Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Του Ιούνη μιά έμορφη ημέρα


(Του Μάρκου Μπόλαρη)

Από την βορειοανατολική πλευρά βγήκα,

ανάμεσα ντραμ’ντάνας και λεβάντε,

 

το χάραμα επήρα του ήλιου τον δρόμο,

τον ποιητή κρατώντας απ’ το χέρι,

όχι, δεν είχε ανατείλει ακόμη,

υπέφωσκε ήδη η ημέρα , καθώς οι Έλληνες

έγραφαν , λυκαυγές το φώς,

του Ιούνη μιά έμορφη ημέρα, οι νυχτιές οι πιό

λιγόωρες του χρόνου, στες τρείς τα κοκόρια,

ζέστες του Θεριστή , καιρός σύναξης ,

σύναξης των καρπών και των κόπων,

με τον κυρ Γιώργη είχαμε συμφωνήσει

αχάραγα να βρεθούμε, το κλησίδι

να περ’μαζέψουμε, πανήγυρις και γαρ,

μιά ευωδιά πρωινή , ένα αγέρι αναιπαίσθητο

απ’ της Νίμπρος τα βουνά κατεβαίνει,

στα νερά τα βορειοαιγαιοπελαγίτικα αρμυρίζει

και μας χαϊδεύει το προς πρωί πρωί το πρόσωπο,

μιά ευωδιά, από τα τελευταία χαμόμηλα, άραγες,

ή μήπως από τις αρχοντικές μαργαρίτες που στέκονται ως στολισμός στο χέρσο χωράφι ,

μύρα ευωδίας καθώς το μαύρο τ’ ουρανού

σε σκούρο γαλάζιο τρέπεται, κι ύστερα καθώς

ο μάστορης προσθέτει φώς , μακρινό στ’ αλήθεια,

φώς στον χρωστήρα του, το φώς της προαιώνιας

μα ατελεύτητης , φώς της καθημερινής εικαστικής

κι εκστατικής άσκησης , Ανατολή ,

κάθε πρωί , με κάλλος , απερίγραπτο, ο Κόσμος

ξαναδημιουργείται και μακάριος ο δούλος,

ο γρηγορών, που αξιώνεται να γενεί μέτοχος

τούτης της ανάπλασης της ωραιότητας, Φώς,

προστίθεται στον χρωστήρα, ξανοίγει το σκούρο,

γαλανίζει το βαθυγάλανο, κι ύστερα του γκρί

τες αποχρώσεις ενδύεται , άραγες του θυμαριού

είναι τούτες οι μυρίζουσες ριπές, δυό κοτσιλίτες

πηδούν, φτερουγίζουν αγουροξυπνημένοι ,

οι μέλισσες από τις κυψέλες στο Πλάι

ζουζουνίζοντας χύθηκαν στον κάμπο,

ανθισμένα τα μαβιά ανθάκια του τριφυλλιού, ανθισμένοι ακόμη οι ασφόδελοι,

οι αγαπημένοι του Γιώργου Σεφέρη ανθοί,

εντυπωσιακό το άνθος του γαιδουράγκανθου,

μαβί στιλπνό , κόκκινο το λουλούδι που στέκει στην κορφή του άδωνι , που και μάτι φασιανού το λένε, ρόζ τα άνθη που στολίζουν το αγρόστεμμα,

επεσκέψω την γήν και εμέθυσας αυτήν,

επλήθυνας του πλουτίσαι αυτήν,

ο Δαβίδ συν ημίν, όρθιος εγένετο , κοντεύω

στο ξωκκλήσι , του Αγίου Ονουφρίου ξημερώνει,

των Περσών πρίγκηπας , των Αιγυπτίων ασκητής,

να, ο κυρ Γιώργης ο Λιοντής έφτασε , ήδη ανασκουμπώθηκε, τον πέρ’γυρο συμμάζεψε,

έφεξε για καλά , δυό τρείς, πέντε τζιτζιφιές,

συκιές αποστολιάτικες στον δρόμο ,

μύρα μυρίζουν, της μέρας στολισμός ευώδης,

καλαγκάθια βαθυκίτρινα και βίκοι στον δρόμο,

γαλατσίδες, κολιτσίδες και λουμινιές στους τράφους,

κρίταμα, αστιβίδες και κάπαρες,

οι μελισσοφάγοι αρχίσαν τις πρωινές πτήσεις,

οι πέρδικες κακαρίζουν στο πλάι ,τα περδικούλια

να συνάξουν επιχειρούν,

δυό λαγδέρια, αργοπορημένα, επιστρέφουν,

τα καντήλια ν’ ανάψουμε στο τέμπλο ,

το θυμιατήρι ν’ ανάψουμε με τις κληματσίδες

και το Αγιονορείτικο θυμίαμα,

η εικόνα του Άη Ονούφρη ανθοστολισμένη ,

η μάννα με επέπληττε στα μικράτα μου ,

φάε , πιά, μ’ έσκασες,

φάε , πιά, σαν τον Άγιο Ονούφρ’ έγινες,

της ερήμου πολίτης θαυμάσιος,

πολλαπλώς θαυμαστώς τοις προστρέχουσι,

και από την οργήν αδίκου δικαστού,

μνημείο άλλης τάξεως η ευχή του,

ο παπά Θανάσης πάνω στο γαϊδουρέλι,

κατέφθασε , ο κυρ Παναγιώτης ο Κλειδής ,

γλυκύλαλος ψάλτης, μελίφωνος, της αγιονορείτικης

τάξης και του τυπικού εγκρατής,

το εκκλησίδι του Αγίου στο Πλάι, έργο των ταπεινών πετράδων της Λήμνος, των λιθοξόων μιάς απέθαντης παράδοσης αρχινιμένης από τους χρόνους του Όμηρου και του Φιλοκτήτη,

απ’ τους καιρούς του Ιάσονα και της Υψιπύλης

ταπεινό ξωκκλήσι καταπώς κι ο Άγιος,

ταπεινό καταπώς ο της Λήμνου φωστήρ

Γρηγόριος ο Παλαμάς,

κι ο έσχατος των Ρωμιών ο αιματοστεφανωμένος

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος,

που κήδεψε την επίτοκο γυναίκα του στη Λήμνο,

την Caterina Gatilusi,

και κίνησε , ποτέ από το χρέος μη κινώντας,

κίνησε ύστερα τον ανήφορο της Ιστορίας

ίσαμε την Πύλη του Ρωμανού,

ναι, οι πετράδες της υπομονής,

μ’ ένα κοπίδι, ένα σφυρί κι ένα σαούλι,

οι πετράδες που τους Πύργους θεμέλιωσαν της Σκάλας για να βιγλίζουν καθάρια τα Στενά της Έλλης,

οι πετράδες που μόχθησαν να ωραίσουν με τέχνη

το περίτεχνο καμπαναριό του Άη Γιάννη

και τους ανεμόμυλους ,

πέτρα την πέτρα, αγκωνάρι τ’ αγκωνάρι ,

αρμό τον αρμό, τους μύλους της Γούδλας,

μάντρες ως υποστατικά και γιοφύρια,

νάτος,

ο ήλιος ο ηλιάτορας,

ο πετροπαιχνιδιάτορας από την άκρη των ακριώ

κατηφοράει το ακρωτήρι του Άγιου Σώζ’,

ο Ιούνης, ο Θεριστής,

το θέρος, ο έρως ,το φώς,

κίτρινος ο κάμπος, θερισμένα τα στάχυα,

ο Ιούνης κι ο Άη Ονούφ’ρς,

φώς εκ φωτός, πρωινόν , εμέθυσας τον κόσμον,

εκπληρώθησαν οι ποταμοί υδάτων,

Ευλογητός ο Θεός ημών, άρχεται ο γέρων ιερεύς

της Φισίνης, τα γρασίδια με τις άσπρες μαμούκες,

αλεξίηλια του γένους των γυναικών, έφτασαν,

έρχονται, με τα γαϊδουρέλια άλλες, πεζές οι περ’σότερες, την αρτοκλασία ετοιμάζουν,

το κόλυβο του Αγίου , το κέρασμα νιάζονται ,

νερό, λουκούμι και ρακί,

εν τω μέσω του θέρους, ως διακοπή αναψυχής,

τούτο το πανηγυράκι, του ασκητή πρίγκηπα,

έφεξε ο τόπος , λαμπρυνθώμεν,

καλή σοδειά, αδέρφια,

και στον τρύγο με το καλό,

καλό Θερ’νό !

Κι ο Άη Ονούφ’ρς της πανηγύρεως προεξάρχων , ρύστης και προστάτης εν τοις πειρατηρίοις,

ο ερημίτης,

ο ηλιοπαιχνιδιάτορας !

Έρρωσθε !