Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025

Σύροι «πρόσφυγες» έστησαν την μεγαλύτερη απάτη κατά του ελληνικού Δημοσίου και του ΕΦΚΑ


Διακινούσαν και παράνομους μετανάστες
 
Δύο Σύροι, οι οποίοι μάλιστα είναι αδέλφια και είχαν έρθει στην Ελλάδα ως «πρόσφυγες», είναι σύμφωνα...  
 
 
με δικογραφία και πορίσματα της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος, πίσω από ένα από τα πλέον οργανωμένα και μακροχρόνια κυκλώματα οικονομικής απάτης των τελευταίων ετών.

Φυσικά δεν μας εκπλήσσει κάτι τέτοιο καθώς το pronews.gr εδώ και πολλά χρόνια ενημερώνει έγκαιρα και έγκυρα, για τις μπίζνες που κρυβόντουσαν πίσω από το αφήγημα των «προσφύγων» που κατέφθαναν στην Ελλάδα κατά εκατοντάδες χιλιάδες.

Οι Α.Η. και Χ.Ε.Η., όπως αναφέρονται στα εισαγγελικά έγγραφα, κατηγορούνται ότι συγκρότησαν, διηύθυναν και διατήρησαν για περισσότερο από μια δεκαετία μια εγκληματική οργάνωση που εξαπατούσε συστηματικά τον ΕΦΚΑ, τη Φορολογική Διοίκηση και τις ελεγκτικές υπηρεσίες του ελληνικού Δημοσίου.

Σύμφωνα με τις εισαγγελικές διατάξεις, τα δύο αδέλφια οργάνωσαν ένα περίτεχνο δίκτυο εταιρειών-βιτρίνα με κύρια δραστηριότητα την παραγωγή ενδυμάτων.

Πίσω όμως από τα ραφεία, τις ραπτομηχανές και τις αποθήκες υφασμάτων, λειτουργούσε ένα πλήρως δομημένο σύστημα απάτης που στόχευε στην αποκόμιση παράνομου πλούτου εις βάρος του ελληνικού κράτους.

Μεθοδικοί, ψυχροί και με βαθιά γνώση του τρόπου που λειτουργούν οι δημόσιες υπηρεσίες, οι δύο Σύροι «πρόσφυγες» αξιοποίησαν κάθε γραφειοκρατικό κενό, κάθε καθυστέρηση και κάθε αδυναμία διασταύρωσης για να στήσουν ένα οικονομικό δίκτυο που δρούσε με τη συνέπεια μιας νόμιμης επιχείρησης, αλλά είχε έναν και μόνο σκοπό, την εξαπάτηση.

Από το 2014, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, οι Α.Η. και Χ.Ε.Η. ίδρυσαν τουλάχιστον εννέα εταιρείες παραγωγής ενδυμάτων, οι οποίες λειτουργούσαν διαδοχικά.

Κάθε φορά που η μια εταιρεία βρισκόταν στο στόχαστρο των ελεγκτικών αρχών, εκείνοι έστηναν την επόμενη, με διαφορετικό όνομα, νομική μορφή και διαχειριστή.

Οι εταιρείες άλλαζαν συνεχώς έδρα, προκειμένου να μπερδεύουν τους ελέγχους, ενώ διατηρούσαν το ίδιο προσωπικό, τα ίδια μηχανήματα και την ίδια πελατειακή βάση.

Οι διαχειριστές τους ήταν συνήθως αλλοδαποί «αχυράνθρωποι», άτομα που δάνειζαν το όνομά τους έναντι μικρής αμοιβής ή ακόμη και ανύπαρκτα πρόσωπα, τα στοιχεία των οποίων είχαν κλαπεί ή πλαστογραφηθεί.

Σύμφωνα με τις αρχές, οι δύο αδελφοί αξιοποιούσαν πλαστά διαβατήρια κυρίως από χώρες όπως το Μπαγκλαντές, αλλά και αλλοιωμένα έγγραφα ταυτότητας, αντικαθιστώντας φωτογραφίες και στοιχεία ώστε να παρουσιάζονται διαφορετικά πρόσωπα.

Με αυτόν τον τρόπο, κάθε φορά που μια εταιρεία χρεωνόταν οφειλές ή εντοπιζόταν από τον ΕΦΚΑ για έλεγχο, απλώς έκλεινε και στη θέση της άνοιγε μια άλλη, με νέο διαχειριστή και καθαρό μητρώο.

Η τακτική αυτή τους προστάτεψε για πάνω από δέκα χρόνια, ενώ στο διάστημα αυτό, οι εικονικές επιχειρήσεις τους δήλωσαν συνολικά 108 εργαζομένους, οι περισσότεροι εκ των οποίων είτε δεν εργάστηκαν ποτέ είτε εργάζονταν περιστασιακά, χωρίς ασφάλιση.

Οι εταιρείες υπέβαλαν κανονικά Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις στον ΕΦΚΑ, δηλώνοντας πλήθος εργαζομένων, όμως οι εισφορές που αναλογούσαν σε αυτές δεν καταβάλλονταν ποτέ.

Το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα, που λειτουργεί με βάση την αυτοδήλωση και όχι την αυτόματη διασταύρωση, τους επέτρεψε να εμφανίζονται ως συνεπείς εργοδότες.

Έτσι, οι εργαζόμενοι αποκτούσαν ένσημα, ιατροφαρμακευτική κάλυψη και ασφαλιστικά δικαιώματα, ενώ το Δημόσιο έχανε τεράστια ποσά σε εισφορές που δεν πληρώθηκαν ποτέ.

Η ζημία για το κράτος ανέρχεται, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ελεγκτικών αρχών, σε τουλάχιστον 2.136.063 ευρώ. Από αυτά, 1.634.976 ευρώ αφορούν μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές και 501.086 ευρώ φόρους εισοδήματος και ΦΠΑ.

Ο πραγματικός αριθμός όμως εκτιμάται ότι είναι πολύ μεγαλύτερος, καθώς οι έρευνες συνεχίζονται για να εντοπιστούν και άλλες εταιρείες που συνδέονται με το ίδιο κύκλωμα.

Η δικογραφία περιγράφει αναλυτικά τη μεθοδολογία των δύο αδελφών. Ο Α.Η. είχε αναλάβει τη χρηματοοικονομική διαχείριση, διακινούσε τα χρήματα, επέβλεπε τους τραπεζικούς λογαριασμούς και προχωρούσε σε επενδύσεις ακινήτων, ενώ ο Χ.Ε.Η. ήταν υπεύθυνος για την καθημερινή λειτουργία των εταιρειών, την οργάνωση των εργαζομένων και τη σύνταξη των ψευδών δηλώσεων.

Η συνεργασία τους ήταν τόσο στενή που, σύμφωνα με τα έγγραφα της δικογραφίας, λειτουργούσαν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Κανένα βήμα δεν γινόταν χωρίς τη συναίνεση και των δύο.

Μέρος των παράνομων εσόδων, όπως αποδεικνύεται από τραπεζικές κινήσεις και στοιχεία του Κτηματολογίου, διοχετεύθηκε στην αγορά ακινήτων σε διάφορες περιοχές της Αθήνας.

Ο Α.Η. φέρεται να αγόρασε διαμέρισμα σε πολυκατοικία της οδού Ν., δηλώνοντας τίμημα μόλις 25.000 ευρώ, ενώ η αντικειμενική αξία υπερέβαινε τα 108.000 ευρώ.

Ο Χ.Ε.Η., αντίστοιχα, απέκτησε ακίνητα στις οδούς Ρ. και Α., με συνολικό τίμημα περίπου 160.000 ευρώ.

Οι Αρχές θεωρούν ότι πρόκειται για κλασικές κινήσεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, καθώς οι πληρωμές έγιναν σε μετρητά και χωρίς καμία τραπεζική διαμεσολάβηση.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, σύμφωνα με τη δικογραφία, ο ρόλος του Έλληνα λογιστή που φέρεται να είχε αναλάβει την οικονομική παρακολούθηση και τη διαχείριση των εταιρειών-βιτρίνα.

Ο συγκεκριμένος επαγγελματίας, ο οποίος συνεργαζόταν για χρόνια με τους δύο Σύρους, φαίνεται πως λειτουργούσε ως ο “συνδετικός κρίκος” ανάμεσα στο κύκλωμα και το ελληνικό τραπεζικό και φορολογικό σύστημα.

Ήταν εκείνος που υπέβαλλε ηλεκτρονικά τις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις προς τον ΕΦΚΑ, καταχωρούσε τα τιμολόγια και τις λογιστικές εγγραφές των εταιρειών, και αναλάμβανε να παρουσιάζει ένα φαινομενικά νόμιμο οικονομικό προφίλ στις φορολογικές αρχές.

Χωρίς τη δική του τεχνογνωσία και πρόσβαση στα φορολογικά συστήματα, το κύκλωμα δύσκολα θα μπορούσε να λειτουργήσει με τέτοια διάρκεια και συνέπεια.

Οι αστυνομικοί που χειρίστηκαν την υπόθεση ανακάλυψαν επίσης ένα δίκτυο αλληλοσυνδεόμενων λογαριασμών σε ελληνικές τράπεζες, οι οποίοι λειτουργούσαν ως «πλυντήριο» χρημάτων.

Μέσω αυτών, μεγάλα ποσά κατατίθεντο και αναλαμβάνονταν σε μετρητά, ενώ δεν έλειπαν και τα εμβάσματα προς τρίτες χώρες.

Η δράση τους δεν περιοριζόταν στην Ελλάδα. Οι δύο αδελφοί είχαν πραγματοποιήσει μεταφορές χρημάτων και σε τραπεζικούς λογαριασμούς εκτός συνόρων, σε χώρες όπου, όπως αναφέρει η δικογραφία, υπήρχε «χαμηλός έλεγχος τραπεζικών συναλλαγών».

Η εισαγγελική διάταξη, που φέρει την υπογραφή του Εισαγγελέα Εφετών , διατάσσει τη δέσμευση κάθε τραπεζικού λογαριασμού, θυρίδας, τίτλου και περιουσιακού στοιχείου που ανήκει στα δύο αδέλφια, καθώς και την απαγόρευση διάθεσης των ακινήτων τους.

Παράλληλα, ενημερώθηκαν η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ο ΕΦΚΑ, η ΑΑΔΕ και η Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ώστε να κινηθούν διαδικασίες δήμευσης ή ανάκτησης της ζημίας του Δημοσίου.

Οι έρευνες οδήγησαν και στην κατάσχεση πολυτελών αυτοκινήτων, μετρητών, τραπεζικών επιταγών, 37 χρυσών λιρών και δεκάδων εταιρικών σφραγίδων.

Η αστυνομία εντόπισε επίσης κινητά τηλέφωνα και ηλεκτρονικές συσκευές, στις οποίες αποθηκεύονταν αρχεία με οικονομικές καταγραφές και τιμολόγια που αφορούσαν τις εταιρείες-βιτρίνα.

Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψε ότι το κύκλωμα χρησιμοποιούσε τα οχήματα αυτά όχι μόνο για προσωπική πολυτέλεια, αλλά και για τη διακίνηση εμπορευμάτων και μετρητών, με στόχο να καλύπτει τις κινήσεις του.

Η δικογραφία αναφέρει ακόμη ενδείξεις ότι η οργάνωση είχε επεκτείνει τη δράση της και στην διακίνηση παράνομων μεταναστών, χρησιμοποιώντας οχήματα εταιρειών-βιτρίνα για τη μεταφορά υπηκόων τρίτων χωρών χωρίς τα νόμιμα έγγραφα.

Το σκέλος αυτό διερευνάται ξεχωριστά, ως παράλληλη δραστηριότητα του κυκλώματος που είχε ως κύρια πηγή εσόδων τις εικονικές ασφαλίσεις και τις φορολογικές απάτες.