τον πόλεμο είχε δει με τα μάτια του πολλά,
και βαρύς ήτανε ο καημός του που έφτασε εδώ·
το φτωχό κορμί του Έκτορα θα ζητούσε,
τον πολυπόθητο γιο του που σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα.
και βαρύς ήτανε ο καημός του που έφτασε εδώ·
το φτωχό κορμί του Έκτορα θα ζητούσε,
τον πολυπόθητο γιο του που σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα.
Με δάκρυα στα μάτια και στεναγμούς βαθείς
στράφηκε στον Αχιλλέα, τον φονιά του παιδιού του,
τον παρακάλεσε να του δώσει το σώμα,
να το θάψει με τιμές και να μη το αφήσει
να σαπίσει στα άγρια σκυλιά και στα όρνια.
στράφηκε στον Αχιλλέα, τον φονιά του παιδιού του,
τον παρακάλεσε να του δώσει το σώμα,
να το θάψει με τιμές και να μη το αφήσει
να σαπίσει στα άγρια σκυλιά και στα όρνια.
«Αχιλλέα, γιε του Πηλέα, άκουσε με,
και γρήγορα σκέψου το: δεν έχει κανείς από τους θνητούς
τον πόνο που έχω εγώ, που χάνω το παιδί μου,
το γιο μου, που τον άρπαξαν από τα χέρια μου βίαια.
Σε παρακαλώ, μη μου αρνηθείς αυτή τη χάρη·
δώσε μου το σώμα του, για να το θάψω,
να του δώσω την τελευτή που του αξίζει,
και να λυτρωθώ λίγο απ’ τον καημό που με σκοτώνει.»
Και τότε ο Αχιλλέας, με καρδιά που μαλάκωσε,
σήκωσε τα μάτια του προς τον γέροντα Πρίαμο,
και του είπε με ήρεμη φωνή:
«Πρίαμε, δεν είναι συνηθισμένο στους θνητούς
να ζητούν και να παίρνουν πίσω το σώμα που χάθηκε,
αλλά βλέπω την καρδιά σου, γεμάτη πόνο βαθύ.
Πάρε το σώμα του γιου σου, και σ’ αυτό σεβασμό θα του δώσω,
ώστε οι σκύλοι να μην το διασκορπίσουν στα βουνά.»
Ο Πρίαμος, δακρυσμένος, έπεσε στα πόδια του Αχιλλέα,
σαν ικέτης πατέρας που ζητάει το αυτονόητο,
και ο Αχιλλέας, που είχε γνωρίσει πολλές συμφορές,
συγκινήθηκε βαθιά από την εικόνα αυτήν.
«Μα τι να σου πω, γέροντα; Πόση λύπη κουβαλάς μέσα σου!
Και εγώ έχω υποφέρει πολύ — χάνοντας φίλους και δικούς μου,
αλλά τούτη η μέρα είναι διαφορετική, γιατί βλέπω
πως η μοίρα μας φέρνει όλους μπροστά στην ίδια τραγωδία.»
Τότε, οι δύο άντρες βρήκαν κοινό έδαφος στον πόνο,
και ο Αχιλλέας παραχώρησε την άδεια να πάρει ο Πρίαμος
το σώμα του Έκτορα για να το θάψει,
υπό τον όρο να γίνει άμεσα, χωρίς καθυστέρηση.
Οι σκύλοι και τα όρνια δεν θα αγγίξουν το σώμα,
γιατί ο σεβασμός στους νεκρούς είναι ιερός,
ακόμα κι αν η μοίρα τους έφερε απέναντι στη μάχη.
Ο Πρίαμος, αν και γεμάτος πόνο, ένιωθε κάποια παρηγοριά,
γιατί το σώμα του γιου του είχε επιστρέψει,
και μπορούσε να του πει το τελευταίο αντίο.
Ο πόλεμος συνέχιζε να σαρώνει τα χώματα,
αλλά η τιμή στους νεκρούς ήταν ιερή υπόσχεση για όλους.
Άκρως επίκαιρη, τηρουμένων των αναλογιών, η ραψωδία Ω’ της Ομήρου Ιλιάδας, εδώ και 2.800 χρόνια, μας θυμίζει το δικαίωμα ενός πατέρα να πενθήσει, να αποχαιρετήσει και να τιμήσει όπως αρμόζει το παιδί του...
Ο ΚΟΡΙΟΣ