Η Υποδιεύθυνση Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων...
Πατρών εξάρθρωσε ένα άριστα οργανωμένο κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας, με διεθνικό χαρακτήρα και πολυετή δράση,
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας από τις αρχές του 2023 έως και τον Ιούνιο του 2025, τουλάχιστον δύο διακριτές εγκληματικές οργανώσεις, που συνεργάζονταν στενά μεταξύ τους, είχαν αναπτύξει ένα πολυσύνθετο δίκτυο διακίνησης αρχαιοτήτων, με τελικό προορισμό οίκους δημοπρασιών στη Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Επικεφαλής του κυκλώματος ήταν δύο άνδρες, γνωστοί στον χώρο για τις «ανησυχίες» τους γύρω από την αρχαιολογία, οι οποίοι φέρονται να συντόνιζαν τόσο τις παράνομες ανασκαφές εντός Ελλάδας όσο και τη διοχέτευση των αρχαιολογικών ευρημάτων στο εξωτερικό.
Πως λειτουργούσε το κύκλωμα
Η οργάνωση είχε κάθετο σχήμα, με σαφή ιεραρχία, ρόλους και αρμοδιότητες. Στη βάση της, βρίσκονταν ομάδες ή μεμονωμένα άτομα, που δρούσαν σε διάφορες περιοχές της χώρας, εντοπίζοντας σημεία με αρχαιολογικό ενδιαφέρον και προχωρώντας σε ανασκαφές, χρησιμοποιώντας ανιχνευτές μετάλλων και σκαπτικά εργαλεία. Επρόκειτο για πρόσωπα που λειτουργούσαν ως κυνηγοί θησαυρών, αξιοποιώντας πληροφορίες από παλαιότερες έρευνες ή μέσω επαφών με μέλη του κυκλώματος.
Τα ευρήματα, κυρίως νομίσματα και μεταλλικά αντικείμενα, παραδίδονταν σε μεσάζοντες, οι οποίοι με τη σειρά τους τα συγκέντρωναν, διαπραγματεύονταν την τιμή και αναλάμβαναν να τα διοχετεύσουν προς τα αρχηγικά στελέχη του κυκλώματος.
Οι επικεφαλής του δικτύου, με πολυετείς επαφές στην αγορά των δημοπρασιών και τη δυνατότητα νομιμοφανούς διακίνησης, προωθούσαν τα αντικείμενα σε συγκεκριμένους οίκους του εξωτερικού, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη.
Το συνολικό ποσό που εκτιμάται ότι αποκόμισε το κύκλωμα από την παράνομη δράση του, ξεπερνά τις 260.000 ευρώ, ενώ υπάρχουν υπόνοιες για ακόμη μεγαλύτερα ποσά, που διακινήθηκαν μέσω δαιδαλωδών τραπεζικών συναλλαγών, εταιρικών σχημάτων και off-shore δικτύων.
Ένα από τα ηγετικά πρόσωπα της υπόθεσης, με καταγεγραμμένες χρηματικές εισροές, που δεν ανταποκρίνονται στα δηλωμένα εισοδήματά του, φέρεται να είχε πρωτοστατήσει στη διοχέτευση των αρχαιοτήτων προς τη Γερμανία και τις ΗΠΑ.
Στους τραπεζικούς του λογαριασμούς εντοπίστηκαν καταθέσεις μετρητών, που υπερβαίνουν τις 250.000 ευρώ, χωρίς να είναι δυνατή η αιτιολόγηση της προέλευσής τους, ενώ είχε στην κατοχή του και τραπεζική θυρίδα, από την οποία κατασχέθηκε, μεταξύ άλλων, σημαντικός αριθμός χρυσών νομισμάτων και μετρητών.
Ο δεύτερος βασικός εμπλεκόμενος, φέρεται να λειτούργησε περισσότερο ως εσωτερικός διαχειριστής του παράνομου δικτύου, διατηρώντας στενή συνεργασία με τον πρώτο, αποκτώντας αρχαιότητες και επανεξάγοντάς τις, είτε απευθείας, είτε μέσω τρίτων.
Από τους τραπεζικούς του λογαριασμούς καταγράφηκαν κινήσεις ύψους άνω των 120.000 ευρώ, που αποδόθηκαν σε δωρεές από συγγενικά πρόσωπα, ωστόσο η προέλευση των ποσών αυτών ερευνάται, καθώς, λίγο πριν τις μεταφορές, οι λογαριασμοί αυτοί είχαν ενισχυθεί με καταθέσεις μετρητών σχεδόν αντίστοιχου ύψους.
Σύμφωνα με τις Αρχές, τα έσοδα από τις παράνομες αγοραπωλησίες χρησιμοποιήθηκαν σε πλήθος νομικών και φυσικών προσώπων του περιβάλλοντός τους, μέσω των οποίων επιχειρήθηκε η νομιμοποίηση των εσόδων. Οι εμπλεκόμενοι φέρονται να επένδυσαν τα χρήματα είτε σε ακίνητα είτε σε εταιρικά μερίδια, είτε ακόμη και σε κτηνοτροφικές επιχειρήσεις.
Ωστόσο, δεν πέρασε απαρατήρητο το γεγονός ότι, λίγες μόλις ημέρες μετά την έναρξη της διαδικασίας προσωρινής δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, ένα από τα βασικά πρόσωπα προχώρησε στη μεταβίβαση του ποσοστού του από εταιρική συμμετοχή σε συγγενικό πρόσωπο, πράξη που κρίνεται ως ύποπτη και πιθανόν στοχευμένη, ώστε να αποφευχθεί η κατάσχεση.
Όπως σημειώνεται στη δικογραφία, η δράση των δύο οργανώσεων ενοποιείται ουσιαστικά από τη συνεργασία των ηγετικών μελών τους, τα οποία, παρά το ότι φαινομενικά λειτουργούσαν αυτόνομα, στην πράξη αντάλλασσαν αρχαιότητες, πληροφορίες και διόδους εξαγωγής, συγκροτώντας ένα ενιαίο παράνομο σχήμα, με ξεκάθαρη πρόθεση το προσωπικό όφελος εις βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας.
Η έρευνα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, ενώ ήδη έχουν δοθεί εντολές για δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, αναμένονται δίκες και το επόμενο βήμα φαίνεται πως θα είναι η συνεργασία με τις αρμόδιες δικαστικές και τελωνειακές αρχές της Γερμανίας και των ΗΠΑ, ώστε να εντοπιστεί το πλήρες δίκτυο απορρόφησης των παράνομων αρχαιοτήτων.
Δεσμεύονται οι περιουσίες 58 προσώπων
Σε μία από τις πλέον εκτεταμένες και στοχευμένες παρεμβάσεις οικονομικού χαρακτήρα των τελευταίων ετών, που σχετίζεται με υπόθεση αρχαιοκαπηλίας με διεθνείς προεκτάσεις, η Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες εξέδωσε διάταξη δέσμευσης για κάθε μορφής περιουσιακό στοιχείο, που φέρεται να συνδέεται με τα πρόσωπα, που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα στη λειτουργία του κυκλώματος.
Ειδικότερα, η απόφαση περιλαμβάνει την προσωρινή δέσμευση κάθε είδους τραπεζικού λογαριασμού, ατομικού ή κοινής ωφέλειας, τίτλων, μετοχών, επενδυτικών προϊόντων, αποθεματικών και θυρίδων, καθώς και την απαγόρευση οποιασδήποτε μορφής εκποίησης, χρέωσης ή μεταβίβασής τους, ανεξαρτήτως του αν η ιδιότητα του εμπλεκόμενου περιορίζεται σε εκείνη του συνδικαιούχου ή του πληρεξουσίου.
Η δέσμευση εκτείνεται και σε οποιαδήποτε προσπάθεια ανοίγματος νέων θυρίδων σε τραπεζικά ιδρύματα, ενώ η δυνατότητα πίστωσης στους λογαριασμούς παραμένει μεν ενεργή, αλλά απαγορεύεται η χρέωσή τους προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα των ποσών.
Το μέτρο επιβλήθηκε σε συνολικά 58 φυσικά και νομικά πρόσωπα, τα οποία, σύμφωνα με το σκεπτικό της Αρχής, εμφανίζονται να έχουν συνδεθεί με τρόπο ουσιώδη με την προέλευση, διακίνηση ή νομιμοποίηση του εγκληματικού προϊόντος, που προέκυψε από την αρχαιοκαπηλική δραστηριότητα. Για κάθε ένα από αυτά τα πρόσωπα έχει υπολογιστεί το ύψος του ποσού, που φέρεται να προέρχεται από παράνομες πηγές και να έχει ενσωματωθεί ή συγχωνευθεί με άλλα περιουσιακά στοιχεία, ώστε να αποτρέπεται η άμεση κατάσχεσή του.
Στόχος της δέσμευσης, όπως επισημαίνεται στο διατακτικό, είναι η αποτροπή κάθε ενδεχόμενης απόπειρας μεταβίβασης ή εξαφάνισης περιουσιακών στοιχείων μέχρι να ολοκληρωθεί η ποινική διερεύνηση και να κριθεί από τη Δικαιοσύνη η τύχη των εσόδων που συνδέονται με τις παράνομες συναλλαγές.
Η απόφαση της Αρχής βασίστηκε σε διασταυρωμένες πληροφορίες που προέκυψαν τόσο από τις οικονομικές αναλύσεις των κινήσεων στους τραπεζικούς λογαριασμούς, όσο και από τις ελεγκτικές εκθέσεις για την απότομη αύξηση περιουσιακών στοιχείων που δεν συνάδουν με τα δηλωθέντα εισοδήματα των εμπλεκομένων.
Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, καταγράφεται σαφής προσπάθεια μεταβίβασης ακίνητης ή κινητής περιουσίας σε συγγενικά πρόσωπα, είτε μέσω ψευδοδωρεών είτε με τη χρήση εταιρικών σχημάτων, λίγο πριν ή αμέσως μετά την έκδοση των πρώτων διατάξεων προσωρινής δέσμευσης.
Οι κινήσεις αυτές ενισχύουν την εκτίμηση των διωκτικών αρχών ότι υπήρξε συντονισμένη απόπειρα απόκρυψης και συγκάλυψης της προέλευσης των εσόδων, με τελικό σκοπό τη διατήρηση της κυριότητας επί των περιουσιακών αγαθών.
Η δέσμευση περιλαμβάνει και περιουσιακά στοιχεία εταιρειών, που λειτουργούν ως νομικά πρόσωπα – βιτρίνες, πίσω από τις οποίες εντοπίζονται εμπλεκόμενοι σε καίριες θέσεις, είτε ως εταίροι είτε ως διαχειριστές, με εμφανή προσπάθεια να διαχωριστεί η πηγή του χρήματος από την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που ωφελούνται.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις υπηρεσιακών παραγόντων, το ύψος των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων αναμένεται να ξεπεράσει τις 500.000 ευρώ, χωρίς να αποκλείεται η επέκταση της δέσμευσης και σε επιπλέον πρόσωπα, εφόσον από την πορεία της έρευνας προκύψουν νέες διασυνδέσεις ή ύποπτες συναλλαγές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας από τις αρχές του 2023 έως και τον Ιούνιο του 2025, τουλάχιστον δύο διακριτές εγκληματικές οργανώσεις, που συνεργάζονταν στενά μεταξύ τους, είχαν αναπτύξει ένα πολυσύνθετο δίκτυο διακίνησης αρχαιοτήτων, με τελικό προορισμό οίκους δημοπρασιών στη Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Επικεφαλής του κυκλώματος ήταν δύο άνδρες, γνωστοί στον χώρο για τις «ανησυχίες» τους γύρω από την αρχαιολογία, οι οποίοι φέρονται να συντόνιζαν τόσο τις παράνομες ανασκαφές εντός Ελλάδας όσο και τη διοχέτευση των αρχαιολογικών ευρημάτων στο εξωτερικό.
Πως λειτουργούσε το κύκλωμα
Η οργάνωση είχε κάθετο σχήμα, με σαφή ιεραρχία, ρόλους και αρμοδιότητες. Στη βάση της, βρίσκονταν ομάδες ή μεμονωμένα άτομα, που δρούσαν σε διάφορες περιοχές της χώρας, εντοπίζοντας σημεία με αρχαιολογικό ενδιαφέρον και προχωρώντας σε ανασκαφές, χρησιμοποιώντας ανιχνευτές μετάλλων και σκαπτικά εργαλεία. Επρόκειτο για πρόσωπα που λειτουργούσαν ως κυνηγοί θησαυρών, αξιοποιώντας πληροφορίες από παλαιότερες έρευνες ή μέσω επαφών με μέλη του κυκλώματος.
Τα ευρήματα, κυρίως νομίσματα και μεταλλικά αντικείμενα, παραδίδονταν σε μεσάζοντες, οι οποίοι με τη σειρά τους τα συγκέντρωναν, διαπραγματεύονταν την τιμή και αναλάμβαναν να τα διοχετεύσουν προς τα αρχηγικά στελέχη του κυκλώματος.
Οι επικεφαλής του δικτύου, με πολυετείς επαφές στην αγορά των δημοπρασιών και τη δυνατότητα νομιμοφανούς διακίνησης, προωθούσαν τα αντικείμενα σε συγκεκριμένους οίκους του εξωτερικού, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη.
Το συνολικό ποσό που εκτιμάται ότι αποκόμισε το κύκλωμα από την παράνομη δράση του, ξεπερνά τις 260.000 ευρώ, ενώ υπάρχουν υπόνοιες για ακόμη μεγαλύτερα ποσά, που διακινήθηκαν μέσω δαιδαλωδών τραπεζικών συναλλαγών, εταιρικών σχημάτων και off-shore δικτύων.
Ένα από τα ηγετικά πρόσωπα της υπόθεσης, με καταγεγραμμένες χρηματικές εισροές, που δεν ανταποκρίνονται στα δηλωμένα εισοδήματά του, φέρεται να είχε πρωτοστατήσει στη διοχέτευση των αρχαιοτήτων προς τη Γερμανία και τις ΗΠΑ.
Στους τραπεζικούς του λογαριασμούς εντοπίστηκαν καταθέσεις μετρητών, που υπερβαίνουν τις 250.000 ευρώ, χωρίς να είναι δυνατή η αιτιολόγηση της προέλευσής τους, ενώ είχε στην κατοχή του και τραπεζική θυρίδα, από την οποία κατασχέθηκε, μεταξύ άλλων, σημαντικός αριθμός χρυσών νομισμάτων και μετρητών.
Ο δεύτερος βασικός εμπλεκόμενος, φέρεται να λειτούργησε περισσότερο ως εσωτερικός διαχειριστής του παράνομου δικτύου, διατηρώντας στενή συνεργασία με τον πρώτο, αποκτώντας αρχαιότητες και επανεξάγοντάς τις, είτε απευθείας, είτε μέσω τρίτων.
Από τους τραπεζικούς του λογαριασμούς καταγράφηκαν κινήσεις ύψους άνω των 120.000 ευρώ, που αποδόθηκαν σε δωρεές από συγγενικά πρόσωπα, ωστόσο η προέλευση των ποσών αυτών ερευνάται, καθώς, λίγο πριν τις μεταφορές, οι λογαριασμοί αυτοί είχαν ενισχυθεί με καταθέσεις μετρητών σχεδόν αντίστοιχου ύψους.
Σύμφωνα με τις Αρχές, τα έσοδα από τις παράνομες αγοραπωλησίες χρησιμοποιήθηκαν σε πλήθος νομικών και φυσικών προσώπων του περιβάλλοντός τους, μέσω των οποίων επιχειρήθηκε η νομιμοποίηση των εσόδων. Οι εμπλεκόμενοι φέρονται να επένδυσαν τα χρήματα είτε σε ακίνητα είτε σε εταιρικά μερίδια, είτε ακόμη και σε κτηνοτροφικές επιχειρήσεις.
Ωστόσο, δεν πέρασε απαρατήρητο το γεγονός ότι, λίγες μόλις ημέρες μετά την έναρξη της διαδικασίας προσωρινής δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, ένα από τα βασικά πρόσωπα προχώρησε στη μεταβίβαση του ποσοστού του από εταιρική συμμετοχή σε συγγενικό πρόσωπο, πράξη που κρίνεται ως ύποπτη και πιθανόν στοχευμένη, ώστε να αποφευχθεί η κατάσχεση.
Όπως σημειώνεται στη δικογραφία, η δράση των δύο οργανώσεων ενοποιείται ουσιαστικά από τη συνεργασία των ηγετικών μελών τους, τα οποία, παρά το ότι φαινομενικά λειτουργούσαν αυτόνομα, στην πράξη αντάλλασσαν αρχαιότητες, πληροφορίες και διόδους εξαγωγής, συγκροτώντας ένα ενιαίο παράνομο σχήμα, με ξεκάθαρη πρόθεση το προσωπικό όφελος εις βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας.
Η έρευνα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, ενώ ήδη έχουν δοθεί εντολές για δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, αναμένονται δίκες και το επόμενο βήμα φαίνεται πως θα είναι η συνεργασία με τις αρμόδιες δικαστικές και τελωνειακές αρχές της Γερμανίας και των ΗΠΑ, ώστε να εντοπιστεί το πλήρες δίκτυο απορρόφησης των παράνομων αρχαιοτήτων.
Δεσμεύονται οι περιουσίες 58 προσώπων
Σε μία από τις πλέον εκτεταμένες και στοχευμένες παρεμβάσεις οικονομικού χαρακτήρα των τελευταίων ετών, που σχετίζεται με υπόθεση αρχαιοκαπηλίας με διεθνείς προεκτάσεις, η Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες εξέδωσε διάταξη δέσμευσης για κάθε μορφής περιουσιακό στοιχείο, που φέρεται να συνδέεται με τα πρόσωπα, που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα στη λειτουργία του κυκλώματος.
Ειδικότερα, η απόφαση περιλαμβάνει την προσωρινή δέσμευση κάθε είδους τραπεζικού λογαριασμού, ατομικού ή κοινής ωφέλειας, τίτλων, μετοχών, επενδυτικών προϊόντων, αποθεματικών και θυρίδων, καθώς και την απαγόρευση οποιασδήποτε μορφής εκποίησης, χρέωσης ή μεταβίβασής τους, ανεξαρτήτως του αν η ιδιότητα του εμπλεκόμενου περιορίζεται σε εκείνη του συνδικαιούχου ή του πληρεξουσίου.
Η δέσμευση εκτείνεται και σε οποιαδήποτε προσπάθεια ανοίγματος νέων θυρίδων σε τραπεζικά ιδρύματα, ενώ η δυνατότητα πίστωσης στους λογαριασμούς παραμένει μεν ενεργή, αλλά απαγορεύεται η χρέωσή τους προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα των ποσών.
Το μέτρο επιβλήθηκε σε συνολικά 58 φυσικά και νομικά πρόσωπα, τα οποία, σύμφωνα με το σκεπτικό της Αρχής, εμφανίζονται να έχουν συνδεθεί με τρόπο ουσιώδη με την προέλευση, διακίνηση ή νομιμοποίηση του εγκληματικού προϊόντος, που προέκυψε από την αρχαιοκαπηλική δραστηριότητα. Για κάθε ένα από αυτά τα πρόσωπα έχει υπολογιστεί το ύψος του ποσού, που φέρεται να προέρχεται από παράνομες πηγές και να έχει ενσωματωθεί ή συγχωνευθεί με άλλα περιουσιακά στοιχεία, ώστε να αποτρέπεται η άμεση κατάσχεσή του.
Στόχος της δέσμευσης, όπως επισημαίνεται στο διατακτικό, είναι η αποτροπή κάθε ενδεχόμενης απόπειρας μεταβίβασης ή εξαφάνισης περιουσιακών στοιχείων μέχρι να ολοκληρωθεί η ποινική διερεύνηση και να κριθεί από τη Δικαιοσύνη η τύχη των εσόδων που συνδέονται με τις παράνομες συναλλαγές.
Η απόφαση της Αρχής βασίστηκε σε διασταυρωμένες πληροφορίες που προέκυψαν τόσο από τις οικονομικές αναλύσεις των κινήσεων στους τραπεζικούς λογαριασμούς, όσο και από τις ελεγκτικές εκθέσεις για την απότομη αύξηση περιουσιακών στοιχείων που δεν συνάδουν με τα δηλωθέντα εισοδήματα των εμπλεκομένων.
Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, καταγράφεται σαφής προσπάθεια μεταβίβασης ακίνητης ή κινητής περιουσίας σε συγγενικά πρόσωπα, είτε μέσω ψευδοδωρεών είτε με τη χρήση εταιρικών σχημάτων, λίγο πριν ή αμέσως μετά την έκδοση των πρώτων διατάξεων προσωρινής δέσμευσης.
Οι κινήσεις αυτές ενισχύουν την εκτίμηση των διωκτικών αρχών ότι υπήρξε συντονισμένη απόπειρα απόκρυψης και συγκάλυψης της προέλευσης των εσόδων, με τελικό σκοπό τη διατήρηση της κυριότητας επί των περιουσιακών αγαθών.
Η δέσμευση περιλαμβάνει και περιουσιακά στοιχεία εταιρειών, που λειτουργούν ως νομικά πρόσωπα – βιτρίνες, πίσω από τις οποίες εντοπίζονται εμπλεκόμενοι σε καίριες θέσεις, είτε ως εταίροι είτε ως διαχειριστές, με εμφανή προσπάθεια να διαχωριστεί η πηγή του χρήματος από την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που ωφελούνται.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις υπηρεσιακών παραγόντων, το ύψος των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων αναμένεται να ξεπεράσει τις 500.000 ευρώ, χωρίς να αποκλείεται η επέκταση της δέσμευσης και σε επιπλέον πρόσωπα, εφόσον από την πορεία της έρευνας προκύψουν νέες διασυνδέσεις ή ύποπτες συναλλαγές.