(Του Μάρκου Μπόλαρη)
Ένα προσφυγοχώρι,
που σ’ ένα ορμίσκο βλέπει, ένα γύρω νερό,
νταιλιάνια, σε μικρές λιμνοθάλασσες,
ιχθυοτροφεία, ξεχωριστή κι η χλωρίδα,
ξεχωριστή κι η πανίδα,
το είχε τυπικό ο μπάρμπα Μίλτος, Λήμνιος
τω γένει, του καλού ψαριού λάτρης,
δέκα πέντε μέρες καλοκαιρινές
να ξεκουραστεί στο μοναδικό, τότες ξενοδοχείο,
ωραίοι ανθρώποι, θαλασσινοί,
με τις ψαρόβαρκες και τα καίκια,
με τα νταιλιάνια και τα μυδοτροφεία,
ξυπόλυτοι στην άμμο,
καταντικρύς της Θάσος, τους χωρίζει μόνον
μιά λωρίδα θάλασσας και στη μέση της
καταπράσινη μιά βραχονησίδα,
η Θασοπούλα, των αιγαιοπελαγίτικων γλάρων
κατοικητήριον και βασίλειον,
χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες γλαροπούλια,
όλο το Βόρειο Αιγαίο και το Θρακικό εποπτεύουν,
τι ωραίοι άνθρωποι , την ευωδία της Μικρασίας
φέραν μαζί τους ,
ηλιοψημένοι , ηλιοκαμένοι, με τα ψαθάκια τους,
ώρες - ώρες γελιόσουνα να νομίζεις
πώς στοιχειά της θάλασσας είναι,
γελιόσουνα να χαζεύεις την θωριά τους
και να πιστεύεις πως της γοργόνας
τα ατίθασα παιδιά είναι , έμορφα και μελαχροινά,
είχε φιλίες και παρέες ο Λημνιός
με τους καραβοκύρηδες και τους καικτσήδες
είχε αγάπες με τους βαρκάρηδες και τους ψαράδες,
ουζάκι τα ζεστά μεσημέρια του Ιούλη
κάτω από την κρεβατή , την κληματαριά
με το κεχριμπαρένιο μακρύρογο σταφύλι,
τι ιστορίες όμορφες της θάλασσας,
τι αφηγήσεις αρμυρισμένες
με φουρτούνες και μπουνάτσες, με δελφίνια και χταπόδια, με καβούρια και λαβράκια,
διηγήσεις του καφενέ, από το στόμα
των θαλασσινών , άλατι ηρτυμένες,
θαρρείς κι ήταν παρών ο κυρ Φώτης ο Κόντογλους
κι εξιστορούσε , ή, πάλιν ο Καρκαβίτσας,
τα Λόγια της Πλώρης να ξομπλίαζει,
στη γωνία , παραδίπλα από τον παππού,
ρουφούςα αχόρταγα το ιώδιο που ευώδιαζε
ο απέριττος λόγος τους, όμορφες λέξεις
στρογγυλεμένες ωσάν τα βότσαλα
από την πολυαιώνια τριβή τους με το κύμα,
αιώνες θαλασσόδαρτος της Ελληνίδας γλώσσας,
μπαρμπούνια χρυσοκόκκινα στο τηγάνι ,
αχνιστά τα μύδια με σκορδάκι και μαϊντανό,
πλακί με κρεμμύδι οι κέφαλοι στο φούρνο,
λιαστό το χταπόδι ή πάλιν κρασάτο,
ούζο μυτιληνιό ή ρακή Λημνιό,
κρίταμα θασίτικα στις σαλάτες και φρέσκες
ντομάτες του χωριού, γλυκές, με γλιστρίδα,
ελιές θρούμπες, ξεχωριστή γεύση οι αχινοί,
πρόκληση πάντοτε νοστιμιάς οι φούσκες,
ευωδιαστές οι λιχουδιές της Κεραμωτής,
ήταν και μέρες που ομόρφαινε το τραπέζι
ένας - δυό μεγαλοκάβουρες , ένας αστακός
ή λαβράκι στα κάρβουνα,
κι ήρθε μιά μέρα στον καφενέ,
την ώρα της παρέας,
δυναμική, άνετη, επιβλητική, με απλότητα ντυμένη,
η απλότητα από μόνη της
αρχοντιά είναι,
την άκουγα μα δεν την γνώριζα ,
ήρθε ένα μεσημέρι στην ανδροπαρέα,
η Καπετάνισσα , τούτη που αλώνιζε τις θάλασσες
με το καίκι της , τον Άη Νικόλα ,
κι ούτε ποτέ της φοβήθηκε τον καιρό , το κύμα,
τις φουρτούνες,
θαυμαστοί οι μετεωρισμοί της θαλάσσης,
γεννημένη άτρομη , μα και προνοητική,
του πατέρα της την τέχνη είχε πάρει ,
κι όχι μόνον το καίκι ,
του πατέρα της την επιστήμη του κυβερνάν
μεσοπέλαγα το ψαροκάικο ,
μάταια την είχε εκλιπαρήσει να σπουδάσει,
όμορφη , ψηλή, μελαχρινή, ντελικάτη,
αντρογυναίκα,
δίπλα του στάθηκε στο τιμόνι ,
δίπλα του στις νυχτιές της αλιείας,
δίπλα του μαθήτρια άριστη,
τα σουσούμια όλα του καπετάν Στρατή,
τις κρύφιες και τις φανερές αποφάσεις του
όλα τα αντέγραψε , δεξί του χέρι,
κι όταν εκείνος από νταμπλά , Θεός φυλάξοι,
στο κρεβάτι έπεσε , αυτή στο καθήκον,
το τιμόνι άδραξε , στα πέλαγα τον Άη Νικόλα,
απ’ τ’ Αγιονόρος ίσαμε την Λήμνο, από την Θάσο μέχρι την Σαμοθράκη ,
μεσοπέλαγα αρμενίζω κι έχω πλώρα τον καιρό ,
καίκι με τις ψαρόβαρκές του, ένα γρί - γρί
με απαιτήσεις , τα πρωινά στην Κεραμωτή πόδιζε,
με ψάρια να προμηθεύσει την ψαροαγορά της Καβάλας, της Θράκης , της Μακεδονίας ,
είναι ψαρομάννα το Βόρειο Αιγαίο,
ψαρότοπος πλούσιος ,
Έβρος και Νέστος και Στρυμόνας κουβαλητές,
φερτές ύλες και τροφές που εμπλουτίζουν
τις θάλασσες αέναα κατεβάζουν,
κι η καπετάνισσα, Μαρία την λέγαν, μα ποιός ποτέ
τόλμησε Μαρία να την καλέσει,
καπετάνισσα όλοι τους την κράζαν,
τούτη κι αν ήταν της γοργόνας θυγατέρα,
ωσάν αερικό μιά παρουσία,
είπε ένα ποτηράκι ούζο , για να χαιρετίσει
την αντρική συντροφιά που κερνούσε,
ευχές εγκάρδιες τους είπε,
ευχές που από το στόμα του καπετάν Στρατή
έμαθε , ευχές όπως στην πατρίδα ,
στου Μαρμαρά τις έμορφες ακρογιαλιές,
κι ύστερα , μα καθόμουν δίπλα της,
γύρισε και με κοίταξε , τα μαλλιά
μου χάιδεψε, και στον παππού λέει,
Μίλτο , μου τον δίνεις για ναύτη,
σήμερα μόνον,
να τόνε πάρω στο γρί-γρί κι αύριο με χάραμα,
θα σου τον παραδώσω το χάραμα,
με τα ψάρια !
Θυμούμαι ακόμη τώρα πως πετάρισε η καρδιά μου,
γύρισα κι είδα στα μάτια τον παππού Μίλτο ,
ψημένος ήταν στις θάλασσες , για τον εαυτό του
δεν θα είχε έγνοια, μα για τον εγγονό,
τι λές , με ρώτησε, θέλεις να πάς,
έγνεψα το κεφάλι , καταφατικά,
κι ήταν το πρόσωπο σε ένταση από προσδοκία,
από χαρά, από επιθυμία, από αδημονία,
κι όταν συγκατένευσε , σηκώθηκα πανηγυρίζων,
«στις έξι» , με πρόλαβε αυστηρή η φωνή της καπετάνισσας, «στις έξι θα είσαι στο καίκι, μπλούζα να πάρεις , θα έχει ψύχρα το βράδυ μεσοπέλαγα» !
Ονειρική η εμπειρία στα μάτια του δεκάχρονου,,
ότι που είχα τελειώσει την τετάρτη του Δημοτικού, ονειρική η βίωση τούτη
η δωδεκάωρη στο πέλαγος,
κάπου ανάμεσα Θάσο , Λήμνο κι Αγιονόρος βρεθήκαμε,
αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος,
είχε μικρό κυματισμό , τρία μποφόρ , μπορεί τέσσερα κάποιο διάστημα ,
ένα βοριαδάκι δροσιστικό ,
την μαγεία με τις βάρκες θάμαξα, απόμεινα άναυδος
να τις κοιτάζω,
μιά - μιά , με το μεγάλο λούξ, το φώς δηλαδή της ασετιλίνης, με τον βαρκάρη της η κάθε μιά ,
πλατάγιζαν στην σιγή της νυχτιάς τα κουπιά , συντονισμένες οι ενέργειες , μετρημένες οι κινήσεις, η φλυαρία έγκλημα, αφοσιωμένο το πλήρωμα στην αλιευτική επιχείρηση , τα δίχτυα απλώνονται ,
τα λούξ ανάψαν,
η Μεγάλη Άρκτος είναι αυτός ο αστερισμός,
έλα , να σου δείξω τ’ αστέρια, μου είπε ,
καθώς είχαμε παραπλεύσει την Θάσο κι είχαμε ανοιχτεί σε θάλασσα πλατιά,
αυτός πάλι ο αστερισμός που μοιάζει με Σίγμα ανάποδο ή Κασσιόπη είναι,
κι εκεί η Μικρή Άρκτος
κι εκείνος ο μικρούλης είναι ο Πολικός,
τ’ αστέρι του βοριά που φέρνει ξαστεριά,
στην μάννα του γρί - γρί εγώ , στο καίκι ,
της Καπετάνισσας παραγιός, στο τιμόνι δίπλα ,
πεινάς, με ρώτησε, δεν αποκρίθηκα,
πεινάς , μου λέει, αλλά θα φάμε όλοι μαζί
αφού τα δίχτυα μαζέψουμε , όταν αρχίσει το ξεψάρισμα,
κακαβιά παρήγγειλα στον μάγειρα ,
θα γλείφεις τα δαχτύλια σου,
τι είναι τούτο , θάμα μέγα ,
ο μέλας πόντος, μυστήριον θέαμα,
στη σιγαλιά της νυχτιάς , το σκότος,
καταμεσής εμείς του πελάγους,
έναστρος ο ουρανός, άπειρα αστέρια, αναρίθμητα,
μαζί κι ο Δαβίδ, σχολιάζει χαμηλόφωνα,
«οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού
ποίησιν δα χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα»,´
άφωνος παρακολουθώ , έκπαγλο μεγαλείο,
δίπλα στην Καπετάνισσα ,
τις ακούραστες προσπάθειες ολονυκτίς των ψαράδων του αλιευτικού ,
αναμμένες οι λάμπες, ως πρόσκληση,
συνάζουν τα ψάρια, κοπάδια ασημίζουν μέσα
στη νυχτιά,
οι λαμπαδόροι στο πέλαγος,
τον πλούτο του ωκεανού να συνάξουν,
σαρδέλες και σαφρίδια, γόπες και γαύρους,
φρήσες και ζαργάνες, κολιούς και σκουμπριά,
είναι εποχές που ψαρεύουν τον κιτρινοπτέρυγο τόνο,
όλα τα αφρόψαρα ,
της θάλασσας τ’ ασήμια και τα τζιβαερικά,
μόλις ήρθε η ώρα , η Καπετάνισσα έδωσε το πρόσταγμα, αρχίσαν κυκλωτικές κινήσεις ,
γύρω από κάθε φώς, κυκλωτικές κινήσεις αθόρυβες,
τα ψάρια να μην αφουγκραστούν κάτι, μην τρομάξουν, μην απομακρυνθούν,
άγρυπνο το μάτι της Καπετάνισσας,
με τα χέρια δίνει τις εντολές στους λαμπαδόρους,
μιά - μιά ξαναμαζεύονται οι ψαρόβαρκες,
ένα - ένα μαζεύονται τα δίχτυα,
στο καίκια τα ψάρια , το ξεψάρισμα τώρα,
ένα ασθενικό νιό φεγγάρι πρόβαλε ,
το ξεψάρισμα τώρα και τα ψάρια στις ξύλινες
κασέλες με πάγο, ήταν καλή η βραδιά,
γουρλής ήταν, είπε τα ξημερώματα στον παππού, 
θα μου τον ξαναδώσεις, καλή ψαριά είχαμε,
Δόξα τω Θεώ,
ένα καφεδάκι στη χόβολη πάμε να πιούμε
στης κυρά Αριάδνης,
κι ύστερα για ξεκούραση,
μου λένε οι χωριανοί πότε ξεκουράζεσαι
μα τούτη η θάλασσα , Μίλτο,
πώς να στο ειπώ,
η πνοή μου είναι, με λόγια πώς να το περιγράψω,
η ζωή μου είναι ολάκερη,
ο αγέρας της, ο κυματισμός της, τα μυστήριά της ,
η ομορφάδα της, η αρμύρα της, τ’ ασημικά της τ’ αρίφνητα, η απλοχωριά της,
έτσι απλόχωρη κι η καρδιά μου ,
κι οι κίνδυνοί της οι μεγάλοι , πολλοί , αμέτρητοι !
Μου χάιδεψε πάλι τα κατσαρό μαλλί,
θα την θυμάσαι τούτη την νυχτιά,
ήταν ο χαιρετισμός της,
πήδηξα ψηλά και την φίλησα ,
τι δώρο και τούτο, και πώς να πείς το ευχαριστώ,
οι εμπειρίες συνάζουν τον πλούτο τ’ ανθρώπου,
γιαυτό κι ο Όμηρος μακαρίζει τον Οδυσσέα,
αφού πολλών ανθρώπων άστεα είδε και νόον έγνω,
τι εμπειρία η πολυτίμητη μιάς βραδιά στο γρί - γρί
και πώς αλλοιώς,
ξεχνιέται ;
Έγνοια να’ χετε , αδέρφια, τώρα που , Ιούλης καιρός,
αύριο Αύγουστος , την πρόκληση
για μιά βραδιά με ψαροκάικο
στο Αιγαίο, ως ατίμητη
εμπειρία, επιδιώξ’τε την!
Καλή ψαριά!