γράφει ο Σπυρίδων Αλφαντάκης
Δ.Ν., Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Τήν 2αν Ιουλίου 1974, ό Μακάριος Γ’, γνωρίζων ότι από τού μηνός Φεβρουαρίου τού αυτού έτους είχεν αρχίσει η συγκέντρωσις είς τόν λιμέναν τής Μυρσίνης επιλέκτων τουρκικών μονάδων καί η μεταφορά είς τήν Ανατολικήν Θράκην τουρκικών στρατευμάτων δυνάμεως σώματος στρατού, απηύθυνεν...
είς τόν πρόεδρον τής δημοκρατίας Φαίδωναν Γκιζίκην, τήν «μαριονέττα τού Ιωαννίδη», ενώπιον τού οποίου ως τόσον ωρκίσθησαν μετά από είκοσι δύο ημέρας ό πρόεδρος καί τά μέλη τής κυβερνήσεως «εθνικής ενότητος», επιστολήν, δι’ ής ηξίου αιφνιδίως τήν άμεσον αποχώρησιν απάντων τών Ελλήνων αξιωματικών τής Κυπριακής Εθνοφρουράς, αποδίδων τοις «από ποδών μέχρι κεφαλής» ανάμιξιν είς τήν «τρομοκρατικήν οργάνωσιν ΕΟΚΑ Β», καί μείωσιν τής στρατιωτικής θητείας από είκοσιν είς δέκα τέσσαρας μήνας. Η διατύπωσις τής επιστολής του, είς ήν ενέμεινεν ανενδότως, επιμένων ότι εν περιπτώσει τουρκικής επιθέσεως, η Βρεταννία θα υπερήσπιζε τήν Κύπρον ως ανήκουσαν εις τήν βρεταννικήν κοινοπολιτείαν, αποδίδεται είς τόν Άγγελον Βλάχον, τέως πρόξενον τής Ελλάδος είς τήν Κύπρον, ό οποίος είχε προηγουμένως συμμετάσχει ως διπλωματικός υπάλληλος είς τήν προπαρασκευήν τών Συμφωνιών 1959.
Αί Αθήναι ηυρέθησαν προ τελεσιγράφου. Τό ερώτημα ήτο: Εθνοφρουρά ή Μακάριος; Είς συσκεψιν υπό τόν ανωτέρω πρόεδρον προετιμήθη η Εθνοφρουρά καί απεφασίσθη η ανατροπή τού Μακαρίου προς αποτροπήν τής διαλύσεώς της, δεδομένου καί ότι η θητεία τών ανδρών της είχεν ήδη μειωθή κατά εν τρίτον. Η διαταγή προς τόν στρατηγόν Γρηγόριον Μπονάνον «ανατρέψατε τόν Μακάριον» εδόθη, συμφωνήσαντος τού ταξιάρχου Ιωαννίδη, υπό τού ιδίου τού προέδρου, ως ό τελευταίος ωμολόγησεν είς τόν πρώτον μεταπολιτευτικόν πρωθυπουργόν. Οί Αμερικανοί, πριν γνωσθή ότι ο Μακάριος επέζησεν, προειδοποιηθείς καί ευρεθείς τήν πρωίαν τής 15ης Ιουλίου μακράν τής Λευκωσίας καί έτι μακρότερον τού προεδρικού μεγάρου καθ’ όν χρόνον εβλήθη, ανεκοίνωσαν ότι «εγγυώνται τήν εδαφικήν ακεραιότηταν καί ανεξαρτησίαν τής Κύπρου» μη αποκλείοντες τήν περίπτωσιν Ενώσεώς της μετά τής Ελλάδος καί προσχωρήσεώς της εις τό Βορειοατλαντικόν Σύμφωνον. Εν τούτοις, οί Τούρκοι, γνωρίζοντες τήν ύπαρξιν σχεδίου προκαταρτισθέντος εκτός τής Ελλάδος – κατά τόν Νικόλαον Σαμψών είς τήν οικίαν τού Παναγιώτου Κόκκα είς Παρισίους – καί κατατείνοντος, προς ευόδωσίν του, είς ανατροπήν τού καθεστώτος τής 25.11.1973 αναλώμασι τής Κύπρου, συνεκέντρουν ήδη δυνάμεις προκειμένου να επέμβουν ως εγγυηταί του κυπριακού συντάγματος βάσει τών Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, μάλιστα δε, καθ’ όλο τό διάστημα τής 15ης μέχρι τής 20ης Ιουλίου καί τής εισβολής των, ανεφέροντο είς «εσωτερικήν Ελληνοκυπριακήν υπόθεσιν». Τήν 16ην Ιουλίου όμως, αφίχθη είς Λονδίνον, εκτός τού Ετσεβίτ, καί ό Μακάριος, ένιοι δε Έλληνες πολιτικοί, ως ό Γεώργιος Μαύρος διά συνεντεύξεώς του προς τό B.B.C., παρεκίνουν είς επέμβασιν τών Εγγυητριών Δυνάμεων προς «αποκατάστασιν τής συνταγματικής τάξεως». Η Ελλάς ήτο ως τόσον ήδη παρούσα διά τού πραξικοπήματος καί τής Εθνοφρουράς, καί η Βρεταννία διά τών βάσεων Ακρωτηρίου καί Επισκοπής. Ποία επομένως παρεκινείτο να επέμβη ; Μόνον η Τουρκία.
Τήν αποστολήν ενισχύσεων εξ Ελλάδος ανέβαλον η άφιξις, τήν 18ην Ιουλίου, τών Αμερικανών υφυπουργών εξωτερικών καί αμύνης Σίσκο καί Έλσγουωθ, σύσκεψις τήν μεσημβρίαν τής αυτής ημέρας είς τό γραφείον τού πρωθυπουργού Αδαμαντίου Ανδρουτσοπούλου καί η επίμονος απαίτησίς των όπως η Ελλάς μη προβή είς οίαν δήποτε ενέργειαν ήθελε δώσει είς τούς Τούρκους αφορμήν, τουλάχιστον προ τής επιστροφής των εξ Αγκύρας είς ήν θα μετέβαινον αμέσως κατόπιν. Οί Έλληνες έσφαλον υπολαμβάνοντες ότι οί Τούρκοι δεν θα εκινούντο όσον οί Αμερικανοί υφυπουργοί ηυρίσκοντο είς Άγκυραν. Εξ άλλου, τήν 19ην Ιουλίου, ό Μακάριος, ομιλήσας ενώπιον τής γενικής συνελεύσεως τού Ο.Η.Ε., προέτρεψεν απεριφράστως τήν Τουρκίαν όπως επέμβη. Περί ώραν 5ην πρωινήν τής 20ης Ιουλίου, η Τουρκία, χρονικώς αιφνιδιάσασα τήν Έλλάδα, ήρχισε προσβάλλουσα αεροπορικώς ολόκληρον τήν Κύπρον καί περί ώραν 8ην έρριψεν αλεξιπτωτιστάς πλησίον τής Λευκωσίας, οί οποίοι εξουδετερώθησαν υπό τής Εθνοφρουράς. Η 20η και η 21η Ιουλίου υπήρξαν διά τήν Ελλάδα καί τήν Κύπρον ευνοϊκαί. Οί Τούρκοι ουδέν είχον επιτύχει. Πάντες οί Τουρκοκυπριακοί θύλακες, πλην ενός εντός τών τειχών τής Αμμοχώστου, είχον εκκαθαριστή. Ό διοικητής καί ό υποδιοικητής τής ΤΟΥΡΔΥΚ, υποστάσης σοβαράς απωλείας, είχον επίσης εξουδετερωθή. Η τουρκική αποβατική δύναμις συνέχιζε να παραμένει, υπό σφοδράν θαλασσοταραχήν, δώδεκα ναυτικά μίλια βορείως τής Κυρηνείας. Η τουρκική αεροπορία, κατά τάς πρωϊνάς ώρας τής 21ης Ιουλίου, επετέθη εκ λάθους κατά μοίρας τουρκικών αντιτορπιλικών ανοικτά τής Πάφου, τήν οποίαν εξέλαβεν ως ελληνικήν, εβύθισε τό αντιτορπιλικόν «ΚΟΤΖΑ ΤΕΠΕ», επέφερε ζημίας είς έτερον καί απώλεσε τρία αεροσκάφη. Η τουρκική διοίκησις, περιελθούσα είς σύγχυσιν, εζήτησε διά τών Αμερικανών κατάπαυσιν τού πυρός.
Εν τώ μεταξύ, τήν 19ην Ιουλίου, είχον αποπλεύσει εκ τού Ναυστάθμου, εν τή εκτελέσει τού σχεδίου «κάππα», τέσσαρα υποβρύχια γερμανικής κατασκευής τύπου 1000Τ με διαταγήν πλεύσεως υπό πολεμικάς συνθήκας (σιγήν ασυρμάτου κλπ.) τά μεν Γλαύκος και Νηρεύς προς Κύπρον τά δε έτερα δύο προς τό Αρχιπέλαγος και τήν έξοδον τών Στενών. Ταυτοχρόνως, σμήνος εξωπλισμένων αεροσκαφών τύπου Phantom (F 84) διετάχθη όπως αναμείνη είς τόν αερολιμέναν τής Σούδας Κρήτης διαταγήν πτήσεως προς Κύπρον, είς ήν επέκειτο η άφιξις καί τού μεταγωγικού πλοίου τού Πολεμικού Ναυτικού «ΡΕΘΥΜΝΟΝ», μεταφέροντος είς Κυρήνειαν οκτακοσίους Κυπρίους καταδρομείς, εθελοντάς εξ Αθηνών, επίλεκτον τάγμα Ελλήνων καταδρομέων, είκοσι άρματα μάχης καί είκοσι ερπυστριοφόρα οχήματα μεταφοράς προσωπικου υπό τόν συνταγματάρχην Δημήτριον Παπαποστόλου. Αί Αθήναι, κρίνουσαι τήν αμερικανικήν στάσιν ασαφήν, απεφάσισαν όπως προσβάλουν τήν βορείως τής Κύπρου τουρκικήν αποβατικήν δύναμην διά τής Πολεμικής Αεροπορίας καί τού Πολεμικού Ναυτικού. Την 11ην πρωϊνήν ώραν τής 21ης Ιουλίου, ημέρας Κυριακής, ο πρωθυπουργός Ανδρουτσόπουλος έδωκεν εις τόν αρχηγόν τού Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας Αλέξανδρον Παπανικολάου, παρουσία τού υπουργού αμύνης και τού αρχηγού τών Ενόπλων Δυνάμεων, εντολήν αμέσου επιθέσεως. Τήν μεσημβρίαν τής αυτής ημέρας, Εθνικόν Συμβούλιον, συνεδριάσαν είς τό γραφείον τού προέδρου τής δημοκρατίας και συναπαρτισθέν εκτός άλλων υπό τού αρχηγού τών Ενόπλων Δυνάμεων, τών αρχηγών τών Επιτελείων και τού ταξιάρχου Ιωαννίδη, απεφάσισε μεταξύ άλλων α. όπως τά υποβρύχια Γλαύκος και Νηρεύς, πλέοντα προς Κύπρον και δυνάμενα κατά τήν διαβεβαίωσιν τού αρχηγού τού Γενικού Επιτελείου Ναυτικού Πέτρου Αραπάκη να προσεγγίσουν τήν Κυρήνειαν τήν πρωίαν τής Δευτέρας 22.7.1974, τορπιλλίσουν και καταβυθίσουν τήν νηοπομπήν τής κυρίας τουρκικής αποβάσεως τήν αυτήν ημέραν, β. τό σμήνος τών Phantom πετάξη εις Κυρήνειαν επί τώ αυτώ σκοπώ, γ. συνεχιστή ο πλούς τού άνω μεταγωγικού πλοίου τού Πολεμικού Ναυτικού.
Εν τούτοις, τήν 00:40 τής 22ας Ιουλίου, ό Αραπάκης διέταξε τά υποβρύχια Γλαύκος και Νηρεύς δι’ ασυρμάτου, καίτοι έπλεον εν σιγή ασυρμάτου, όπως πλεύσουν αντιθέτως προς Ρόδον, αν καί είχον ήδη πλησιάσει τάς Κυπριακάς ακτάς, τό δε μεταγωγικόν «ΡΕΘΥΜΝΟΝ», μεταφέρον τάς άνω δυνάμεις, όπως επιστρέψη είς Λαύριον. Εξ ετέρου, ό Παπανικολάου διέταξεν όπως τά Phantom παραμείνουν είς Κρήτην. Περί τήν μεσημβρίαν τής ιδίας ημέρας, οί Τούρκοι, παραβιάζοντες τήν εκεχειρίαν, ήρχισαν κινούμενοι προς τήν ακτήν υπό τά πυρά τού Ελληνοκυπριακού πυροβολικού εκ τού Πενταδακτύλου. Αί πρώται άκατοί των υπελογίζοντο είς τήν ακτήν μετά δίωρον. Μεθ’ ό, μετά από περίπου είκοσι τέσσαρας ώρας, επανελήφθη η διαταγή αμέσου προσβολής των υπό τής Αεροπορίας καί τού Ναυτικού αλλά καί πάλι δεν εξετελέσθη ! Οί Τούρκοι είχον μάλιστα πληροφορηθή τάς αντιθέτους τής αποφάσεως τού Εθνικού Συμβουλίου διαταγάς τού Αραπάκη ού μόνον εκ τών συλληφθέντων σημάτων ασυρμάτου αλλά καί εκ τών Αμερικανών, εξ ών ό πρέσβυς Τάσκα, εν έτος αργότερον, τήν 27.9.1975, ως μάρτυς ενόρκως εξεταζόμενος ενώπιον επιτροπής τής αμερικανικής γερουσίας, ωμολόγησεν ότι είχε συναντηθή μυστικώς με τούς αρχηγούς τών Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, ότι τούς είχε προειδοποιήσει να μην επιτεθούν καί ότι αργότερον η C.I.A. τόν ενημέρωσεν ότι «η προειδοποίησίς του είχε ληφθή σοβαρώς υπ’ όψιν, καί ούτω η Ελλάς απέφυγε τόν πόλεμον με τήν Τουρκίαν». Παρέλειψεν όμως ότι οί Έλληνες «αρχηγοί» εγνώριζον ότι επέκειτο κυβερνητική μεταβολή, καί ότι οί Τούρκοι εκινήθησαν εκ τού ασφαλούς προς τήν ακτήν.
Προϋπήρξεν, ως επέμενε μέχρι τού θανάτου του ό Νικόλαος Σαμψών επικαλούμενος μαρτυρίαν εξ ιδίας αντιλήψεως τού συνοδού τού Μακαρίου από Λονδίνου μέχρι Παρισίων οδικώς μέσω Ντόβερ καί Καλαί, συμφωνία Ελλήνων πολιτικών καί τού τελευταίου, είς τήν οικίαν τού Π. Κόκκα, διά τουρκικήν «αστυνομικήν επιχείρησιν» με πρόφασιν τήν αποκατάστασιν τής κυπριακής συνταγματικής τάξεως και αληθήν επιδίωξιν τήν ανατροπήν τού στρατιωτικού καθεστώτος τής 25.11.1973 θυσία μέρους τής Κύπρου, οπότε επανερχομένων είς τήν Ελλάδα παλαιών κοινοβουλευτικών να διακανονιστούν μεταξύ των τά θέματα; Η ελληνική πλευρά υπεσχέθη, ως αντάλλαγμα, απραξίαν τού Πολεμικού Ναυτικού και τής Πολεμικής Αεροπορίας, μόνων ικανών ν’ αναχαιτίσουν τήν απόβασιν; Ο Ιωαννίδης, τήν Τρίτην 23ην Ιουλίου, είπεν ότι δεν συμφωνεί αλλά δεν αντέδρασεν, όταν οί επιτελάρχαι εζήτησαν από τόν πρόεδρον τής δημοκρατίας Γκιζίκην τήν παραίτησιν τού πρωθυπουργού Ανδρουτσοπούλου προς σχηματισμόν νέας κυβερνήσεως, αργότερον ισχυρισθείς ότι «κατά τελείως διάφορον τρόπον θα ενήργει, εάν εγνώριζε» τήν συνάντησιν τού πρέσβεως τών Η.Π.Α. Τάσκα καί τών επιτελαρχών τής 21ης Ιουλίου, ως καί τά κατ’ αυτήν συμφωνηθέντα. Εν τούτοις, τόν ρόλον, τήν επιρροήν και τήν επίδρασιν είς τήν στάσιν τής Ελλάδος έναντι τής μαρτυρικής Κύπρου, τών Η.Π.Α., ήτοι τής εν Αθήναις πρεσβείας των, τού εν αυτή σταθμού τής C.I.A., ιδίως τού πράκτορός της Γκαστ Αβρακότου, τού State Department καί τού επί κεφαλής του υπουργού επί τών εξωτερικών Χένρι Κίσιντζερ, αλλά και τού ιατρού Ιακώβου (Ζακ) Αλαζράκη, εν ζωή συζύγου τής αδελφής του Δεσποίνης καί ιδιοκτήτου τής αθηναϊκής κλινικής «Κυανούς Σταυρός», δεν απεκάλυψε προ τού θανάτου του. Είν’ αληθές, ως έγραψεν ό Αλ. Παπαχελάς (Ένα σκοτεινό δωμάτιο 1967 – 1974, σελ. 27), ότι «Ό Ιωαννίδης καί ό Αβρακότος πήραν ήδη κάποια μαζί τους στον τάφο».
Αυτά επί δικτατορίας καί Αττίλα Ι (20 – 23.7.1974), καθ’ όν κατελήφθη, ως γνωστόν, 3% τού κυπριακού εδάφους. Η κατ’ ευφημισμόν όμως «κυβέρνησις εθνικής ενότητος, αντί να στρέψη τάς προσπαθείας της είς τήν θυσιαζομένην Κύπρον, επεδόθη μετά μανίας είς τήν δίωξιν καί τήν εξόντωσιν τών πολιτικών της αντιπάλων. Παρηκολούθησεν, άνευ αντιδράσεως, τούς Τούρκους ν’ αποβιβάζουν είς τήν Κύπρον ενισχύσεις επί 20ήμερον καί τέλος να πραγματοποιούν, τήν 14ην Αυγούστου, τόν Αττίλα ΙΙ, καθ’ όν κατελήφθη, επί δημοκρατίας, επί πλέον 35% τού κυπριακού εδάφους. Εάν, αντιθέτως, ελάμβανεν υπ’ όψιν τάς υπαρχούσας πληροφορίας (σύλληψις Τούρκου αξιωματικού τάς πρώτας ημέρας τού Αυγούστου δυτικώς τής Κυρηνείας με σχέδιον προωθήσεως τών Τούρκων προς νότον κ.ά.) καί εχρησιμοποίει, έστω απειλητικώς, τήν ανέπαφον αεροπορίαν καί τόν ισχυρότατον στόλον, αντί να τόν κρατεί εν μέρει καθηλωμένον είς τόν κόλπον τής Ελευσίνος με τα πυροβόλα εστραμμένα προς τήν Αττικήν, οί Τούρκοι δεν θα απετόλμων εκ τού ασφαλούς τόν Αττίλα ΙΙ, τού οποίου άλλη θα ήτο η έκβασις.
Η προκαταρκτική εξέτασις διά τήν προδοσίαν τής Κύπρου ανεστάλη, καί η έναρξις τής ποινικής διώξεως διά κακουργήματα επισύροντα τήν ποινήν τού θανάτου (ως η στάσις, η εγκατάλειψις ορισθείσης θέσεως προ τού εχθρού, η παράβασις στρατιωτικής εντολής εν καιρώ πολέμου κ.ά.) ανεβλήθη υπό τού μεταπολιτευτικού υπουργού δικαιοσύνης Κωνσταντίνου Στεφανάκη μετά από προηγουμένην σύμφωνον απόφασιν τού υπουργικού συμβουλίου τής Ν.Δ. τόν Μάρτιον 1975, όταν μετά από τήν ένορκον εξέτασιν τών πρώτων δεκάδων εκ τών προταθέντων 148 μαρτύρων διεφαίνετο ότι τά διαπραχθέντα κακουργήματα απεδεικνύοντο καί ότι εκινδύνευον αί κεφαλαί ού μόνον τών στρατιωτικών αλλά καί τών πολιτικών προδοτών.