Για δεκαετίες, τα αυγά θεωρούνταν διατροφικός κίνδυνος καρδιάς. Με μια φήμη που είχε αναπτυχθεί πάνω σε μισές αλήθειες και ανυπόστατες θεωρίες, πολλοί...
τα απέφευγαν, φοβούμενοι ότι θα ανεβάσουν τη χοληστερίνη τους.
Όμως μια νέα μεγάλη επιστημονική μελέτη βάζει οριστικά τα πράγματα στη θέση τους: Τα αυγά όχι μόνο δεν ανεβάζουν την «κακή» χοληστερίνη, αλλά μπορεί και να τη μειώνουν. Αντίθετα, ο πραγματικός ένοχος φαίνεται να είναι αλλού, στα κορεσμένα λιπαρά.
Τι έδειξε η έρευνα
Σε μια πρωτοποριακή κλινική δοκιμή, ερευνητές αποκάλυψαν τις πραγματικές επιδράσεις της διατροφικής χοληστερίνης και των κορεσμένων λιπαρών, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τα αυγά είναι τελικά πολύ λιγότερο επιβλαβή – και ενδεχομένως περισσότερο ευεργετικά – απ’ ό,τι πιστευόταν μέχρι σήμερα.Η επιστημονική μελέτη των ερευνητών του Πανεπιστημίου της Νότιας Αυστραλίας (UniSA), που δημοσιεύθηκε στο The American Journal of Clinical Nutrition,
επαναπροσδιορίζει το ρόλο των αυγών στη διατροφή, εξετάζοντας ξεχωριστά
την επίδραση της διατροφικής χοληστερίνης και των κορεσμένων λιπαρών
στα επίπεδα της «κακής» χοληστερίνης (LDL).
Ανακάλυψαν ότι ακόμη και η κατανάλωση δύο αυγών την ημέρα, στο πλαίσιο μιας διατροφής με υψηλή χοληστερίνη αλλά χαμηλά κορεσμένα λιπαρά, όχι μόνο δεν αύξησε τα επίπεδα LDL αλλά τα μείωσε, περιορίζοντας παράλληλα τον κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων.
«Τα αυγά έχουν αδικηθεί για χρόνια λόγω ξεπερασμένων διατροφικών συμβουλών», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Jon Buckley, καθηγητής στο UniSA, σύμφωνα με το New Atlas. «Είναι μοναδικά – υψηλά σε χοληστερίνη μεν, αλλά χαμηλά σε κορεσμένα λιπαρά. Κι όμως, η χοληστερίνη τους είναι αυτή που έχει οδηγήσει πολλούς να τα αποκλείουν από τη διατροφή τους».
Στη συγκεκριμένη τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη μελέτη – τύπου cross-over – 61 υγιείς ενήλικες ακολούθησαν τρεις διαφορετικές δίαιτες για πέντε εβδομάδες η καθεμία, με διαλείμματα ενδιάμεσα για να επανέλθει ο οργανισμός. Όλες οι δίαιτες παρείχαν τον ίδιο αριθμό θερμίδων ημερησίως, αλλά διέφεραν ως προς τα επίπεδα χοληστερίνης και κορεσμένων λιπαρών:
- Η «δίαιτα με αυγά» περιλάμβανε δύο αυγά την ημέρα (600 mg/ημέρα χοληστερίνη και 6% κορεσμένα λιπαρά).
- Η «δίαιτα χωρίς αυγά» που τα απέκλειε τελείως από τη διατροφή (300 mg/ημέρα χοληστερίνη και 12% κορεσμένα λιπαρά).
- Η «δίαιτα ελέγχου» περιλάμβανε μία μερίδα αυγών την εβδομάδα (600 mg/ημέρα χοληστερίνη και 12% κορεσμένα λιπαρά).
Τα αποτελέσματα ήταν ξεκάθαρα: η δίαιτα με αυγά μείωσε σημαντικά την LDL (103,6 έναντι 109,3 μg/dL στη δίαιτα ελέγχου), ενώ η δίαιτα χωρίς αυγά – παρότι είχε τη μισή χοληστερίνη – δεν είχε ουσιαστική επίδραση στα επίπεδα LDL. Ο κοινός παρονομαστής; Τα κορεσμένα λιπαρά.
Η έρευνα κατέδειξε ξεκάθαρα ότι τα κορεσμένα λιπαρά – και όχι η χοληστερίνη των αυγών – είναι ο βασικός υπεύθυνος για την αύξηση της LDL. Συνεπώς, οποιαδήποτε διατροφή χωρίς τη μείωση κορεσμένων λιπαρών είναι αναποτελεσματική ως προς τον έλεγχο της χοληστερίνης.
Τα οφέλη των αυγών πέρα από τη χοληστερίνη
Δευτερεύοντα ευρήματα της μελέτης έδειξαν ότι η δίαιτα με αυγά αύξησε τα επίπεδα της λουτεΐνης και ζεαξανθίνης – καροτενοειδών που υπάρχουν στον κρόκο και συνδέονται με την υγεία του εγκεφάλου, των ματιών και την προστασία από φλεγμονές. Παρατηρήθηκε επίσης συσχέτιση της αύξησης αυτών των αντιοξειδωτικών με μεγαλύτερη κινητικότητα των συμμετεχόντων, υποδηλώνοντας πιθανή επίδραση στον εγκέφαλο και την ενέργεια.
«Σε αυτή τη μελέτη διαχωρίσαμε τα αποτελέσματα της χοληστερίνης και των κορεσμένων λιπαρών και βρήκαμε ότι η υψηλή διατροφική χοληστερίνη από τα αυγά, όταν συνδυάζεται με χαμηλή πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών, δεν αυξάνει την LDL», δήλωσε ο Buckley. «Αντίθετα, τα κορεσμένα λιπαρά ήταν αυτά που αύξησαν τα επίπεδα».
Η μελέτη αυτή έρχεται να προστεθεί σε προηγούμενη έρευνα του Πανεπιστημίου Monash, που έδειξε ότι η κατανάλωση έως και έξι αυγών την εβδομάδα συνδέεται με 29% χαμηλότερο κίνδυνο καρδιοπάθειας σε σύγκριση με σπάνια ή μηδενική κατανάλωση.
Aναθεώρηση στην αξιολόγηση των τροφίμων
Παρά τις σκεπτικιστικές φωνές περί «διαφήμισης από τη βιομηχανία αυγών», τα δεδομένα ανοίγουν τη συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο δυτικές κοινωνίες δαιμονοποίησαν ορισμένα τρόφιμα, με βάση την «αναγωγή των τροφών σε θρεπτικά συστατικά».
Από τη δεκαετία του 1950 και μετά, καθώς η σύνδεση υψηλής χοληστερίνης στο αίμα και καρδιοπαθειών έγινε αποδεκτή, τα τρόφιμα με υψηλή χοληστερίνη – όπως τα αυγά – μπήκαν στο στόχαστρο, παρά την απουσία ισχυρών αποδείξεων. Τα αυγά – και ιδίως οι κρόκοι – χαρακτηρίστηκαν επιβλαβή.
Στη δεκαετία του 1980 και 1990, με την άνοδο των «χαμηλών σε λιπαρά» και «μέτρησης θερμίδων» διατροφών, τα ασπράδια επικράτησαν έναντι των κρόκων. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι οι κρόκοι περιέχουν τα περισσότερα από τα θρεπτικά συστατικά του αυγού – βιταμίνες A, D, E, K και χολίνη – και το λίπος τους είναι κυρίως υγιεινό, ακόρεστο.
Η περίπτωση των αυγών αποτελεί κλασικό παράδειγμα του πώς η μεμονωμένη εστίαση σε ένα θρεπτικό συστατικό, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της τροφής ή το πλαίσιο κατανάλωσης, οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. Το σώμα μας δεν επεξεργάζεται τα θρεπτικά συστατικά μεμονωμένα, αλλά στο πλαίσιο των γευμάτων, της μικροβιακής χλωρίδας και των διατροφικών συνηθειών.
«Άρα, στο παραδοσιακό πρωινό, δεν είναι τα αυγά που πρέπει να σας ανησυχούν, αλλά το επιπλέον μπέικον ή το λουκάνικο στο πλάι», κατέληξε ο Buckley. Η μελέτη υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα, ώστε να κατανοηθεί όχι μόνο η συνολική επίδραση των αυγών στην LDL, αλλά και η σύνθεση αυτής της «κακής» χοληστερίνης.