Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

Τους κόκκους της φεγγαρόσκονης …


(Του Μάρκου Μπόλαρη)

Ακινητεί η πλάση.

Κι η θάλασσα ακόμη αφουγκράζεται,

μήτε ψίθυρος μήτε κύμα.

Συννεφάκια δίκην περισπωμένης.

 

Τρείς μετά το μεσονύχτι.

Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα στρωμένη μάγια.

Ένα μεγάλο μάτι βλέπει από ψηλά,

τρείς μέρες μετά την πανσέληνο του Ιούλη,

τη γής, τους ανθρώπους

και τ’ ανθρώπεια.

Της Σελήνης της Μυτιλήνης…

σχολιάζει ο Ελύτης,

ή των Σερρών.

Ριπές ωσάν ανασεμιές του αγέρα.

Εις αναψυχήν.

Η σιγαλιά της νυχτιάς.

Έμφορτες οι ριπές,

του νυχτολούλουδου τις ευωδιές

μοιράζουν δροσιστικά

μυρίζοντας

ευεργετικά τον τόπο, τ’ αερικά γύρω

κι οι νεραιδοχτυπημένοι

συναρπάζονται.

Στης νύχτας, μόνον το τριζόνι, το παραμύθι,

αγρυπνεί.

Την σκυτάλη από τον άρχοντα της πυρπολημένης θερινής ημέρας ,

τον ακάματο τζίτζικα

παρέλαβε.

Κι ας τον κατηγορούν στα παραμύθια

πώς τάχα νωχελικός είναι, τεμπέλης,

τούτος με το δοξάρι του επιδέξια

και την λύρα του από ελιόξυλο,

το ίσον της διαχρονίας της ιστορίας μας

κρατά.

Τρεμοσβήνει ένα αστέρι , την σελήνην και τους αστέρας εις εξουσίαν της νυκτός,

ένα μικρό αστέρι το μάτι ωσάν να

μου κλείνει.

Τρέμει η ψυχή και ξαστοχά γλυκά

τον εαυτό της,

μονολογεί ο Σολωμός,

πολιορκημένος.

Μέσ’ στης νυχτιάς την σιγαλιά,

στο φεγγαρόφως,

τρέμει η ψυχή

μυριστικά.

Τούτη την ώρα , έλεγε η Σμυρνιά,

η γιαγιά η Χρυσούλα,

είναι ανοιχτοί οι ουρανοί, κι όχι μόνον,

μα ανοίγει σαν το νυχτολούλουδο

κι η ψυχή , θάμβος έκπαγλον,

της ζωής τους δρόμους ανιχνεύει

χάνεται , βλέπεις, στης μέρας

τον θόρυβο , την οχλαγωγή, τα συμφέροντα,

της ζωής το νόημα, το θαύμα της ύπαρξης,

τώρα στη δροσιά

ψηλαφίζει ,

ναί, στες τρείς μετά τες δώδεκα,

με ισοκράτημα από τους τραυλούς γρύλους,

καθώς απλώνεται στην πλάση

του ολόγιομου φεγγαριού

η ασημόσκονη,

κι ισοζυγίζεται πάνω από το όρος του Μενοικέως

η Μικρά Άρκτος , και τ’ αστέρι

του βοριά , ο πολικός,

τρεμάμενη η ψυχή,

τα αινίγματα

της ζωής

ξαναστοχάζεται ,

των ανθρώπων την μοίρα και την στράτα,

των ισχυρών την απληστία για πλούτος,

το άδικο χειρών των δυνατών,

των ταπεινών τον αγώνα

γιά το δίκιο ,

μα πώς συνταίριαξαν οι Έλληνες τις λέξεις,

το πώς ο πόθος γίνεται πάθος,

και πώς το πάθος αλλάζοντας το πί

με λάμδα, τρέπεται σε λάθος,

το πώς ο πόθος εύκολα

αλλάζει το θήτα σε νί,

και προκύπτει πόνος,

τρεμάμενη η ψυχή στης νυχτιάς

το φεγγαρολουσμένο σκότος,

μόνη προς εαυτόν,

συλλογίζεται, σημειώσεις κρατά,

καθώς ο Μάρκος Αυρήλιος, ο στωικός αυτοκράτορας,

πιό Έλληνας απ’ τους Έλληνες,

σε ψηλό κλαρί η ψυχή , βιγλάτορας θαρρείς,

στου πλάτανου τη φυλλωσιά,

ονείρατα αναδεύει ,

στης νυχτιάς τη σιγαλιά,

από πού ξεκίνησε

που πορεύεται,

μα , πού στην ευχή , εντέλει θέ να φτάσει,

πορεία στο χάος των αιώνων,

στις πειρατείες τις καθημερινότητας αμάχες,

φώς , η ψυχή ,

μέσα στο σκοτάδι της νυχτιάς,

Φώς αναζητεί,

στις ρούγες και τα μονοπάτια,

ή μήπως σ’ υπόγειες διαδρομές,

σε καλντερίμια και λασπόδρομους,

στην άσφαλτο της ταχύτητας,

τρέμει η ψυχή και ξαστοχά,

το ένα ψάχνει , ή , τον Ένα,

φώς εκ φωτός ,

Θαβώρ και Ερμών αγαλλιάσονται,

ψηλαφίζοντας,

στα έσω μονοπάτια, στα γλιστερά καντούνια,

τούτη την ώρα την μυστική,

στες τρείς που γέρνει το φεγγάρι,

την ώρα της έσω αναζήτησης,

οδόν πορείας εν η πορεύσομαι,

δίδαξόν με,

στα σεντούκια τα παλαιικά

χάρτες χειροποίητους σε δέρματα ιστορημένους,

παλιών θαλασσινών ο μπούσουλας,

ποντοπόρων της έσω θάλασσας,

ανασκαλεύουν

για να βρούν,

τι έγνοια, γλυκιά έγνοια, τι αγωνία ένδροση,

πόκος ένδροσος

η ψυχή ,

τούτες τις καλοκαιρινές βραδιές,

τι ανοιχτωσιά νυχτερινή , τι ανοιχτοκαρδία ουράνια,

οι ουρανοί διηγούνται,

τους μαλαμρτένιους κόκκους της

φεγγαρόσκονης ,

του ασημένιου σεληνόφωτος

την απλόχερη ομορφιά,

του γιασεμιού την πάλλευκη

ευωδιά,

βγαίνει η ψυχή ,

με ντορβαδάκι μικρό , σπυρί - σπυρί , ωσεί ψάμμον θαλάσσης να συνάξει ,

πολυτίμητους τω όντι κόκκους, αργυρούς, ασημοκάνισμένους,

δείχτες ωσάν ρωμαϊκά μιλιάρια,

οδόν ημίν δεικνύοντα,

στης μέρας της πολύβουης και φαντασμένες

τ’ αδιέξοδα !

Η γερτή θέση του αστερισμού της Κασσιόπης

ήδη μαρτυρεί

πώς η νύξ προέκοψε

και να ο Αυγερινός, μαντατοφόρος της αυγής,

ετοιμάζεται λαμπροφορών

να φανεί

το προς πρωί πρωί !

Αγαλλιάσθε ευφροσύνως !

Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι

αντιδωρίζοντας μια καλημέρα,

Καλημέρα σας !