(Του Μάρκου Μπόλαρη)
Ένας γραντιτόβραχος ξεκομμένος,
Κύριος οίδεν από πότε, στη μέση της ρεματιάς, ένα γύρω σταροχώραφα, ελαιώνες και...
παλιάμπελα, οι γύρω λόφοι πεδίον αρχαίον λιγνιτορυχείας,
έζησαν τα Σέρρας από τον λιγνίτη,
πάνω στο βράχο, ωσάν κεφαλή τούτος ο βράχος, κεφαλή γρανιτένια, κομμένη φαντάζει
από θεόρατο άγαλμα παλαικό,
ένα τσιμεντένιο πολυβολείο στη ράχη του,
του καιρού των Αδερφοφάδων ενθύμιον ψυχρόν,
να ελέγχει τότες , χτίστηκε, την δυτική και βόρειοδυτική είσοδο των Σερρών ,
τι έχει περάσει ο έρμος αυτός τόπος, μύρια πάθη,
και ο παντέρμος αυτός Λαός,
μα , την Ρωμιοσύνη μην την κλαίς,
δίπλα, κυλά ως εις δροσισμόν αέναον ένα ρέμα,
από τα ψηλά του Μετοχίου,
γάργαρη μιά ελπίδα στο καταχείμωνο,
και στα ριζά τούτου του απρόσμενου γρανίτη,
το εξωκκλήσι της Αγιά Βαρβάρας,
της λαϊκής αρχιτεκτονικής καλλιγραφικόν ποίημα
και των αγαπώντων την ευπρέπειαν ,
της αρχαίας αυτής παρθενομάρτυρος
της Ανατολής, της Βαρβάρας,
πρόσφυγες Μικρασιάτες της Ανατολής,
αρχαία μήτρα, αμή και Θρακιώτες
οι των δυτικών σερριώτικων συνοικιών,
πανηγύρι μετά παννυχίδος της προστάτιδας
των λιγνιτορύχων,
αντρών που την ζωή τους ξόδιαζαν σε σήραγγες
και σε πηγάδια ανήλιαγα με λάμπες ασετυλίνης
μ’ ένα κασμά και μ’ ένα φτυάρι,
από φυλακής πρωίας κατέβαιναν στα σπλάγχα
της γής τον λιγνίτη αναζητώντας μέχρι νυχτός,
τον ήλιο και το φώς του το λαμπρό
μόνον τις Κυριακές κι αργίες θωρούσαν,
μεγάλο πανηγύρι στήναν στην μνήμη της,
στες τέσσερες του Δεκέμβρη,
πανηγύρι εν τυμπάνοις ευήχοις,
με ζουρνάδες και νταούλια,
είτε λιακάδα είχε, είτε βροχερό καιρό
είτε πάλιν χιονιά και χιονόβροχο,
τούτη την μέρα δεν κατεβαίναν στα λαγούμια
της λιγνιτοεξόρυξης,
αναψύξεως χάριν, αρτοκλασία αφ’ εσπέρας
της ενορίας ο παπάς του Άη Γιάννη
του Θεολόγου λιτός,
ωσάν τον Άγιο Ονούφρ’ ,
των λιγνιτορύχων του κάματου και μεροκάματου
τοιούτος έπρεπεν ιερεύς,
ασκητικός, ασπρογένης κι ιεροπρεπής,
τα καζάνια της φασολάδας έβραζαν ολονυχτίς,
τουρσί λάχανο κι ένα ποτήρι ούζο,
μετά την αντιδώρησιν, και του χρόνου,
μιά ανάσα η Αγιά Βαρβάρα πριν απ’ τα Χριστούγεννα,
πανηγυρικώς η γιορτή συνεχίζεται και μετά την παύση των εξορύξεων,
πρωτοστατούντων των ευλαβών γυναικών
των Καμενικίων !
Σε τρείς βδομάδες η Παρθένος
έρχεται αποτεκείν
απορρήτως
και η γή το σπήλαιον
τω απροσίτω προσάγει,
την γιαγιά μου μνημονεύω σήμερα , την Ελένη,
την κερά Λίτσα, δευτερογυναίκα γυναίκα του παππού,
που με πρωτοπήρε από τα χέρι ,
κι ήρθαμε από την ανατολική πλευρά της πόλης, σχολιαρόπαιδο τότε της πρώτης τάξης δημοτικού,
και με τα πόδια , μιά ώρα και κάτι δρόμος,
τα μπαίρια του Ιμαρέτ ανεβήκαμε,
λάσπες και γλίστρες,
προς το ξωκλήσι ύστερα κατηφορήσαμε,
αυτή με πρωτοξενάγησε στην ομορφιά του τόπου, στο ασπρισμένο ναίδριο της Αγιά Βαρβάρας,
με δαφνόφυλλα στολισμένη η εικόνα της,
εχθρού γαρ τας παγίδας συνέτριψε
και ως στρουθίον ερύσθη εξ αυτών,
στο σπηλιαράκι στα ριζά του βράχου
κεράκι ανάψαμε,
στο παγωμένο πολυβολείο του εμφυλίου
ανέβηκα,
το ξύλινο ασταθές γιοφύρι της ρεματιάς
διαβήκαμε,
ορμητικό και κρυστάλλινο το ρέμα,
τα οργωμένα χωράφια, όπου κοτσύφια
και σπουργίτες, στρουθία κατά πως
το απολυτίκιον ,
στους βάτους αναζητούν εναγωνίως
τα τελευταία βατόμουρα,
ηδυμόλπως κλαδί το κλαδί πετούν
τιτιβίζοντας,
σε μιά εκδρομούλα με ψιλόβροχο, αρχομένου
του χειμώνα,
και ικανό κρύο δεκεμβριάτικο ,
του κύκλου τα γυρίσματα π’ ανεβοκατεβαίνουν,
μέρες πονηρές σήμερα ωσάν και τότες,
του ‘65 στης αποστασίας τον καιρό ,
τάχα, τώρα τί ;
έγνοια μας, αδέρφια, συνεχίζουμε ,
με ένα πράσινο σκουφί πλεχτό, στο κεφάλι ,
της μάννας πλέξιμο,
ωσάν δεντρί ένα χριστουγεννιάτικο
και το κασκόλ ομοίως ,
είχε νυχτώσει όταν πισωθήκαμε !
Βοήθειά μας η Αγιά Βαρβάρα , πατριώτες,
των λιγνιτορύχων των Σερρών
και γαρ κραταιά η προστάτις,
αμή και των Σερραίων
απάντων , όπου γής !
Με το καλό η έως Χριστουγέννων
οδοιπορία !
Χαίρετε πάντοτε εν αγαλλιάσει
συνοδοιπόροι !