Ο σάλος που προκλήθηκε, την περασμένη βδομάδα, μετά τη σύσταση τελικά Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, δεν κοπάζει. Και...
δεν πρέπει να κοπάσει. Διακεκριμένοι Συνταγματολόγοι και δημόσιες ‘‘περσόνες’’ βγήκαν και μίλησαν για ευτελισμό των θεσμών και για καταρράκωση της δημοκρατίας στη χώρα. Μάλιστα, χθες, σε κυριακάτικο φύλλο, ο γνωστός Συνταγματολόγος, Νίκος Αλιβιζάτος, έγραψε: ‘‘Η συνεδρίαση της Βουλής της περασμένης Τετάρτης θα καταγραφεί στις πιο μαύρες σελίδες της κοινοβουλευτικής μας ιστορίας. Για να εμποδίσει τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, η κυβέρνηση παραβίασε προκλητικά το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων της έννοιες όπως η μυστική ψήφος και η απαρτία’’.
Επειδή, λοιπόν, δεν έχουμε περάσει ακόμη στην εποχή της απόλυτης κυριαρχίας της Τεχνητής Νοημοσύνης (ας μου επιτραπεί να κάνω και λίγο… χιούμορ, αν και το θέμα κάθε άλλο παρά χιούμορ ‘‘σηκώνει’’), σήμερα ας χρησιμοποιήσουμε αυτό που όλοι διαθέτουμε, δηλαδή την Κοινή Λογική, για να αποκρυσταλλώσουμε ένα συμπέρασμα μέσα από τη διαδικασία κρίσιμων απαντήσεων σε κεφαλαιώδη ερωτήματα, ξεκινώντας (από), και άρα έχοντας ως ‘‘μείζονα πρόταση’’ στο συλλογισμό μας, τα δεδομένα της υπόθεσης.
Είναι δεδομένο ότι υπάρχει ένα τεράστιο σκάνδαλο διαφθοράς, κλοπής, απάτης και κατασπατάλησης ευρωπαϊκών πόρων που αποκαλύφθηκε από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Η περίοδος που αφορά είναι μετά το 2019, διότι η εν λόγω Εισαγγελία είχε συσταθεί με ευρωπαϊκό Κανονισμό το 2017 και λειτουργεί από το 2021. Από το 2019 και μετά η χώρα έχει συγκεκριμένη Κυβέρνηση, υπό συγκεκριμένο Πρωθυπουργό. Υπάρχει μία ογκώδης δικογραφία 3.000 σελίδων, όπου σωρεύονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στοιχεία (δεδομένα, αποχρώσες ενδείξεις ή ίσως και αποδείξεις) για τη στοιχειοθέτηση σοβαρότατων και βαρύτατων ποινικών αδικημάτων, όπως η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, υπεξαιρέσεις, απάτες και κακουργηματική απιστία. Υπάρχει ένα (πρώτο) πρόστιμο 415 εκατομμυρίων ευρώ που θα κληθούν να πληρώσουν οι φορολογούμενοι, το οποίο θρυλείται – και ίσως όχι αβασίμως – ότι θα καταλήξει να είναι τελικά πρόστιμο δισεκατομμυρίων ευρώ. Υπάρχουν δύο Υπουργοί που αναφέρονται ονομαστικά στη δικογραφία για την εμπλοκή τους στο σκάνδαλο. Και υπάρχει ο κίνδυνος παραγραφής αν δεν ξεκινήσει η δίωξη των Υπουργών (τουλάχιστον για τον έναν από αυτούς, μιλάω για τον κ. Μ. Βορίδη) πριν από την έναρξη της επόμενης συνόδου της Βουλής, στις 5 Οκτωβρίου.
Ας αρχίσουμε, επομένως, να ‘‘ξετυλίγουμε το κουβάρι’’ των καίριων ερωτημάτων που θα μας οδηγήσουν στο αληθές συμπέρασμα. Βήμα-βήμα και με γνώμονα την πραγματικότητα και την ουσία.
Καταρχάς, γιατί ασχολήθηκε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία με τη συγκεκριμένη υπόθεση; Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας (principle of subsidiarity), η καταπολέμηση αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της ΕΕ, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεών της. Εντός του πεδίου αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας υπάγονται η αφορώσα συνολική ζημία τουλάχιστον 10 εκατ. ευρώ διασυνοριακή απάτη στον τομέα του ΦΠΑ, η απάτη που αφορά δαπάνες της ΕΕ και η τελωνειακή απάτη, η διαφθορά που επιφέρει ή ενδέχεται να επιφέρει ζημία στα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ, η υπεξαίρεση ενωσιακών πόρων ή περιουσιακών στοιχείων από δημόσιο λειτουργό, η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αλλά και οποιαδήποτε άλλα αδικήματα, τα οποία συνδέονται άρρηκτα με μια από τις παραπάνω κατηγορίες αξιόποινων πράξεων.
Γιατί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έστειλε τη δικογραφία στη Βουλή και δεν κινήθηκε αυτεπαγγέλτως με άλλον τρόπο που αυτή θα έκρινε; Με βάση τον Κανονισμό (Καν. ΕΕ 2017/1939) λειτουργίας της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα με τις εθνικές αρχές (τις αρχές των κρατών-μελών) στην καταπολέμηση των εγκλημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ, διαθέτουσα το δικαίωμα ανάληψης μιας τέτοιας υπόθεσης (right of evocation). Σύμφωνα με το άρθρο 86§2 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ (ΣΛΕΕ), η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ασκεί ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων των κρατών-μελών την ποινική δίωξη για τα ανωτέρω αδικήματα, αλλά η αρμοδιότητά της καθορίζεται με κριτήριο το ποινικό δίκαιο των κρατών-μελών, το οποίο ποινικοποιεί πράξεις ή παραλείψεις που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ και καθορίζει τις επιβλητέες κυρώσεις, εφαρμόζοντας τη συναφή νομοθεσία της ΕΕ στα εθνικά νομικά συστήματα, ιδίως δε την Οδηγία (ΕΕ) 2017/1371.
Κατά το άρθρο 86 του Συντάγματός μας, λοιπόν, μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εν προκειμένω, στα καθήκοντα των Υπουργών Αγροτικής Ανάπτυξης που κατονομάζονται στη δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, μεταξύ των άλλων, περιλαμβάνεται και η εποπτεία της λήψης των επιδοτήσεων της ΚΑΠ (κοινής, ευρωπαϊκής, αγροτικής πολιτικής), και, άρα, ορθώς εστάλη από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία η εν λόγω δικογραφία στη Βουλή.
Είναι οι δύο Υπουργοί (οι κ. Βορίδης και Αυγενάκης), αυτομάτως και a priori ένοχοι για κακουργηματική απιστία, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, ηθική αυτουργία σε απάτες και υπεξαιρέσεις και παράβαση καθήκοντος, καθώς φέρονται, κατά τη δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, να προέβησαν σε συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις που συναρτώνται με το σκάνδαλο; Όχι βέβαια, υπάρχει, και θα υπάρχει, όσο υφίσταται(;) ο νομικός πολιτισμός, το τεκμήριο της αθωότητας που ισχύει για όλους. Και για τους Υπουργούς βεβαίως, αλλά και για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα της δικογραφίας. Ναι, ο ‘‘Χασάπης’’, ο ‘‘Φραπές’’ και η… υπόλοιπη ‘‘παρέα’’, αυτοί δηλαδή που, όπως μάθαμε από τις διαρρεύσασες στον τύπο συνομιλίες τους, με χυδαία φρασεολογία ζητούσαν την ‘‘καρατόμηση’’ και ‘‘αποπομπή’’ της Ελληνίδας Εισαγγελέως, η οποία χειριζόταν την υπόθεση για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ακόμη κι αυτοί, καλύπτονται, καταρχήν, από το παραπάνω τεκμήριο.
Με δεδομένο, όμως, ότι δικογραφία σχηματίζεται (όπως όντως σχηματίστηκε εν προκειμένω από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία) όταν, ούτως ή άλλως, η διωκτική Αρχή έχει ενδείξεις ενοχής για τις ερευνώμενες πράξεις και, επίσης, με δεδομένο ότι για τις πράξεις που σχετίζονται με τους δύο Υπουργούς της ΝΔ τίθεται θέμα επικείμενης παραγραφής (άμεσης δε για τον έναν από αυτούς, όπως έγραψα παραπάνω), τι όφειλε αυτονοήτως να πράξει η Κυβέρνηση; Μα, φυσικά, να συστήσει Προανακριτική Επιτροπή, επειδή έμειναν μόλις δύο μήνες μέχρι την παραγραφή των ερευνώμενων πράξεων για τον έναν από αυτούς, προκειμένου να διερευνηθεί αν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να ασκηθεί δίωξη κατά και των δύο Υπουργών πριν επέλθει η παραγραφή. Άλλωστε, είναι παγκοίνως γνωστό ότι (ακόμη και) σε απλές υποθέσεις του κοινού ποινικού δικαίου, όταν υπάρχουν υποψίες ή κατηγορίες για την τέλεση ποινικών αδικημάτων, γίνεται προανάκριση, ώστε να διερευνηθεί τι έχει γίνει, να δώσει εξηγήσεις ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος, να συγκεντρωθούν στοιχεία και να γίνει η πρώτη αξιολόγηση των γεγονότων, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει εν τέλει και σε ποινική δίωξη του (κάθε) ‘‘ύποπτου’’.
Σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος, η Βουλή, συστήνοντας με απόφασή της Προανακριτική Επιτροπή ή, κατά νομική ακριβολογία, την "ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης", με τη λήψη απόφασης που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών, δηλαδή τουλάχιστον από 151 βουλευτές, θα έδινε την καθοριστική, για τη δημοκρατία μας, δυνατότητα στους άνω Υπουργούς να τοποθετηθούν δημόσια από το βήμα της Ολομέλειας. Μάλιστα, το απολύτως κομβικό και ουσιώδες γεγονός εν προκειμένω είναι το ότι η Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής έχει ρόλο και αρμοδιότητες Εισαγγελέα για τα πολιτικά πρόσωπα τα οποία εξετάζονται από αυτήν και μπορεί να διατάξει ακόμη και βίαιη προσαγωγή μάρτυρα ενώ δύναται να ασκήσει διώξεις, κάτι που δεν μπορεί να κάνει η Εξεταστική.
Η Βουλή όμως, αντί της Προανακριτικής, συνέστησε Εξεταστική Επιτροπή με επιθυμία και πρωτοβουλία της ΝΔ. Τι σημαίνει αυτό; Με βάση το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, η Εξεταστική Επιτροπή έχει μεν τις αρμοδιότητες των ανακριτικών αρχών και του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και έρευνα συνολικά την υπόθεση, αλλά όχι ειδικά τις ποινικές ευθύνες των προσώπων που άγονται ενώπιόν της. Συνήθως, το πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής αποδίδει πολιτικές ευθύνες, και αν βρεθούν αποχρώσες ενδείξεις και για ποινικές ευθύνες των πολιτικών προσώπων, τότε ζητεί από τη Βουλή να συσταθεί Προανακριτική Επιτροπή. Η Εξεταστική Επιτροπή, συνεπώς, έχει σαφώς λιγότερες εξουσίες (από την Προανακριτική) και ακόμη και αν διαπιστώσει τη διάπραξη αδικημάτων δεν μπορεί να ζητήσει παραπομπή σε δίκη των προσώπων που ήχθησαν σε αυτήν, αρμοδιότητα που μπορεί να ασκηθεί μόνο από την Προανακριτική, η οποία εισηγείται σχετικώς στην Ολομέλεια της Βουλής και εκεί λαμβάνεται η τελική απόφαση.
Υπό το φως της απάντησης στο παραπάνω ερώτημα, θυμόμαστε τι έλεγε ο ίδιος, ο κ. Μητσοτάκης, για τη σύσταση και λειτουργία των Εξεταστικών Επιτροπών της Βουλής; Έλεγε ότι ‘‘τίποτε δεν βγαίνει από τις Εξεταστικές Επιτροπές’’. Ότι ‘‘ακόμη και στην περίπτωση του κ. Τσοχατζόπουλου, η τότε Εξεταστική δεν ωφέλησε σε τίποτε και ότι πρέπει να αναγνωριστεί η… ‘‘φυσική αδυναμία των πολιτικών να μην μπορούν ή να μην θέλουν να διαλευκάνουν υποθέσεις που αφορούν άλλους πολιτικούς’’. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, λοιπόν, ‘‘απέρριπτε’’ verbatim τη σύσταση Εξεταστικών Επιτροπών σε ανάλογες περιστάσεις.
Πού, πιθανόν, όμως οδηγεί η πρόταση της Κυβέρνησης (που τελικά ψηφίστηκε από τη Βουλή και συνεπώς ομιλούμε για τετελεσμένο) για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής αναφορικά με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, η οποία (Εξεταστική) μάλιστα θα εξετάσει τα πεπραγμένα του ΟΠΕΚΕΠΕ από το… 1998 μέχρι σήμερα; Η Εξεταστική Επιτροπή, διερευνώντας τις όποιες ‘‘αμαρτίες’’ του ΟΠΕΚΕΠΕ για τα προηγούμενα 27 χρόνια, θα χρειαστεί μάλλον μερικούς μήνες για να ολοκληρώσει το έργο της. Μάλιστα, καθώς ο Αύγουστος είναι μήνας διακοπής των εργασιών της Βουλής, το έργο της αυτό θα ξεκινήσει από τον Σεπτέμβριο. Σε κάθε περίπτωση, τα κόμματα θα υποστηρίξουν τη δική τους εκδοχή για το σκάνδαλο και τις όποιες ευθύνες των πολιτικών προσώπων και θα αντιπαρατεθούν στη Βουλή αλλά, εν τω μεταξύ, είναι σφόδρα πιθανολογούμενο έως απολύτως βέβαιο ότι θα επέλθει η παραγραφή (κατά νομική ακριβολογία, η παρέλευση της αποσβεστικής προθεσμίας) και δεν θα μπορεί να προχωρήσει η δίωξη τουλάχιστον κατά του ενός από τους δύο άνω Υπουργούς! Αν και, λοιπόν, υφίσταται, κατά τα άνω, δικογραφία 3.000 σελίδων, αν και οι δύο Υπουργοί κατονομάζονται ρητώς και για συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις σε αυτή τη δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, παρά ταύτα, χωρίς να έχει γίνει προηγουμένως καμία ποινικής φύσης και ποινικού περιεχομένου έρευνα για τις πράξεις ή παραλείψεις τους, που περιγράφονται στη δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, υφίσταται το οφθαλμοφανές ενδεχόμενο, στη δημοκρατία που ζούμε, οι δύο Υπουργοί να μην υποστούν ούτε καν τη ‘‘βάσανο’’ της ποινικής λογοδοσίας…..
Πέρα από τα άνω πρωτοφανή και απαράδεκτα αποτελέσματα που συνεπάγεται η επιλογή της συγκρότησης της Εξεταστικής Επιτροπής, αναφορικά με τη συγκεκριμένη δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η διαδικασία που τελικά ακολουθήθηκε στη Βουλή (την περασμένη Τετάρτη, 30/7) ήταν συνταγματικώς συμβατή και σύμφωνη με τον Κανονισμό της Βουλής; Τα έδρανα της Βουλής κατά την ψηφοφορία ήταν άδεια. Στην κάλπη της ψηφοφορίας για τη συγκρότηση (ή μη) Εξεταστικής Επιτροπής ‘‘έπεσαν’’ 83 ψηφοδέλτια, από τα οποία τα 68 ήταν από απόντες βουλευτές που ψήφισαν δια επιστολικής ψήφου υπέρ της συγκρότησης τελικά Εξεταστικής Επιτροπής.
Σύμφωνα, ωστόσο, με τον Κανονισμό της Βουλής (άρ. 70 Α), δυνατότητα συμμετοχής βουλευτή σε ψηφοφορία με επιστολική ψήφο υπάρχει μόνο όταν αυτός απουσιάζει επειδή μετέχει σε αποστολή της Κυβέρνησης ή της Βουλής στο εξωτερικό ή συντρέχει κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας ή όταν ισχύουν περιορισμοί λόγω πανδημίας. Επομένως, η ψήφος των 68 βουλευτών είναι απολύτως άκυρη! Ξεκάθαρα πράγματα….
Επίσης, το Σύνταγμα (άρθρο 67) προβλέπει ελάχιστο αναγκαίο αριθμό θετικών ψήφων για τη λήψη έγκυρης απόφασης, δηλαδή τον αριθμό των 75 βουλευτών (300/4), όταν από άλλη ειδικότερη συνταγματική διάταξη δεν προβλέπεται μεγαλύτερος αριθμός, ήτοι όταν η περίσταση δεν απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία επί του όλου αριθμού των βουλευτών. Όπως γράφει, όμως, και ο Συνταγματολόγος, Ευάγγελος Βενιζέλος (ίδετε παρακαλώ: ‘‘Ευτελισμός των θεσμών λόγω κρίσης νομιμοποίησης – Σχόλιο για το κοινοβουλευτικό κατάντημα’’, https://www.evenizelos.gr/mme/statementsgr/statements-2025/7207-evangelos-venizelos-eftelismos-ton-thesmon-logo-krisis-nomimopoiisis-scholio-gia-to-koinobouleutiko-katantima.html): ‘‘Τέτοια διάταξη, ειδικότερη του άρ. 67 του Συντάγματος, είναι το άρ. 86§3 που απαιτεί απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151/300). Παρά όμως την προσπάθεια, τελικά συμμετείχαν στην ψηφοφορία μόνο 83 βουλευτές (Σημ.: όλοι της ΝΔ), άρα δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έγκυρης λήψης απόφασης για την οποία απαιτούνται τουλάχιστον 151 και όχι 75 βουλευτές. Κατέστη κατά αυτόν τον τρόπο άκυρη η ψηφοφορία και ανακριβής η συναγωγή του αποτελέσματος ότι οι προτάσεις (εννοεί των κομμάτων της αντιπολίτευσης) για τη συγκρότηση επιτροπής διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης δήθεν απορρίφθηκαν. Οι προτάσεις παραμένουν εκκρεμείς έως ότου τεθούν σε ψηφοφορία σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής’’.
Γιατί, περαιτέρω, η Κυβέρνηση δεν επέλεξε και για τους Υπουργούς της που εμπλέκονται, κατά την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, το ‘‘μοντέλο Τριαντόπουλου-Καραμανλή’’, δηλαδή τη συγκρότηση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης που με συνοπτική διαδικασία παρέπεμψε, για την υπόθεση των Τεμπών, τους κατηγορούμενους Υπουργούς στον ανακριτή και το δικαστικό συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ), έστω για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος;
Διότι, αν η απάντηση στο προκείμενο ερώτημα δεν είναι ότι έχει ‘‘χάσει τα αβγά και τα πασχάλια’’, τότε (η απάντηση) είναι η a la carte αντιμετώπισή της στα σκάνδαλα που την ‘‘κατατρύχουν’’ και τη ‘‘βυθίζουν’’, μια a la carte αντιμετώπιση όμως που φαιδροποιεί πλήρως τον τρόπο που κοινοβουλευτικά αντιμετωπίζονται οι τυχόν ευθύνες Υπουργών της σε σκάνδαλα ολκής. Η Κυβέρνηση φοβήθηκε ότι αν οι βουλευτές της ΝΔ μετείχαν αυτοπροσώπως και ψήφιζαν ‘‘κατά συνείδηση’’ στη μυστική ψηφοφορία για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής, όπως πρότειναν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, θα υπήρχαν διαρροές και έτσι θα συστήνονταν Προανακριτική Επιτροπή και όχι Εξεταστική, όπως αυτή ήθελε. Υπό αυτήν την πρακτική όμως, προκειμένου μην τυχόν επέλθει ένα πιθανό αποτέλεσμα που, έπειτα από τη διάσπαση της κομματικής συνοχής της, θα ερμηνευόταν ως (αποτέλεσμα) ακόμη και ακυρωτικό της δημοκρατικής της νομιμοποίησης και δηλωτικό της απώλειας της ‘‘δεδηλωμένης’’ της στη Βουλή, η Κυβέρνηση, πέρα από την ωμή καταστρατήγηση του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής, ‘‘κατάφερε’’ και μια κραυγαλέα κονιορτοποίηση (και) της ουσίας του ρόλου του Έλληνα βουλευτή!
Τι είναι, λοιπόν, έπειτα από όλα τα παραπάνω, στην πράξη και στην ουσία, η απόφαση μιας Κυβέρνησης να μην ελεγχθούν ποινικά, σύμφωνα με όσα ήδη γράφηκαν, για πράξεις ή παραλείψεις τους, Υπουργοί της που κατονομάζονται με σαφήνεια σε ‘‘σκάνδαλο μεγατόνων’’, για το οποίο η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σχημάτισε (μια) κολοσσιαία δικογραφία; Έχει αντίρρηση κάποιος ότι τούτη η στάση συνιστά απαξίωση των δικαστικών αρχών αλλά και ‘‘brutal’’ αντισυνταγματικό παραμερισμό της δικαστικής εξουσίας, ετσιθελική οίκοθεν ετυμηγορία περί της ανυπαρξίας πολιτικών, και ποινικών βεβαίως, ευθυνών μελών της Κυβέρνησης, περιφρόνηση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, προσβολή της αρχής της νομιμότητας, μαύρη, κατάμαυρη σελίδα για τη δημοκρατία στη χώρα που θα διαβάζουν οι επόμενες γενιές και θα ντρέπονται για αυτήν και τα καμώματα της (τωρινής) πλειοψηφίας της Βουλής; Και μια που ομιλούμε για Ευρωπαϊκή Εισαγγελέα, αμφιβάλει, επίσης, κάποιος ότι η άνω στάση της Κυβέρνησης είναι παράλληλα και διεθνές μήνυμα με σαφές περιεχόμενο για το τι ακριβώς είδους χώρα είναι η Ελλάδα;
Έχοντας, επομένως, ως ‘‘σύμμαχο’’ την Κοινή Λογική, την οποία εξαρχής επικαλέστηκα, τι μπορούμε να πούμε για όσα, δυστυχώς, συμβαίνουν στην Ελλάδα του Κυριάκου Μητσοτάκη; Πώς χαρακτηρίζεται μια Κυβέρνηση που μέσα στον ‘‘ναό της δημοκρατίας’’, και σε δημόσια θέα, ‘‘σκάβει λάκκο’’ (βλ. Εξεταστική) και ‘‘παραχώνει’’ μέσα σε αυτόν το μέγα-σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, χωρίς να δέχεται πρακτικά να διερευνηθούν τυχόν ποινικές ευθύνες πολιτικών προσώπων και δη Υπουργών; Τι σόι βουλευτές, και αναφέρομαι στους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος, υποτίθεται εκπρόσωποι του λαού, είναι αυτοί που άβουλοι και κομματικά ‘‘δεμένοι χειροπόδαρα’’ γίνονται οι ‘‘φυσικοί αυτουργοί’’ κοινοβουλευτικών τερατουργημάτων(;) απλά και μόνο για να διατηρήσουν, όσο πάει ακόμα, το προνόμιό τους να κάθονται στα έδρανα της Βουλής(;). Τι είναι τελικά μια χώρα, στην οποία καταπατώνται οι θεσμοί και στην οποία πολιτικοί, όπως τους κατονομάζει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, που πιθανόν να εμπλέκονται σε αδικήματα βαρύτατης και αίσχιστης ποινικής απαξίας, ‘‘αθωώνονται ex cathedra’’ από το κόμμα που έχει την πλειοψηφία στη Βουλή; Μια χώρα που το Σύνταγμα της αγνοείται επιδεικτικά, ο κοινοβουλευτισμός της ‘‘χωλαίνει’’ φανερά και η λειτουργία των θεσμών της αλλοιώνεται βάναυσα; Και κυρίως, πώς χαρακτηρίζεται ο Πρωθυπουργός που μεθοδεύει, εποπτεύει και δίνει εντολή προκειμένου να λάβουν χώρα όλα τα παραπάνω;
Έχω τη γνώμη, λοιπόν, ότι ‘‘κονταίνουμε’’ συνεχώς, και δη σε επικίνδυνο πια βαθμό, τη δημοκρατία μας. Μια ελληνική δημοκρατία που από το τόσο ‘‘κόντεμα’’ κινδυνεύει να… γίνει ‘‘νάνος’’ και να είναι, πρακτικά, ….‘‘νανοδημοκρατία’’! Μια δημοκρατία που μυρίζει, αφόρητα πια, ‘‘πτωμαΐνη’’. Αφού, κατά συνέπεια, σας καλέσω, να αποφανθείτε, με τη χρήση της Κοινής Λογικής, για το ποιος ευθύνεται για όλα όσα ζούμε (μια που πάντα πίσω από τις ευθύνες ‘‘κρύβεται’’ ένα…ονοματεπώνυμο), θα κλείσω λέγοντας (ξανά, και στο παρόν κείμενό μου), όπως είπαν πρόσφατα, με τη Διακήρυξή τους, δημόσια και θαρρετά, και 91 προσωπικότητες της χώρας, ότι το καινούργιο είναι μεγάλη εθνική ανάγκη πια να εμφανιστεί επιτέλους! Αλλιώς, οποιαδήποτε αναβολή μπορεί να φέρει τη χώρα σε ‘‘μη αναστρέψιμη’’ πτώση και παρακμή…..
Επειδή, λοιπόν, δεν έχουμε περάσει ακόμη στην εποχή της απόλυτης κυριαρχίας της Τεχνητής Νοημοσύνης (ας μου επιτραπεί να κάνω και λίγο… χιούμορ, αν και το θέμα κάθε άλλο παρά χιούμορ ‘‘σηκώνει’’), σήμερα ας χρησιμοποιήσουμε αυτό που όλοι διαθέτουμε, δηλαδή την Κοινή Λογική, για να αποκρυσταλλώσουμε ένα συμπέρασμα μέσα από τη διαδικασία κρίσιμων απαντήσεων σε κεφαλαιώδη ερωτήματα, ξεκινώντας (από), και άρα έχοντας ως ‘‘μείζονα πρόταση’’ στο συλλογισμό μας, τα δεδομένα της υπόθεσης.
Είναι δεδομένο ότι υπάρχει ένα τεράστιο σκάνδαλο διαφθοράς, κλοπής, απάτης και κατασπατάλησης ευρωπαϊκών πόρων που αποκαλύφθηκε από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Η περίοδος που αφορά είναι μετά το 2019, διότι η εν λόγω Εισαγγελία είχε συσταθεί με ευρωπαϊκό Κανονισμό το 2017 και λειτουργεί από το 2021. Από το 2019 και μετά η χώρα έχει συγκεκριμένη Κυβέρνηση, υπό συγκεκριμένο Πρωθυπουργό. Υπάρχει μία ογκώδης δικογραφία 3.000 σελίδων, όπου σωρεύονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στοιχεία (δεδομένα, αποχρώσες ενδείξεις ή ίσως και αποδείξεις) για τη στοιχειοθέτηση σοβαρότατων και βαρύτατων ποινικών αδικημάτων, όπως η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, υπεξαιρέσεις, απάτες και κακουργηματική απιστία. Υπάρχει ένα (πρώτο) πρόστιμο 415 εκατομμυρίων ευρώ που θα κληθούν να πληρώσουν οι φορολογούμενοι, το οποίο θρυλείται – και ίσως όχι αβασίμως – ότι θα καταλήξει να είναι τελικά πρόστιμο δισεκατομμυρίων ευρώ. Υπάρχουν δύο Υπουργοί που αναφέρονται ονομαστικά στη δικογραφία για την εμπλοκή τους στο σκάνδαλο. Και υπάρχει ο κίνδυνος παραγραφής αν δεν ξεκινήσει η δίωξη των Υπουργών (τουλάχιστον για τον έναν από αυτούς, μιλάω για τον κ. Μ. Βορίδη) πριν από την έναρξη της επόμενης συνόδου της Βουλής, στις 5 Οκτωβρίου.
Ας αρχίσουμε, επομένως, να ‘‘ξετυλίγουμε το κουβάρι’’ των καίριων ερωτημάτων που θα μας οδηγήσουν στο αληθές συμπέρασμα. Βήμα-βήμα και με γνώμονα την πραγματικότητα και την ουσία.
Καταρχάς, γιατί ασχολήθηκε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία με τη συγκεκριμένη υπόθεση; Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας (principle of subsidiarity), η καταπολέμηση αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της ΕΕ, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεών της. Εντός του πεδίου αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας υπάγονται η αφορώσα συνολική ζημία τουλάχιστον 10 εκατ. ευρώ διασυνοριακή απάτη στον τομέα του ΦΠΑ, η απάτη που αφορά δαπάνες της ΕΕ και η τελωνειακή απάτη, η διαφθορά που επιφέρει ή ενδέχεται να επιφέρει ζημία στα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ, η υπεξαίρεση ενωσιακών πόρων ή περιουσιακών στοιχείων από δημόσιο λειτουργό, η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αλλά και οποιαδήποτε άλλα αδικήματα, τα οποία συνδέονται άρρηκτα με μια από τις παραπάνω κατηγορίες αξιόποινων πράξεων.
Γιατί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έστειλε τη δικογραφία στη Βουλή και δεν κινήθηκε αυτεπαγγέλτως με άλλον τρόπο που αυτή θα έκρινε; Με βάση τον Κανονισμό (Καν. ΕΕ 2017/1939) λειτουργίας της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα με τις εθνικές αρχές (τις αρχές των κρατών-μελών) στην καταπολέμηση των εγκλημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ, διαθέτουσα το δικαίωμα ανάληψης μιας τέτοιας υπόθεσης (right of evocation). Σύμφωνα με το άρθρο 86§2 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ (ΣΛΕΕ), η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ασκεί ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων των κρατών-μελών την ποινική δίωξη για τα ανωτέρω αδικήματα, αλλά η αρμοδιότητά της καθορίζεται με κριτήριο το ποινικό δίκαιο των κρατών-μελών, το οποίο ποινικοποιεί πράξεις ή παραλείψεις που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ και καθορίζει τις επιβλητέες κυρώσεις, εφαρμόζοντας τη συναφή νομοθεσία της ΕΕ στα εθνικά νομικά συστήματα, ιδίως δε την Οδηγία (ΕΕ) 2017/1371.
Κατά το άρθρο 86 του Συντάγματός μας, λοιπόν, μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εν προκειμένω, στα καθήκοντα των Υπουργών Αγροτικής Ανάπτυξης που κατονομάζονται στη δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, μεταξύ των άλλων, περιλαμβάνεται και η εποπτεία της λήψης των επιδοτήσεων της ΚΑΠ (κοινής, ευρωπαϊκής, αγροτικής πολιτικής), και, άρα, ορθώς εστάλη από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία η εν λόγω δικογραφία στη Βουλή.
Είναι οι δύο Υπουργοί (οι κ. Βορίδης και Αυγενάκης), αυτομάτως και a priori ένοχοι για κακουργηματική απιστία, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, ηθική αυτουργία σε απάτες και υπεξαιρέσεις και παράβαση καθήκοντος, καθώς φέρονται, κατά τη δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, να προέβησαν σε συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις που συναρτώνται με το σκάνδαλο; Όχι βέβαια, υπάρχει, και θα υπάρχει, όσο υφίσταται(;) ο νομικός πολιτισμός, το τεκμήριο της αθωότητας που ισχύει για όλους. Και για τους Υπουργούς βεβαίως, αλλά και για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα της δικογραφίας. Ναι, ο ‘‘Χασάπης’’, ο ‘‘Φραπές’’ και η… υπόλοιπη ‘‘παρέα’’, αυτοί δηλαδή που, όπως μάθαμε από τις διαρρεύσασες στον τύπο συνομιλίες τους, με χυδαία φρασεολογία ζητούσαν την ‘‘καρατόμηση’’ και ‘‘αποπομπή’’ της Ελληνίδας Εισαγγελέως, η οποία χειριζόταν την υπόθεση για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ακόμη κι αυτοί, καλύπτονται, καταρχήν, από το παραπάνω τεκμήριο.
Με δεδομένο, όμως, ότι δικογραφία σχηματίζεται (όπως όντως σχηματίστηκε εν προκειμένω από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία) όταν, ούτως ή άλλως, η διωκτική Αρχή έχει ενδείξεις ενοχής για τις ερευνώμενες πράξεις και, επίσης, με δεδομένο ότι για τις πράξεις που σχετίζονται με τους δύο Υπουργούς της ΝΔ τίθεται θέμα επικείμενης παραγραφής (άμεσης δε για τον έναν από αυτούς, όπως έγραψα παραπάνω), τι όφειλε αυτονοήτως να πράξει η Κυβέρνηση; Μα, φυσικά, να συστήσει Προανακριτική Επιτροπή, επειδή έμειναν μόλις δύο μήνες μέχρι την παραγραφή των ερευνώμενων πράξεων για τον έναν από αυτούς, προκειμένου να διερευνηθεί αν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να ασκηθεί δίωξη κατά και των δύο Υπουργών πριν επέλθει η παραγραφή. Άλλωστε, είναι παγκοίνως γνωστό ότι (ακόμη και) σε απλές υποθέσεις του κοινού ποινικού δικαίου, όταν υπάρχουν υποψίες ή κατηγορίες για την τέλεση ποινικών αδικημάτων, γίνεται προανάκριση, ώστε να διερευνηθεί τι έχει γίνει, να δώσει εξηγήσεις ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος, να συγκεντρωθούν στοιχεία και να γίνει η πρώτη αξιολόγηση των γεγονότων, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει εν τέλει και σε ποινική δίωξη του (κάθε) ‘‘ύποπτου’’.
Σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος, η Βουλή, συστήνοντας με απόφασή της Προανακριτική Επιτροπή ή, κατά νομική ακριβολογία, την "ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης", με τη λήψη απόφασης που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών, δηλαδή τουλάχιστον από 151 βουλευτές, θα έδινε την καθοριστική, για τη δημοκρατία μας, δυνατότητα στους άνω Υπουργούς να τοποθετηθούν δημόσια από το βήμα της Ολομέλειας. Μάλιστα, το απολύτως κομβικό και ουσιώδες γεγονός εν προκειμένω είναι το ότι η Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής έχει ρόλο και αρμοδιότητες Εισαγγελέα για τα πολιτικά πρόσωπα τα οποία εξετάζονται από αυτήν και μπορεί να διατάξει ακόμη και βίαιη προσαγωγή μάρτυρα ενώ δύναται να ασκήσει διώξεις, κάτι που δεν μπορεί να κάνει η Εξεταστική.
Η Βουλή όμως, αντί της Προανακριτικής, συνέστησε Εξεταστική Επιτροπή με επιθυμία και πρωτοβουλία της ΝΔ. Τι σημαίνει αυτό; Με βάση το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, η Εξεταστική Επιτροπή έχει μεν τις αρμοδιότητες των ανακριτικών αρχών και του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και έρευνα συνολικά την υπόθεση, αλλά όχι ειδικά τις ποινικές ευθύνες των προσώπων που άγονται ενώπιόν της. Συνήθως, το πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής αποδίδει πολιτικές ευθύνες, και αν βρεθούν αποχρώσες ενδείξεις και για ποινικές ευθύνες των πολιτικών προσώπων, τότε ζητεί από τη Βουλή να συσταθεί Προανακριτική Επιτροπή. Η Εξεταστική Επιτροπή, συνεπώς, έχει σαφώς λιγότερες εξουσίες (από την Προανακριτική) και ακόμη και αν διαπιστώσει τη διάπραξη αδικημάτων δεν μπορεί να ζητήσει παραπομπή σε δίκη των προσώπων που ήχθησαν σε αυτήν, αρμοδιότητα που μπορεί να ασκηθεί μόνο από την Προανακριτική, η οποία εισηγείται σχετικώς στην Ολομέλεια της Βουλής και εκεί λαμβάνεται η τελική απόφαση.
Υπό το φως της απάντησης στο παραπάνω ερώτημα, θυμόμαστε τι έλεγε ο ίδιος, ο κ. Μητσοτάκης, για τη σύσταση και λειτουργία των Εξεταστικών Επιτροπών της Βουλής; Έλεγε ότι ‘‘τίποτε δεν βγαίνει από τις Εξεταστικές Επιτροπές’’. Ότι ‘‘ακόμη και στην περίπτωση του κ. Τσοχατζόπουλου, η τότε Εξεταστική δεν ωφέλησε σε τίποτε και ότι πρέπει να αναγνωριστεί η… ‘‘φυσική αδυναμία των πολιτικών να μην μπορούν ή να μην θέλουν να διαλευκάνουν υποθέσεις που αφορούν άλλους πολιτικούς’’. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, λοιπόν, ‘‘απέρριπτε’’ verbatim τη σύσταση Εξεταστικών Επιτροπών σε ανάλογες περιστάσεις.
Πού, πιθανόν, όμως οδηγεί η πρόταση της Κυβέρνησης (που τελικά ψηφίστηκε από τη Βουλή και συνεπώς ομιλούμε για τετελεσμένο) για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής αναφορικά με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, η οποία (Εξεταστική) μάλιστα θα εξετάσει τα πεπραγμένα του ΟΠΕΚΕΠΕ από το… 1998 μέχρι σήμερα; Η Εξεταστική Επιτροπή, διερευνώντας τις όποιες ‘‘αμαρτίες’’ του ΟΠΕΚΕΠΕ για τα προηγούμενα 27 χρόνια, θα χρειαστεί μάλλον μερικούς μήνες για να ολοκληρώσει το έργο της. Μάλιστα, καθώς ο Αύγουστος είναι μήνας διακοπής των εργασιών της Βουλής, το έργο της αυτό θα ξεκινήσει από τον Σεπτέμβριο. Σε κάθε περίπτωση, τα κόμματα θα υποστηρίξουν τη δική τους εκδοχή για το σκάνδαλο και τις όποιες ευθύνες των πολιτικών προσώπων και θα αντιπαρατεθούν στη Βουλή αλλά, εν τω μεταξύ, είναι σφόδρα πιθανολογούμενο έως απολύτως βέβαιο ότι θα επέλθει η παραγραφή (κατά νομική ακριβολογία, η παρέλευση της αποσβεστικής προθεσμίας) και δεν θα μπορεί να προχωρήσει η δίωξη τουλάχιστον κατά του ενός από τους δύο άνω Υπουργούς! Αν και, λοιπόν, υφίσταται, κατά τα άνω, δικογραφία 3.000 σελίδων, αν και οι δύο Υπουργοί κατονομάζονται ρητώς και για συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις σε αυτή τη δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, παρά ταύτα, χωρίς να έχει γίνει προηγουμένως καμία ποινικής φύσης και ποινικού περιεχομένου έρευνα για τις πράξεις ή παραλείψεις τους, που περιγράφονται στη δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, υφίσταται το οφθαλμοφανές ενδεχόμενο, στη δημοκρατία που ζούμε, οι δύο Υπουργοί να μην υποστούν ούτε καν τη ‘‘βάσανο’’ της ποινικής λογοδοσίας…..
Πέρα από τα άνω πρωτοφανή και απαράδεκτα αποτελέσματα που συνεπάγεται η επιλογή της συγκρότησης της Εξεταστικής Επιτροπής, αναφορικά με τη συγκεκριμένη δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η διαδικασία που τελικά ακολουθήθηκε στη Βουλή (την περασμένη Τετάρτη, 30/7) ήταν συνταγματικώς συμβατή και σύμφωνη με τον Κανονισμό της Βουλής; Τα έδρανα της Βουλής κατά την ψηφοφορία ήταν άδεια. Στην κάλπη της ψηφοφορίας για τη συγκρότηση (ή μη) Εξεταστικής Επιτροπής ‘‘έπεσαν’’ 83 ψηφοδέλτια, από τα οποία τα 68 ήταν από απόντες βουλευτές που ψήφισαν δια επιστολικής ψήφου υπέρ της συγκρότησης τελικά Εξεταστικής Επιτροπής.
Σύμφωνα, ωστόσο, με τον Κανονισμό της Βουλής (άρ. 70 Α), δυνατότητα συμμετοχής βουλευτή σε ψηφοφορία με επιστολική ψήφο υπάρχει μόνο όταν αυτός απουσιάζει επειδή μετέχει σε αποστολή της Κυβέρνησης ή της Βουλής στο εξωτερικό ή συντρέχει κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας ή όταν ισχύουν περιορισμοί λόγω πανδημίας. Επομένως, η ψήφος των 68 βουλευτών είναι απολύτως άκυρη! Ξεκάθαρα πράγματα….
Επίσης, το Σύνταγμα (άρθρο 67) προβλέπει ελάχιστο αναγκαίο αριθμό θετικών ψήφων για τη λήψη έγκυρης απόφασης, δηλαδή τον αριθμό των 75 βουλευτών (300/4), όταν από άλλη ειδικότερη συνταγματική διάταξη δεν προβλέπεται μεγαλύτερος αριθμός, ήτοι όταν η περίσταση δεν απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία επί του όλου αριθμού των βουλευτών. Όπως γράφει, όμως, και ο Συνταγματολόγος, Ευάγγελος Βενιζέλος (ίδετε παρακαλώ: ‘‘Ευτελισμός των θεσμών λόγω κρίσης νομιμοποίησης – Σχόλιο για το κοινοβουλευτικό κατάντημα’’, https://www.evenizelos.gr/mme/statementsgr/statements-2025/7207-evangelos-venizelos-eftelismos-ton-thesmon-logo-krisis-nomimopoiisis-scholio-gia-to-koinobouleutiko-katantima.html): ‘‘Τέτοια διάταξη, ειδικότερη του άρ. 67 του Συντάγματος, είναι το άρ. 86§3 που απαιτεί απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151/300). Παρά όμως την προσπάθεια, τελικά συμμετείχαν στην ψηφοφορία μόνο 83 βουλευτές (Σημ.: όλοι της ΝΔ), άρα δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έγκυρης λήψης απόφασης για την οποία απαιτούνται τουλάχιστον 151 και όχι 75 βουλευτές. Κατέστη κατά αυτόν τον τρόπο άκυρη η ψηφοφορία και ανακριβής η συναγωγή του αποτελέσματος ότι οι προτάσεις (εννοεί των κομμάτων της αντιπολίτευσης) για τη συγκρότηση επιτροπής διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης δήθεν απορρίφθηκαν. Οι προτάσεις παραμένουν εκκρεμείς έως ότου τεθούν σε ψηφοφορία σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής’’.
Γιατί, περαιτέρω, η Κυβέρνηση δεν επέλεξε και για τους Υπουργούς της που εμπλέκονται, κατά την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, το ‘‘μοντέλο Τριαντόπουλου-Καραμανλή’’, δηλαδή τη συγκρότηση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης που με συνοπτική διαδικασία παρέπεμψε, για την υπόθεση των Τεμπών, τους κατηγορούμενους Υπουργούς στον ανακριτή και το δικαστικό συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ), έστω για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος;
Διότι, αν η απάντηση στο προκείμενο ερώτημα δεν είναι ότι έχει ‘‘χάσει τα αβγά και τα πασχάλια’’, τότε (η απάντηση) είναι η a la carte αντιμετώπισή της στα σκάνδαλα που την ‘‘κατατρύχουν’’ και τη ‘‘βυθίζουν’’, μια a la carte αντιμετώπιση όμως που φαιδροποιεί πλήρως τον τρόπο που κοινοβουλευτικά αντιμετωπίζονται οι τυχόν ευθύνες Υπουργών της σε σκάνδαλα ολκής. Η Κυβέρνηση φοβήθηκε ότι αν οι βουλευτές της ΝΔ μετείχαν αυτοπροσώπως και ψήφιζαν ‘‘κατά συνείδηση’’ στη μυστική ψηφοφορία για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής, όπως πρότειναν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, θα υπήρχαν διαρροές και έτσι θα συστήνονταν Προανακριτική Επιτροπή και όχι Εξεταστική, όπως αυτή ήθελε. Υπό αυτήν την πρακτική όμως, προκειμένου μην τυχόν επέλθει ένα πιθανό αποτέλεσμα που, έπειτα από τη διάσπαση της κομματικής συνοχής της, θα ερμηνευόταν ως (αποτέλεσμα) ακόμη και ακυρωτικό της δημοκρατικής της νομιμοποίησης και δηλωτικό της απώλειας της ‘‘δεδηλωμένης’’ της στη Βουλή, η Κυβέρνηση, πέρα από την ωμή καταστρατήγηση του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής, ‘‘κατάφερε’’ και μια κραυγαλέα κονιορτοποίηση (και) της ουσίας του ρόλου του Έλληνα βουλευτή!
Τι είναι, λοιπόν, έπειτα από όλα τα παραπάνω, στην πράξη και στην ουσία, η απόφαση μιας Κυβέρνησης να μην ελεγχθούν ποινικά, σύμφωνα με όσα ήδη γράφηκαν, για πράξεις ή παραλείψεις τους, Υπουργοί της που κατονομάζονται με σαφήνεια σε ‘‘σκάνδαλο μεγατόνων’’, για το οποίο η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σχημάτισε (μια) κολοσσιαία δικογραφία; Έχει αντίρρηση κάποιος ότι τούτη η στάση συνιστά απαξίωση των δικαστικών αρχών αλλά και ‘‘brutal’’ αντισυνταγματικό παραμερισμό της δικαστικής εξουσίας, ετσιθελική οίκοθεν ετυμηγορία περί της ανυπαρξίας πολιτικών, και ποινικών βεβαίως, ευθυνών μελών της Κυβέρνησης, περιφρόνηση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, προσβολή της αρχής της νομιμότητας, μαύρη, κατάμαυρη σελίδα για τη δημοκρατία στη χώρα που θα διαβάζουν οι επόμενες γενιές και θα ντρέπονται για αυτήν και τα καμώματα της (τωρινής) πλειοψηφίας της Βουλής; Και μια που ομιλούμε για Ευρωπαϊκή Εισαγγελέα, αμφιβάλει, επίσης, κάποιος ότι η άνω στάση της Κυβέρνησης είναι παράλληλα και διεθνές μήνυμα με σαφές περιεχόμενο για το τι ακριβώς είδους χώρα είναι η Ελλάδα;
Έχοντας, επομένως, ως ‘‘σύμμαχο’’ την Κοινή Λογική, την οποία εξαρχής επικαλέστηκα, τι μπορούμε να πούμε για όσα, δυστυχώς, συμβαίνουν στην Ελλάδα του Κυριάκου Μητσοτάκη; Πώς χαρακτηρίζεται μια Κυβέρνηση που μέσα στον ‘‘ναό της δημοκρατίας’’, και σε δημόσια θέα, ‘‘σκάβει λάκκο’’ (βλ. Εξεταστική) και ‘‘παραχώνει’’ μέσα σε αυτόν το μέγα-σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, χωρίς να δέχεται πρακτικά να διερευνηθούν τυχόν ποινικές ευθύνες πολιτικών προσώπων και δη Υπουργών; Τι σόι βουλευτές, και αναφέρομαι στους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος, υποτίθεται εκπρόσωποι του λαού, είναι αυτοί που άβουλοι και κομματικά ‘‘δεμένοι χειροπόδαρα’’ γίνονται οι ‘‘φυσικοί αυτουργοί’’ κοινοβουλευτικών τερατουργημάτων(;) απλά και μόνο για να διατηρήσουν, όσο πάει ακόμα, το προνόμιό τους να κάθονται στα έδρανα της Βουλής(;). Τι είναι τελικά μια χώρα, στην οποία καταπατώνται οι θεσμοί και στην οποία πολιτικοί, όπως τους κατονομάζει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, που πιθανόν να εμπλέκονται σε αδικήματα βαρύτατης και αίσχιστης ποινικής απαξίας, ‘‘αθωώνονται ex cathedra’’ από το κόμμα που έχει την πλειοψηφία στη Βουλή; Μια χώρα που το Σύνταγμα της αγνοείται επιδεικτικά, ο κοινοβουλευτισμός της ‘‘χωλαίνει’’ φανερά και η λειτουργία των θεσμών της αλλοιώνεται βάναυσα; Και κυρίως, πώς χαρακτηρίζεται ο Πρωθυπουργός που μεθοδεύει, εποπτεύει και δίνει εντολή προκειμένου να λάβουν χώρα όλα τα παραπάνω;
Έχω τη γνώμη, λοιπόν, ότι ‘‘κονταίνουμε’’ συνεχώς, και δη σε επικίνδυνο πια βαθμό, τη δημοκρατία μας. Μια ελληνική δημοκρατία που από το τόσο ‘‘κόντεμα’’ κινδυνεύει να… γίνει ‘‘νάνος’’ και να είναι, πρακτικά, ….‘‘νανοδημοκρατία’’! Μια δημοκρατία που μυρίζει, αφόρητα πια, ‘‘πτωμαΐνη’’. Αφού, κατά συνέπεια, σας καλέσω, να αποφανθείτε, με τη χρήση της Κοινής Λογικής, για το ποιος ευθύνεται για όλα όσα ζούμε (μια που πάντα πίσω από τις ευθύνες ‘‘κρύβεται’’ ένα…ονοματεπώνυμο), θα κλείσω λέγοντας (ξανά, και στο παρόν κείμενό μου), όπως είπαν πρόσφατα, με τη Διακήρυξή τους, δημόσια και θαρρετά, και 91 προσωπικότητες της χώρας, ότι το καινούργιο είναι μεγάλη εθνική ανάγκη πια να εμφανιστεί επιτέλους! Αλλιώς, οποιαδήποτε αναβολή μπορεί να φέρει τη χώρα σε ‘‘μη αναστρέψιμη’’ πτώση και παρακμή…..
Κατερίνη, 4/8/2025
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science