φαντάσματα στη φριτέζα
Μαρία Αμανατίδου
Το θερμόμετρο έδειχνε 41 βαθμούς και το κλιματιστικό της κουζίνας είχε παραδώσει πνεύμα από τις 3 το μεσημέρι. Στο μικρό νησί, ο αέρας έμεινε ακίνητος και καυτός σαν φούρνος. Ο...
Κώστας σκούπιζε για εκατοστή φορά τον ιδρώτα από το χλωμό του μέτωπο και κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. 17:23. Αργούσε ακόμα η ώρα για το διάλειμμα.
«Μαρία, πόσα μπέργκερ έχουμε ακόμα σε παραγγελία;» φώναξε προς τη συναδέλφισσά του που στεκόταν δίπλα στη φριτέζα, με το πρόσωπο κατακόκκινο από τη ζέστη.
«Δώδεκα, και τα μισά για το τραπέζι των Γερμανών που κάθονται εκεί από το πρωί και παραγγέλνουν σαν μην υπάρχει αύριο» αποκρίθηκε η Μαρία, ρίχνοντας άλλη μια μερίδα πατάτες στο καυτό λάδι. Τα πόδια της είχαν πρηστεί μέσα στα πλαστικά crocs - στο τέλος της σεζόν θα γίνονταν ένα με το δέρμα. Μέσα από το μικρό παράθυρο της κουζίνας, έβλεπε τους τουρίστες στην παραλία - κάποιοι κοκκινισμένοι σαν αστακοί από τον αμείλικτο ελληνικό ήλιο, άλλοι τέλεια μαυρισμένοι με χρυσαφένιες επιδερμίδες. «Κοίτα τους εκεί έξω να λιάζονται για πλάκα, ενώ εμείς εδώ μέσα μοιάζουμε με φαντάσματα.»
Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε και μπήκε ο Στέλιος, ο assistant manager, κρατώντας μια στοίβα πιάτα. Το πρόσωπό του ήταν το ίδιο χλωμό με των άλλων, με βαθιούς μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Παρόλο που ήταν «ψηλότερα στην ιεραρχία», δούλευε το ίδιο σκληρά με όλους τους άλλους - άλλωστε τον ίδιο μισθό έπαιρνε, με 50-100 ευρώ παραπάνω για τον τίτλο.
«Παιδιά, έχω νέα,» είπε βάζοντας τα πιάτα στο νεροχύτη. «Μόλις πήρε τηλέφωνο ο μάνατζερ. Λέει να μη δώσουμε διάλειμμα σήμερα γιατί είμαστε φουλ.»
Σιωπή. Μόνο το λάδι στη φριτέζα ακουγόταν να τσιρτσιρίζει.
Κι ύστερα έκρηξη.
«ΤΙΙΙΙ;» φώναξε η Μαρία αφήνοντας την άδεια πλαστική σακούλα να πέσει στο πάτωμα. «Δουλεύουμε από το πρωί χωρίς σταματημό!»
«Μόνο δέκα λεπτάκια θέλουμε, μαν,» παρακάλεσε ο Κώστας, μετατοπίζοντας το βάρος του από το ένα πρησμένο πόδι στο άλλο. «Για ένα τσιγάρο. Θα γίνουμε σκόνη έτσι.»
Ο Στέλιος κούνησε το κεφάλι του απελπισμένα. «Κι εγώ το ίδιο θέλω, ρε παιδιά. Αλλά αν δε βγάλουμε τις παραγγελίες έγκαιρα, θα μας φάει ζωντανούς.»
Από έξω ακουγόταν το κελάηδισμα των τουριστών που παραγγέλνανε, τα γέλια, οι φωτογραφίες για Instagram. Χρυσαφένιες επιδερμίδες και μπύρες γέμιζαν τα τραπεζάκια, ενώ μέσα τρεις άνθρωποι έλιωναν στη ζέστη σαν φαντάσματα με χλωμά πρόσωπα, ονειρευόμενοι το τέλος Οκτωβρίου.
«Ξέρετε τι;» ψιθύρισε ο Στέλιος και έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την τσέπη του. «Πέντε λεπτά στην αυλή. Μαζί. Αν ρωτήσει κανείς, ελέγχαμε τα σκουπίδια.»
Οι τρεις τους κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα. Έστω κι έτσι, έστω κλεφτά, θα είχαν το διάλειμμά τους.
«Γαμώ τους τουρίστες,» μουρμούρισε η Μαρία καθώς βγαίνανε στη μικρή αυλή.
«Τούριστ γκο χομ,» συμφώνησε ο Κώστας. «Αλλά χωρίς αυτούς δεν θα ‘χαμε δουλειά.»
«Αυτό είναι το χειρότερο,» είπε ο Στέλιος ανάβοντας το τσιγάρο του.
Έμειναν σιωπηλοί, καπνίζοντας κάτω από τον καυτό ήλιο, μετρώντας τα δευτερόλεπτα μέχρι να επιστρέψουν στη φούρνο της κουζίνας. Και τις ώρες μέχρι να μπούνε στο δροσερό ντουζ να φύγει η τηγανίλα από πάνω τους. Ο Οκτώβριος αργούσε ακόμα.
ps. άλλη μια φανταστική (ή και όχι) ιστορία σήμερα. Καλό Αύγουστο σε όλους!