(Του Μάρκου Μπόλαρη)
«Τα μονοκοτυλήδονα και τα δικοτυλήδονα
ανθίζανε στον κάμπο
σου το 'χαν πει στον κλήδονα
και σμίξαμε φιλήδονα τα χείλια μας, Μαλάμω!»
Του Γιώργου Σεφέρη,
οι στίχοι,
από την πρώτη ποιητική του συλλογή...
με τίτλο «Στροφή»,
στίχους που μελοποίησε ως δημοτικό τραγούδι
ο μεγάλος Γιάννης Μαρκόπουλος,
ο κλήδονας στο μυαλό του Σεφέρη,
ως παιδικό βίωμα
από τις Μικρασιάτικες γειτονιές
στο μυαλό του ποιητή και του Άη Γιάννη οι φωτιές,
φωτιές που επανέρχονται πάλιν επίμονα
αργότερα στο ποίημά του,
στο «Τετράδιο Γυμνασμάτων» :
«Μα εσύ που γνώρισες τη χάρη της πέτρας
πάνω στο θαλασσόδαρτο βράχο
το βράδυ που έπεσε η γαλήνη
άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή
της μοναξιάς και της σιωπής
μέσα στο κορμί σου
τη νύχτα εκείνη του αϊ-Γιάννη
όταν έσβησαν όλες οι φωτιές
και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ’ αστέρια.»
Αχ ! Τούτες οι μέρες
οι φωτεινές του Ιούνη,
τούτες οι φωτιές
οι καθαρτήριες φωτιές του κλήδονα,
τούτες οι ευωδιές
του στάχυ στο θερισμένο σταροχώραφο,
στις ομορφοπλαγιές
του Κερδυλλίου όρους,
στο Αηδονοχώρι
της αρχαίας χώρας των Βισαλτών, αντικρύς
από την Αμφίπολη , του Μεγαλέξαντρου
το ορμητήριο,
στ’ Αγιονορείτικο
μετόχι του Γεννεσίου του Προδρόμου,
το Κουτλουμουσιανό,
Φώς ιλαρόν αγίας δόξης,
ρόζ, ευαίσθητα , αραχνούφαντα τα ανθάκια
της ακακίας Κωνσταντινουπόλεως,
ως λεπτά μύρα,
Α ! τούτες οι νυχτιές, διάφανες, έναστρες
όταν σβήνουν όλες οι φωτιές
και μελετάς τη στάχτη κάτω από τ’ αστέρια,
απλωμένη μπροστά εύφορη
των Σερρών η πεδιάδα, του Στρυμόνα οι ροές αέναες
Α ! τούτες οι νυχτιές
που τ’ αγιόκλημα και το γιασεμί μ’ ευωδιές
τις μαγεύουν ,
βραδιές του τριζονιού , του γρύλου, του γκιώνη,
όταν πέφτει η γαλήνη,
μέρες του Ιούνη , που σημαδεύουν
την ζωή , κατά πώς το παιδικά του ποιητή
βιώματα από τα Βουρλά,
ναι, μέρες του Θεριστή,
κατά πώς μας τον ζωγράφισε ο Γιάννης Τσαρούχης,
μ’ ένα καλάθι από βέργα λυγαριάς
γιομάτα βερύκοκκα,
μετρώ πέντε - δέκα - είκοσι,
Πώ !
τριάντα πέντε χρόνους πίσω,
σαν σήμερα ,
όταν εσπερίζαμε το Γεννέσιον
και μέτοχοι γινόμασταν
στο θαύμα της γεννήσεως του Προδρόμου
εξ αγόνων λαγόνων,
με το όνομα μας ήρθε
κι ένας νεαρός , τι πολυτίμητο δώρο θείο η ζωή ,
τι φωτεινό δώρο,
με του Άη Γιάννη τις φωτιές, που παιδιά πάντα
τις ανάβουν, μας χαμογέλασε,
και , πώς τέμνεται
η συμβατική ροή,
η άχαρη αμή και γκρίζα καθημερινότητα,
η φορτική και πιεστική,
πώς τέμνεται ,
σταματά ο ιστορικός χρόνος,
Άγγελος πρωτοστάτης,
έτσι , και τότες,
λίγες, αλήθεια, τούτες οι στιγμές
λίγες οι ώρες,
ευφροσύνης αίτιον και αγαλλιάσεως,
πάνω στο θερινό ηλιοστάσιο,
ήλιε μου παλικάρι μου,
τούτες τις ελάχιστες που μας χαρίζει, τις ατίμητες, χρυσίου και λίθων πολυτίμων πολυτιμότερες,
η ζωή , τούτες αμήχανα
επιχειρώ να σκιαγραφήσω,
ο παντέρμος , άμουσος κι άτεχνος τυγχάνω,
πώς σε γραμμές
να χαράξω,
την αγαλλίαση, τάχα, πως σε λέξεις
να συνταιριάξω,
την ευωδιά του μύρου πώς με λέξεις
να περιγράψω,
την άφατη χαρά του θείου δώρου των αδυνάτων
αδύνατον να μεταδώσω,
τέτοια μέρα ήταν, με του Άη Γιάννη τις φωτιές,
ίσως , μόνον, τι λέξω,
θαυμάστωσον τα ελέη Σου,
αμήχανον και γαρ εστί,
αίνεσις εν τυμπάνω και χορώ , ναί, τούτο, αίνεσις
εν δεκαχόρδω ψαλτηρίω,
μ’ ένα πεντοζάλη,
όπως τότες και τα νύν,
έτι και έτι,
έναν ασπασμό ως υποδοχή,
αίνεσις συνεχιζόμενη, ευγνωμοσύνη μύχια,
για την ευεργεσία της δωρεάς
της νέας ζωής !
Πολύχρονος Ιωάννη- Πρόδρομε,
με υγείαν την κατ’ άμφω !
Καλλίχρονος παλικάρι μου
με ευλογίες στην ζωή !
Ευτυχισμένη η οικογένειά σου,
Ως ελαία κατάκαρπος,
ως άμπελος ευκληματούσα!
Κι ο Άη Γιάννης ο Ριγανάς
ρύστης και προστάτης
εν τοις πειρατηρίοις!
Ασπασμός αγάπης