Μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα — και εν μέρει απρόσμενη — λεπτομέρεια προκύπτει από τη φετινή δημοσιοποίηση των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης («πόθεν έσχες») των Ελλήνων βουλευτών.
Συγκεκριμένα, στη δήλωση του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας...
Γιώργου Αμυρά, εμφανίζεται καταγεγραμμένο το όνομα «Βασίλειος Κυριακόπουλος» στη θέση όπου καταχωρείται ο/η σύζυγος ή το πρόσωπο με το οποίο υπάρχει σύμφωνο συμβίωσης. Το στοιχείο αυτό δεν έχει σχολιαστεί δημόσια από τον ίδιο τον βουλευτή, ωστόσο έχει ήδη προκαλέσει συζητήσεις στα κοινωνικά δίκτυα και στον πολιτικό χώρο.
Ο Γιώργος Αμυράς έχει μακρά παρουσία στην ελληνική πολιτική σκηνή. Πριν ενταχθεί στη Νέα Δημοκρατία, ήταν μέλος του κόμματος Το Ποτάμι, όπου και εξελέγη βουλευτής το 2019, πριν εκλεγεί βουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία το 2019. Την ίδια περίοδο ανέλαβε και τη θέση του υφυπουργού Περιβάλλοντος στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπου παρέμεινε έως το 2023. Μετά τις εθνικές εκλογές, έχασε την έδρα του, αλλά ακολούθως, υπηρέτησε ως σύμβουλος του Κυριάκου Μητσοτάκη. Επανήλθε στη Βουλή τον Ιανουάριο του 2025, καταλαμβάνοντας την έδρα που άφησε κενή ο Κωνσταντίνος Τασούλας, ο οποίος εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Σε παλαιότερη συνέντευξή του στην LiFO, ο Γιώργος Αμυράς αναφέρθηκε στη σχέση του με τη σύντροφο και συνεργάτιδά του, Σουζάνα, με την οποία, όπως περιέγραψε, «έζησαν μια ζωή». Η απώλειά της τον έχει σημαδέψει βαθιά, ωστόσο δεν υπάρχουν δημόσιες πληροφορίες που να επιβεβαιώνουν ότι υπήρξε γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης με τη συγκεκριμένη σύντροφο ή κάποια άλλη.
Η αναφορά σε άνδρα ως σύζυγο, αν και δεν αποτελεί νομική ή θεσμική «πρωτιά», είναι από τις σπάνιες φορές που καταγράφεται ρητά σε δημόσιο έγγραφο βουλευτή. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την ισχύουσα ελληνική νομοθεσία, τα σύμφωνα συμβίωσης μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου αναγνωρίζονται πλήρως και δίνουν τα ίδια δικαιώματα με τον γάμο.
Η καταγραφή αυτή ενδέχεται να αποτελεί απλώς μια τυπική αντανάκλαση της προσωπικής ζωής του βουλευτή, χωρίς να συντρέχει ανάγκη σχολιασμού ή πολιτικής αξιολόγησης. Ωστόσο, από την άλλη, ανοίγει ξανά τη συζήτηση για την ορατότητα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας στον δημόσιο και πολιτικό βίο, ειδικά μέσα σε κόμματα που παραδοσιακά δεν συνδέονταν με ανάλογες ταυτότητες ή πολιτικές.
Σε κάθε περίπτωση, το συγκεκριμένο γεγονός υπενθυμίζει ότι τα «πόθεν έσχες» δεν αποκαλύπτουν μόνο περιουσιακά στοιχεία, αλλά συχνά και πτυχές της ιδιωτικής ζωής των πολιτικών προσώπων, οι οποίες – αν και δεν είναι απαραιτήτως προς δημοσιοποίηση – γίνονται αντικείμενο δημόσιου ενδιαφέροντος λόγω της ιδιότητας των προσώπων που τις δηλώνουν.