατος,

αλλοιώς δεν μαθαίνεις τέχνη,

πώς το ψάλλει ο Κωστής Παλαμάς ,

«Νίκη σου , ανυπόταχτε, υποτάξου πρώτα»,

ο πατέρας τα Σαββατοκύριακα

με την Φλογέρα του Βασιλιά στο χέρι

ή άλλοτες

με τον Δωδεκάλογο του Γύφτου,

κι ύστερα

από τις ατελείωτες εξωτερικές δουλειές ,

η μαθητεία δίπλα στους ξυλογλύπτες ,

τα σκαρπέλα στην σειρά , τρίγωνα και στρόγγυλα

και λούκια,

το πώς το σταφύλι και τ’ αμπελόφυλλα στον ταμπλά του ξύλου , θα σχεδιαστούν αρχικά

κι ύστερα μ’ υπομονή θα μορφωθούν στο ξύλο,

τον βότρυν τον πέπειρον η γεωργήσασα,

το πώς οι ελιές στο ξύλο σκαλίζονται,

κί ύστερα τα δαφνόφυλλα , τα τριαντάφυλλα ρόδα,

μορφή πώς στο ξύλο παίρνουν

κι ανάγλυφα αναδεικνύονται , ελαία η πολύκαρπος,

στους ξυλογλύπτες δίπλα ,

μαθητής κι εραστής της τέχνης του ξύλου,

όπως και τούτοι άπαντες μαθητούδια υπήρξαν

του μαστρο Μάρκου,

η τέχνη παραδίδεται από γενιά σε γενιά,

ο παππούλης μου στο αρχαίο Μοναστήρι

της Αγιά Τριάδας των Τζαγκαρόλων στα Χανιά

στην τέχνη ετούτη μυήθηκε , τι θαρρείς ,

μύηση είναι η τέχνη,

κι ύστερα , άμα μυηθείς,

τότες μετρά η έμπνευση,

τεχνίτης χωρίς μύηση δεν γίνεσαι ,

κι ούτε ποτές είναι δυνατόν

μάστορας ν’ αναγνωριστείς άμα δεν έχεις έμπνευση,

λένε οι παλιοί , πώς τούτο ,

η έμπνευση , εννοώ, θείο δώρο λογιέται ,

κι άμα δεν μυρωθεί ο άνθρωπος

ξεχωριστά , χωρίς έμπνευση,

με τα μεγάλα δεν είναι για να καταπιάνεται,

κι η έμπνευση , μη θαρρείς,

λογιώ - λογιώ είναι , αλλού λίγη, αλλού περισσότερη,

αλλού με την σταγόνα, αλλού με τον κουβά,

των ανθρωπίνων αναζητήσεων αποτύπωση,

των αγώνων και των πόθων απόπειρα σχεδιασμού,

των πόνων και των παθών έκφραση ,

άλλοτε με τον χρωστήρα και άλλοτες πάλιν

με το κοπίδι στο μάρμαρο ή στο ξύλο,

η έμπνευση ως άθλημα έκφρασης ,

η έμπνευση , Μούσαις Χάρισι,

ως κορύφωση του ανθρώπινου έρωτα,

μήπως και του Θείου έρωτα,

δίπλα στους ξυλογλύπτες , σκολιαρούδι εγώ,

τις ευωδιές του ξύλου ανέπνεα,

την δική του ανασεμιά κάθε δεντρό,

αλλιώς η οξιά ευωδιάζει, διαφορετικά η δρύς

ή η καρυδιά,

ξυλόγλυπτη μιά έκφραση ,

την κεφαλή των λεόντων στο δεσποτικό,

τα παραδείσια πουλιά στα αναλόγια ,

το πνεύμα κατερχόμενο ωσεί περιστερά στον άμβωνα για την ανάγνωση,

κεφαλοκόλωνα και κολώνες, θωράκια και αψίδες,

ανθέμια παλαιοχριστιανικά και πολυσταύρια,

δράκοντες στα Λυπητερά , δικέφαλοι αετοί

τις μνήμες ν’ ανακαλούν της Αυτοκρατορίας,

στην ζέστα του Ιούνη,

με τον δροσιά ενός βερύκοκου από τον παράδεισο

της γιαγιάς, όλων των λογιών, όλων,

τα καρποφόρα δεντρά είχε φυτευμένα,

στην ντάλα του Ιούλη,

τότες που έσκαγε ο τζίτζικας,

με την ευωδιά ενός χνουδωτού ροδάκινου

και την γλύκα του αχλαδιού , βουτυράτα, ζεντίλια και κοντούλες,

της μαθητείας υπήκοος, τι δωρεά κι αυτή,

της μύησης ακόλουθος,

της έμπνευσης εραστής,

με έξι δραχμές το Σάββατο ως εβδομαδιαία αμοιβή,

καβαλούσα το ποδήλατο στις τρείς, επιστροφή,

ένα ψαθάκι στο κεφάλι, αλεξήλιον,

σχόλαγε το εργοστάσιο, ώρα για φαί,

ώρα για την απογευματινή ανάπαυλα,

μιά ροδοδάφνη ρόζ στην αυλή στόλιζε τον κόσμο ,

μαζί κι οι μολόχες της μάννας, όλων των χρωμάτων,

κι η μοσχομολόχα, το ιτίρ, που ευώδιαζε τις συνταγές

και τα γλυκά του κουταλιού,

τούτο κι εάν ήταν σχολειό,

του καλοκαιριού το τρίμηνο, σχολειό δίπλα σε βιοπαλαιστές, δίπλα σε μαστόρους,

δίπλα σε πολεμιστές ,

στην καρδιά των Σερρών , Δορυλαίου 2 ,

μνήμες αστείρευτες από αλησμόνητες Πατρίδες,

Μικρασιάτες και Θρακιώτες, Ρωμυλιώτες,

Κωνσταντινουπολίτες και Τραπεζούντιοι,

πάσαι αι φυλαί της Ρωμιωσύνης,

μιάς παράδοσης συνεχιστές με το σκαρπέλο στο χέρι

και με την πλάνη, με το πριόνι, με το τρυπάνι,

με την τανάλια, την ματσόλα και το σφυρί,

μιάς παράδοσης ωραιότητος,

ένας Λαός εραστής του Κάλλους,

τι κι άν παραδοθήκαμε ύστερα στο πλαστικό,

το πλαστικό ψυχή δεν έχει ,

το ξύλο αναπνέει , μιλά, ακούει, πονά, συνδιαλέγεται

παίρνει ζωντανή μορφή ,

έκφραση,

σαν την γοργόνα στο ακρόπρωρο του πλοίου,

σαν την άμπελο την ευκληματούσα

στο τέμπλο της Μονής Προδρόμου στο Μενοίκιο όρος ή πάλιν στην εκκλησιά της Άνω Βροντούς,

στης μύησης

τα ορεινά μονοπάτια οι απαντοχές,

της έμπνευσης

ακριβές , ατίμητες οι μετοχές !

Με τέτοιο μεροκάματο, τέτοιο βδομαδιάτικο,

ο Θεός συγχωρήσει και αναπαύσει

τους κεκοιμημένους γονείς και τους παππούδες,

τους δασκάλους και τους αναδόχους,

με τέτοιο μεροκάματο το απογευματινό παγωτό

από τον αγαθό πλανόδιο παγωτατζή του Κρί- Κρί ,

τον Ιορδανάκη, απ’ την Εβραίικη γειτονιά,

ήταν εξασφαλισμένο .

Έτσι κι αλλοιώς τα βραδινά εισιτήρια για την κινηματογραφική ταινία στα Τιτάνια ή τον Έσπερο και το Ρέξ καθώς και για το καλαμπόκι βρασμένο

ή στα κάρβουνα,

από την μάννα κερασμένα ήταν !

Καλό θερ’νό !