Ο κύβος ερρίφθη. Ο Αλέξης Τσίπρας εμμέσως, πλην όμως σαφώς και με τρόπο που δεν καταλείπει ‘‘αμφιβολίες’’, επέλεξε...
η πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου του με τον τίτλο ‘‘Ιθάκη’’ να αποτελεί in essence το πρελούδιο της δημιουργίας ενός νέου πολιτικού φορέα στο πεδίο της Κεντροαριστεράς. Ο Αλέξης Τσίπρας ‘‘ξανάρχεται’’, λοιπόν, και η επάνοδός του στην πολιτική ζωή της χώρας, εκ των πραγμάτων, θα συνιστά μια ακόμη (μπορεί αναμενόμενη αλλά) καινοφανή ‘‘τεκτονική αλλαγή’’ στον χώρο που ο ίδιος και οι λοιποί ‘‘σύντροφοι’’ αρέσκονται να αποκαλούν ‘‘προοδευτικό’’.
Πέρα όμως από τις (όποιες) πολιτικές επενέργειες, τις ανακατατάξεις και τη διαφοροποίηση των συσχετισμών που μπορεί να επιφέρει η σύσταση ενός νέου κόμματος στο αριστερό φάσμα του ‘‘πολιτικού τόξου’’, το μέγα ερώτημα, ωστόσο, που προβάλλει όλο και πιο εύλογα και έντονα με το πέρας του χρόνου, είναι αν θα υπάρξει κάποιο ‘‘big bang’’ (για να χρησιμοποιήσω κι εγώ τον όρο που προτίμησε στην ομιλία του ο πρώην Πρωθυπουργός) αντιστοίχως και στον χώρο της Δεξιάς. Θα δούμε έναν νέο φορέα και στη δεξιά παράταξη; Υφίστανται σήμερα οι ‘‘ώριμες’’ συνθήκες και οι ‘‘κατάλληλες’’ προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο; Είναι αναγκαίο για τον τόπο και αν ναι, τότε ποιες είναι οι παράμετροι που θα οδηγήσουν ένα νέο εγχείρημα στον χώρο της Δεξιάς στο να καταστεί όχι απλά βιώσιμο αλλά και επιτυχημένο;
Καταρχάς, λοιπόν, στο αρχικό μεν, πολύ καίριο και κομβικό δε, ερώτημα περί της ‘‘ωριμότητας’’ (ή μη) και της ‘‘καταλληλότητας’’ (ή μη) των πολιτικών συνθηκών στην Ελλάδα για τη δημιουργία ενός καινούργιου δεξιού, ή έστω ‘‘δεξιόστροφου’’, φορέα, προσωπικά εστιάζω σε τρεις γενικές και βαρυσήμαντες διαπιστώσεις, αν όχι ‘‘αντικειμενικά γεγονότα’’, που αποτελούν και τα ‘‘κριτήρια σκέψης’’ επί της απάντησης στο συγκεκριμένο ερώτημα.
Κατά πρώτον, η ‘‘πολιτική μετατόπιση’’ της ΝΔ επί Μητσοτάκη είναι ολοφάνερη και αναμφισβήτητη. Το ‘‘μητσοτακικό’’ κόμμα, διότι τέτοιο είναι η σύγχρονη ΝΔ, είναι πια ιδεολογικά ‘‘αποκολλημένο’’ από τις ‘‘ρίζες’’ και τις αξιακές αντιλήψεις της Δεξιάς, δεν μετέρχεται δεξιού πολιτικού λόγου και έχει μετατραπεί de facto σε ένα κεντρώο κυρίως κόμμα με ‘‘σημιτική χλαμύδα’’. Δεν είναι τυχαίος, άλλωστε, ούτε προέκυψε ως ‘‘ουρανοκατέβατος’’, ο χαρακτηρισμός της ΝΔ ως ‘‘γαλάζιο ΠΑΣΟΚ’’, ένας χαρακτηρισμός μάλιστα πολλάκις επαναλαμβανόμενος στα χείλη των δεξιών ψηφοφόρων. Δεδομένου όμως ότι η ΝΔ, κατά παράδοση, εξέφραζε κυριαρχικά και δη με συντριπτικά ποσοστά τον κόσμο της Δεξιάς, σήμερα είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι αυτή η ‘‘πολιτική μετατόπιση’’ της ΝΔ και η αλλοίωση του ‘‘πυρηνικού προφίλ’’ της, που συνεπάγεται αναπόφευκτα και τη ‘‘μετάλλαξη της πολιτικής φυσιογνωμίας’’ της, ‘‘παράγει’’ και επιταχυντικά διευρύνει ένα ξεκάθαρο ‘‘κενό εκπροσώπησης’’ στην κοινωνία, ένα κενό που έχει να κάνει άμεσα με τον μέσο ‘‘δεξιό’’ πολίτη.
Σήμερα, βρίσκεται σε αδυναμία πολιτικής έκφρασης και ‘‘κομματικής διεξόδου’’ και το περίπου 1 εκατομμύριο των πολιτών που ενώ είχαν ψηφίσει τη ΝΔ το 2023 στις εθνικές εκλογές, δεν την επέλεξαν, παρά ταύτα, στις ευρωεκλογές του 2024, και ένα μεγάλο κομμάτι κόσμου από τη λεγόμενη ‘‘πλειοψηφία της αποχής’’ του 60%, δηλαδή σημαντικό μέρος από τους πολίτες που απέχουν συνειδητά από τις εκλογές αλλά είναι ‘‘δεξιών καταβολών’’, αλλά προφανώς και μια ευμεγέθης μερίδα εκλογέων εντός της ίδιας της ΝΔ.
Κατά δεύτερον, αφενός σήμερα η ΝΔ εμφανίζει μια ‘‘εικόνα κατάρρευσης’’, η οποία αφετέρου πρέπει να συνδυαστεί και συνερμηνευτεί με τη φύση, το διαμέτρημα και την ποιότητα της δυναμικής των λοιπών κομμάτων του δεξιού πολιτικού χώρου. Αυτή, λοιπόν, η ‘‘εικόνα κατάρρευσης’’ της ΝΔ δεν είναι μόνο ή αποκλειστικά μια εικόνα ‘‘πολιτικής απίσχνασης’’, δηλαδή της μείωσης της εκλογικής επιρροής της που αναπόφευκτα φέρνει η ‘‘φθορά της εξουσίας’’, είναι βασικά, με ιστορικούς όρους, (και) η εικόνα ενός ‘‘αποσυναρμολογούμενου’’, υπό το βάρος της εσωτερικής αμφισβήτησης και κυρίως της δριμείας κοινωνικής κριτικής, πολιτικού φορέα. Το κόμμα έχει ‘‘σαπίσει’’, αποκτώντας έκδηλα χαρακτηριστικά ‘‘ηγεμονικού’’ και ‘‘οικογενειοκρατικού’’ κόμματος, αλλά και η νυν κυβέρνηση έχει αποτύχει, ‘‘βουτηγμένη’’ στη διαπλοκή και στα εξόχως προκλητικά σκάνδαλα της διαφθοράς. Σήμερα, σχεδόν όλοι στην Ελλάδα μιλούν για υπαρκτό πρόβλημα σχετικά με το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία στη χώρα και για αποδυνάμωση του κύρους των θεσμών στα μάτια της καθολικής πλειοψηφίας των πολιτών (και των δεξιών βεβαίως, μια που περί Δεξιάς ο λόγος).
Έτσι, λοιπόν, στο δίλημμα ‘‘Μητσοτάκης η Χάος;’’, οι πολίτες, σε όχι απλώς μεγάλα αλλά σε άκρως εντυπωσιακά ποσοστά, απαντούν ‘‘Χάος’’. Η εικαζόμενη και από τον ίδιο ‘‘διαφημιζόμενη’’ ‘‘σταθερότητα’’ που προσφέρει ο Μητσοτάκης δεν μπορεί πλέον να τον ‘‘σώσει’’, μια που από τη σταθερότητα στην ακρίβεια, τη σταθερότητα στα καρτέλ, στα ολιγοπώλια και στην ‘‘εξυπηρέτηση’’ των λίγων οικονομικά ισχυρών, τη σταθερότητα στα κομματικά ‘‘βολέματα’’ και στον κομματικό νεποτισμό, τη σταθερότητα στην ‘‘καθεστωτική’’ νοοτροπία, τη σταθερότητα στην ‘‘επιτελική’’ φαυλότητα και ανικανότητα, τη σταθερότητα στον ‘‘εθνικό ενδοτισμό των ήρεμων νερών’’ και από τη σταθερότητα στη μετανάστευση των νέων και των πιο προικισμένων Ελλήνων, οι πολίτες προτιμούν πια το…. ‘‘Χάος’’.
Εναλλακτικώς, τα λοιπά κόμματα του δεξιού χώρου δεν είναι, ούτε προσφέρουν, πειστική ‘‘λύση κυβερνησιμότητας’’. Αποτελούν κατά κόρον και κατά μείζονα λόγο ‘‘κόμματα διαμαρτυρίας’’, άλλα με δυνατότερη και άλλα με πιο αδύναμη φωνή, όμως το θέμα είναι ότι δεν δίδουν προοπτική στον τόπο. Ως ‘‘αυστηρώς προσωποπαγή, αρχηγικά’’ κόμματα, και δη σε απόλυτο βαθμό, μοιάζουν με… ‘‘θεατρικά μονόπρακτα’’, δηλαδή με θεατρικές παραστάσεις στις οποίες από την αρχή ως το τέλος πρωταγωνιστεί ένας και μόνο, αναντικατάστατος ηθοποιός. Μετά δε τον αρχηγό, στα κόμματα αυτά, ακολουθεί (απελπιστικά) η…. ‘‘άβυσσος’’, υπό την έννοια ότι αν παύσει να ‘‘υφίσταται πολιτικά’’ ο συγκεκριμένος αρχηγός, παύει ακαριαία, αυτονόητα και αυτομάτως να ‘‘υφίσταται πολιτικά’’ και το ίδιο το κόμμα του.
Αυτός είναι και ο βασικός, πέραν των όποιων άλλων, λόγος που αυτά τα κόμματα δεν κατάφεραν, και δεν καταφέρνουν αποδεδειγμένα, να ‘‘επωφεληθούν’’ από την πολιτική σμίκρυνση και εκλογική ‘‘κατακρήμνιση’’ της ΝΔ, παραμένοντας καθ’ όλη τη διάρκεια της δεύτερης τετραετίας Μητσοτάκη ‘‘μικροκόμματα’’ (ας μου επιτραπεί ο όρος) που δεν έχουν ούτε το πολιτικό DNA, ούτε τον τρόπο αλλά ούτε και το ‘‘στελεχιακό δυναμικό’’ για να ‘‘μεταλλαχθούν’’ σε κάτι όχι απλά μεγαλύτερο και πιο ανταγωνιστικό από αυτό που είναι αλλά ίσως ακόμη και σε δυνητικές ‘‘αξιόπιστες εθνικές λύσεις’’.
Κατά τρίτον, η δυσκολία να αλλάξει η ΝΔ, να ‘‘καθαρίσει’’ εκ των έσω και να επανέλθει, όπως θα λέγαμε, στις ‘‘εργοστασιακές ρυθμίσεις’’ της είναι αντικειμενικά πολύ μεγάλη. Δεν είναι μόνο ‘‘θέμα αρχηγού’’ το μέγα πρόβλημα της ΝΔ. Σκεφτείτε, αν αύριο ‘‘φύγει’’ ο Μητσοτάκης, άραγε πόσο εύκολο και πολιτικά εφικτό είναι ο νέος αρχηγός της ΝΔ, όποιος κι αν είναι αυτός, να αναπτύξει και να προωθήσει ένα καινούργιο, θελκτικό αφήγημα που θα συγκινήσει (κυρίως) το δεξιό ακροατήριο και όχι μόνο; Πώς ο (αυριανός) διάδοχος του Μητσοτάκη θα πείσει ότι από εδώ και πέρα η Ντόρα Μπακογιάννη είναι ‘‘δύναμη μεταμόρφωσης’’ για τη ΝΔ και τη χώρα γενικότερα; Ότι από εδώ και πέρα μπορεί να στηριχθεί η ‘‘έξωθεν καλή μαρτυρία’’ του κόμματος στους ‘‘εμπλεκόμενους’’ στο μέγα-σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ Βορίδη και Αυγενάκη; Ή ότι από εδώ και πέρα ο Τριαντόπουλος, το ‘‘εκτελεστικό όργανο’’ του ‘‘μπαζώματος των Τεμπών’’, συνεχίζει να εκφράζει, για τη ΝΔ και απέναντι σε όλη την ελληνική κοινωνία, τα ‘‘εχέγγυα’’ της ακεραιότητας, της πολιτικής ηθικής και του σεβασμού στη Δικαιοσύνη;
Πώς, άραγε, θα μπορέσει ο επόμενος του Μητσοτάκη Πρόεδρος της ΝΔ να ‘‘απαλλαγεί’’ από την ‘‘πασοκική κάστα πρωτοκλασάτων στελεχών’’ που ‘‘κυριαρχούν’’ στο κόμμα, να τα βάλει με τον υφιστάμενο ‘‘μητσοτακικό μηχανισμό’’ και με τον ‘‘εσμό των συμφερόντων’’ που διαπλέκεται με τον ‘‘μηχανισμό’’ αυτόν, να ‘‘αποτινάξει’’ τη ‘‘δυσώδη’’ κουλτούρα του κομματικού φαβοριτισμού και να ‘‘εκδιώξει’’ από τα ‘‘σπλάχνα’’ του κόμματος τους υπάρχοντες αλλά και τους νέους, επίδοξους ‘‘φραπέδες’’ και ‘‘χασάπηδες’’; Υπάρχει σήμερα κάποιος ‘‘Ηρακλής’’ που θα ‘‘καθαρίσει’’ τον ‘‘κόπρο του Αυγεία’’ στη ΝΔ; Η απάντηση είναι, για μένα, ‘‘όχι’’, ή, αν θέλετε, ‘‘ίσως’’, όμως (το ‘‘ίσως’’) μόνο στην περίπτωση που πιστεύετε ότι υπάρχουν ‘‘ημίθεοι’’ γενικώς, όπως ο μυθικός ‘‘Ηρακλής’’, αλλά και στο κόμμα ειδικότερα…..
Περαιτέρω, κρατώντας κατά νου τις παραπάνω τρεις πολύ σημαντικές διαπιστώσεις, ενδιαφέρει άμεσα και το ερώτημα αν είναι εθνικά αναγκαία η συγκρότηση του νέου φορέα στο χώρο της Δεξιάς. Εδώ, τονίζω ότι η ‘‘επανεμφάνιση Τσίπρα’’ θα έχει για όλο το πολιτικό status μια εξόχως ‘‘χτυπητή’’ συνέπεια: θα απογειώσει την τοξικότητα στη χώρα. Η εκ νέου ‘‘διαμάχη Μητσοτάκη – Τσίπρα’’ είναι ‘‘γενεσιουργός αιτία περαιτέρω βαλτώματος’’ της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας. Από τη μια, η σκόπιμη και στοχευμένη παρελθοντολογία από τη ‘‘μητσοτακική’’ ΝΔ, προκειμένου να απαξιωθεί το νέο ‘‘κόμμα Τσίπρα’’ και από την άλλη οι απαντήσεις (όσες και όποιες κι αν είναι αυτές) από τον Πρωθυπουργό της τετραετίας 2015-2019, προκειμένου να ‘‘εξοστρακιστούν’’ τα εναντίον του ‘‘πυρά’’ και αυτός να αποπειραθεί τουλάχιστον να ‘‘ξανακερδίσει’’ την εμπιστοσύνη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους του εκλογικού σώματος και ιδίως των ψηφοφόρων που κινούνται από τα αριστερά μέχρι και το κέντρο, θα επιφέρουν ‘‘μαθηματικά’’ μια ‘‘μανιχαϊστικού τύπου κόντρα’’ στο πολιτικό σκηνικό της χώρας που όμως δεν θα ωφελήσει ουσιαστικά τον τόπο, δεν οδηγεί σε πραγματικές λύσεις και δεν προοιωνίζεται την αναγέννηση της χώρας. Μια κόντρα που τον μεν Τσίπρα θα τον ‘‘βοηθήσει’’ στην εμπέδωση του ατομικού του ‘‘rebranding’’ που ήδη επιχειρεί, τον δε Μητσοτάκη θα του παρέξει κάποιες φευγαλέες ψευτο-ελπίδες ‘‘συσπείρωσης’’ της ήδη συνεχώς μειούμενης εκλογικής του βάσης.
Η ανάγκη για αλλαγή, λοιπόν, για μια νέα μεταπολίτευση όχι απλά μόνο ‘‘φωνάζει’’, αλλά ‘‘κραυγάζει’’ βοερά, συμπλέουσα παράλληλα με την ανάγκη να καταστεί η χώρα ξανά διακυβερνήσιμη, μέσα ίσως (και) από κυβερνήσεις συνεργασίας, από ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο, από ευρείες κοινωνικές συναινέσεις, από την ενδυνάμωση των θεσμών και την ισχυροποίηση του γεωπολιτικού της δυναμικού, υπό τον άξονα της επιδίωξης του γνήσιου και αληθούς εθνικού συμφέροντος.
Η ανάγκη για ένα κόμμα εξουσίας, κόμμα εθνικών λύσεων και ανάκτησης της αξιοπιστίας και αξιοπρέπειας της χώρας, κόμμα που έχει το πρόγραμμα και τους ανθρώπους να εφαρμόσει εθνική αναπτυξιακή ατζέντα και δη κόμμα στα δεξιά του φάσματος, όπου υφίστανται και ο χώρος και οι ιστορικές και πολιτικές συνθήκες, είναι εμφανής. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα κόμμα που θα ενώσει τον πατριωτικό χώρο και θα απευθυνθεί σε όλους τους Έλληνες που, ανεξαρτήτως των πολιτικών τους προτιμήσεων, επιθυμούν, προσμένουν και θέλουν να συνεισφέρουν στην πολιτική αλλαγή και στην ‘‘επαναχάραξη’’ της ίδιας της εθνικής πορείας, καθώς ζητούμενο δεν είναι μόνο η ex nunc (εκ νέου) ανάδειξη της ‘‘δεξιάς πλατφόρμας’’ στην εγχώρια πολιτική ‘‘κονίστρα’’.
Και ομιλώ για ένα κόμμα που θα έχει ως επικεφαλής όχι απλά μια πανελληνίως αναγνωρίσιμη προσωπικότητα αλλά έναν αρχηγό με διεθνές κύρος και σοβαρές διασυνδέσεις, με περγαμηνές και υπόβαθρο που να πείθουν ότι είναι ικανός να κυβερνήσει και να φέρει βαθιές τομές, την αλλαγή για την οποία ‘‘διψά’’ ο τόπος, έναν άνθρωπο, εν πάση περιπτώσει, που η προσωπική του ιστορία και το βεληνεκές του δείχνουν και πείθουν ότι έχει στόφα ηγετική.
Εν προκειμένω, ωστόσο, κατά την εκτίμησή μου, αναφορικά με τη ‘‘βιωσιμότητα’’ και ‘‘επιτυχία’’ του νέου πολιτικού φορέα, πρέπει να συντρέξουν σωρευτικά τρεις αναγκαίες και ταυτόχρονα ικανές συνθήκες (προϋποθέσεις): η ουσιαστική και πειστική προβολή της κλασικής θεματικής ατζέντας της Δεξιάς (1η), η εμμένουσα εστίαση στις νέες, σύγχρονες προκλήσεις της εποχής και η αποσαφήνιση πολιτικών θέσεων επ’ αυτών των προκλήσεων (2η) αλλά και η λεγόμενη ‘‘ποιότητα’’ της ‘‘ανθρωπογεωγραφίας’’ του φορέα (3η).
Καταρχάς, ένας νέος φορέας της Δεξιάς, ως ‘‘κόμμα εξουσίας και λύση κυβερνησιμότητας’’, θα εδραιωθεί και θα διαπλατύνει το πολιτικό και εκλογομετρικό του αποτύπωμα αν προγραμματικά επιχειρήσει εξαρχής και καταφέρει, με ρεαλιστικούς όρους, να προωθήσει στο επίπεδο της κοινωνίας, της ιδεολογικής πάλης, της πολιτικής εκφραστικής αλλά και στο επίπεδο της πρακτικότητας των προτάσεων διακυβέρνησης, την παραδοσιακή αξιακή πλατφόρμα της Δεξιάς.
Απαιτούνται απαντήσεις και λύσεις για την παντοειδή αρωγή στην ελληνική οικογένεια, το δημογραφικό, την αναστύλωση του πρωτογενούς τομέα, τη στήριξη της μεσαίας τάξης και της υγιούς επιχειρηματικότητας των πολλών, την αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα με κοινωνιοκεντρικές κρατικές παρεμβάσεις μόνο εκεί που χρειάζεται, την προάσπιση της δημόσιας ασφάλειας, την αναβάθμιση της παιδείας, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη στιβαρή ενίσχυση της Ελλάδας στο γεωπολιτικό πεδίο με προσήλωση και σεβασμό στις ‘‘κόκκινες γραμμές’’ της εξωτερικής μας πολιτικής.
Κατά δεύτερον, απαιτούνται απαντήσεις και λύσεις στις σύγχρονες εξελίξεις στις παγκόσμιες, πανευρωπαϊκές και περιφερειακές πολιτικές τάσεις και στις προκλήσεις που αυτές εμπεριέχουν. Εδώ εντάσσονται ζητήματα όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η ενεργειακή μετάβαση και η αξιοποίηση των εθνικών πόρων, το μεταναστευτικό, η παγκοσμιοποίηση και η εθνική ‘‘ταυτότητα’’ αλλά βεβαίως και η ανα-νοηματοδότηση της αληθινής, συμμετοχικής δημοκρατίας και η επανάκαμψη των θεσμών και του κράτους δικαίου.
Κατά τρίτον δε, απαιτούνται απαντήσεις σχετικά με το σε ποιους ‘‘μπροστάρηδες’’ και γενικά σε ποιους ανθρώπους θα στηριχθεί το νέο εγχείρημα. Δεν είναι ούτε ‘‘κοινοτυπία’’, ούτε και ‘‘ηθικολογία’’ να καταφαθεί το γεγονός ότι ένας νέος φορέας ‘‘οφείλει’’ να πλαισιωθεί από, έστω κατά τεκμήριο, άφθαρτα και άξια στελέχη που έχουν την ικανότητα και τα προσόντα να ‘‘διεισδύσουν’’ στην κοινωνία, να την ‘‘αφουγκραστούν’’ αλλά και να περάσουν σε αυτήν τις ιδέες και τα ‘‘μηνύματα’’ της παραπάνω ‘‘πλατφόρμας’’.
Διότι αν ένα νέο σχήμα γίνει τελικά το ‘‘όχημα’’ που θα ‘‘διασώσει’’ και ‘‘διαιωνίσει’’ τις πολιτικές καριέρες εν ενεργεία βουλευτών της ΝΔ, είναι ‘‘εκ γενετής’’ καταδικασμένο σε αποτυχία. Πώς, άλλωστε, θα πείσει ένα νέο κόμμα ότι είναι ‘‘φορέας αλλαγής’’ όταν θα ‘‘χτίσει’’ το καινούργιο και θα επιχειρήσει την αλλαγή με αυτούς που στηρίζουν συνεχώς, χωρίς επιφυλάξεις και αστερίσκους, και θα στηρίζουν μέχρι τέλους (μέχρι και το τελείωμα της παρούσας κοινοβουλευτικής περιόδου) τον Μητσοτάκη; Πώς θα λέει ότι είναι κάτι ολωσδιόλου ‘‘διαφορετικό’’ από τη ‘‘μητσοτακική’’ ΝΔ, όταν θα ‘‘υποδεχθεί’’ στους ‘‘κόλπους’’ του τους ‘‘φθαρμένους’’ της ΝΔ, που όχι μόνο έχουν ‘‘κουράσει’’ και έχουν απογοητεύσει πολύ κόσμο, όχι μόνο δεν διανοούνται να αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους στον νυν Πρωθυπουργό αλλά δεν τολμούν καν να ‘‘ψελλίσουν ούτε μισή κουβέντα’’ εναντίον του;
Οι περιστάσεις, λοιπόν, και τα δεδομένα της πολιτικής πραγματικότητας στη χώρα αναδεικνύουν τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού φορέα στο χώρο της Δεξιάς, ξεκάθαρα πια, ως ‘‘ιστορική επιταγή’’. Το 2026 έρχεται και μάλλον θα έχουμε ‘‘γεννητούρια’’, όπως όλα δείχνουν. Όμως είναι απολύτως προφανές, από την άλλη πλευρά, ότι για να εδραιωθεί και ‘‘τρανώσει’’ μια τέτοια νέα πρωτοβουλία, ο εκφραστής της και ηγέτης πρέπει να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικός, να σκεφθεί πολλά και να προνοήσει για ακόμη περισσότερα…… Αναμένουμε!
Κατερίνη, 6/12/2025
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science
Πέρα όμως από τις (όποιες) πολιτικές επενέργειες, τις ανακατατάξεις και τη διαφοροποίηση των συσχετισμών που μπορεί να επιφέρει η σύσταση ενός νέου κόμματος στο αριστερό φάσμα του ‘‘πολιτικού τόξου’’, το μέγα ερώτημα, ωστόσο, που προβάλλει όλο και πιο εύλογα και έντονα με το πέρας του χρόνου, είναι αν θα υπάρξει κάποιο ‘‘big bang’’ (για να χρησιμοποιήσω κι εγώ τον όρο που προτίμησε στην ομιλία του ο πρώην Πρωθυπουργός) αντιστοίχως και στον χώρο της Δεξιάς. Θα δούμε έναν νέο φορέα και στη δεξιά παράταξη; Υφίστανται σήμερα οι ‘‘ώριμες’’ συνθήκες και οι ‘‘κατάλληλες’’ προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο; Είναι αναγκαίο για τον τόπο και αν ναι, τότε ποιες είναι οι παράμετροι που θα οδηγήσουν ένα νέο εγχείρημα στον χώρο της Δεξιάς στο να καταστεί όχι απλά βιώσιμο αλλά και επιτυχημένο;
Καταρχάς, λοιπόν, στο αρχικό μεν, πολύ καίριο και κομβικό δε, ερώτημα περί της ‘‘ωριμότητας’’ (ή μη) και της ‘‘καταλληλότητας’’ (ή μη) των πολιτικών συνθηκών στην Ελλάδα για τη δημιουργία ενός καινούργιου δεξιού, ή έστω ‘‘δεξιόστροφου’’, φορέα, προσωπικά εστιάζω σε τρεις γενικές και βαρυσήμαντες διαπιστώσεις, αν όχι ‘‘αντικειμενικά γεγονότα’’, που αποτελούν και τα ‘‘κριτήρια σκέψης’’ επί της απάντησης στο συγκεκριμένο ερώτημα.
Κατά πρώτον, η ‘‘πολιτική μετατόπιση’’ της ΝΔ επί Μητσοτάκη είναι ολοφάνερη και αναμφισβήτητη. Το ‘‘μητσοτακικό’’ κόμμα, διότι τέτοιο είναι η σύγχρονη ΝΔ, είναι πια ιδεολογικά ‘‘αποκολλημένο’’ από τις ‘‘ρίζες’’ και τις αξιακές αντιλήψεις της Δεξιάς, δεν μετέρχεται δεξιού πολιτικού λόγου και έχει μετατραπεί de facto σε ένα κεντρώο κυρίως κόμμα με ‘‘σημιτική χλαμύδα’’. Δεν είναι τυχαίος, άλλωστε, ούτε προέκυψε ως ‘‘ουρανοκατέβατος’’, ο χαρακτηρισμός της ΝΔ ως ‘‘γαλάζιο ΠΑΣΟΚ’’, ένας χαρακτηρισμός μάλιστα πολλάκις επαναλαμβανόμενος στα χείλη των δεξιών ψηφοφόρων. Δεδομένου όμως ότι η ΝΔ, κατά παράδοση, εξέφραζε κυριαρχικά και δη με συντριπτικά ποσοστά τον κόσμο της Δεξιάς, σήμερα είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι αυτή η ‘‘πολιτική μετατόπιση’’ της ΝΔ και η αλλοίωση του ‘‘πυρηνικού προφίλ’’ της, που συνεπάγεται αναπόφευκτα και τη ‘‘μετάλλαξη της πολιτικής φυσιογνωμίας’’ της, ‘‘παράγει’’ και επιταχυντικά διευρύνει ένα ξεκάθαρο ‘‘κενό εκπροσώπησης’’ στην κοινωνία, ένα κενό που έχει να κάνει άμεσα με τον μέσο ‘‘δεξιό’’ πολίτη.
Σήμερα, βρίσκεται σε αδυναμία πολιτικής έκφρασης και ‘‘κομματικής διεξόδου’’ και το περίπου 1 εκατομμύριο των πολιτών που ενώ είχαν ψηφίσει τη ΝΔ το 2023 στις εθνικές εκλογές, δεν την επέλεξαν, παρά ταύτα, στις ευρωεκλογές του 2024, και ένα μεγάλο κομμάτι κόσμου από τη λεγόμενη ‘‘πλειοψηφία της αποχής’’ του 60%, δηλαδή σημαντικό μέρος από τους πολίτες που απέχουν συνειδητά από τις εκλογές αλλά είναι ‘‘δεξιών καταβολών’’, αλλά προφανώς και μια ευμεγέθης μερίδα εκλογέων εντός της ίδιας της ΝΔ.
Κατά δεύτερον, αφενός σήμερα η ΝΔ εμφανίζει μια ‘‘εικόνα κατάρρευσης’’, η οποία αφετέρου πρέπει να συνδυαστεί και συνερμηνευτεί με τη φύση, το διαμέτρημα και την ποιότητα της δυναμικής των λοιπών κομμάτων του δεξιού πολιτικού χώρου. Αυτή, λοιπόν, η ‘‘εικόνα κατάρρευσης’’ της ΝΔ δεν είναι μόνο ή αποκλειστικά μια εικόνα ‘‘πολιτικής απίσχνασης’’, δηλαδή της μείωσης της εκλογικής επιρροής της που αναπόφευκτα φέρνει η ‘‘φθορά της εξουσίας’’, είναι βασικά, με ιστορικούς όρους, (και) η εικόνα ενός ‘‘αποσυναρμολογούμενου’’, υπό το βάρος της εσωτερικής αμφισβήτησης και κυρίως της δριμείας κοινωνικής κριτικής, πολιτικού φορέα. Το κόμμα έχει ‘‘σαπίσει’’, αποκτώντας έκδηλα χαρακτηριστικά ‘‘ηγεμονικού’’ και ‘‘οικογενειοκρατικού’’ κόμματος, αλλά και η νυν κυβέρνηση έχει αποτύχει, ‘‘βουτηγμένη’’ στη διαπλοκή και στα εξόχως προκλητικά σκάνδαλα της διαφθοράς. Σήμερα, σχεδόν όλοι στην Ελλάδα μιλούν για υπαρκτό πρόβλημα σχετικά με το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία στη χώρα και για αποδυνάμωση του κύρους των θεσμών στα μάτια της καθολικής πλειοψηφίας των πολιτών (και των δεξιών βεβαίως, μια που περί Δεξιάς ο λόγος).
Έτσι, λοιπόν, στο δίλημμα ‘‘Μητσοτάκης η Χάος;’’, οι πολίτες, σε όχι απλώς μεγάλα αλλά σε άκρως εντυπωσιακά ποσοστά, απαντούν ‘‘Χάος’’. Η εικαζόμενη και από τον ίδιο ‘‘διαφημιζόμενη’’ ‘‘σταθερότητα’’ που προσφέρει ο Μητσοτάκης δεν μπορεί πλέον να τον ‘‘σώσει’’, μια που από τη σταθερότητα στην ακρίβεια, τη σταθερότητα στα καρτέλ, στα ολιγοπώλια και στην ‘‘εξυπηρέτηση’’ των λίγων οικονομικά ισχυρών, τη σταθερότητα στα κομματικά ‘‘βολέματα’’ και στον κομματικό νεποτισμό, τη σταθερότητα στην ‘‘καθεστωτική’’ νοοτροπία, τη σταθερότητα στην ‘‘επιτελική’’ φαυλότητα και ανικανότητα, τη σταθερότητα στον ‘‘εθνικό ενδοτισμό των ήρεμων νερών’’ και από τη σταθερότητα στη μετανάστευση των νέων και των πιο προικισμένων Ελλήνων, οι πολίτες προτιμούν πια το…. ‘‘Χάος’’.
Εναλλακτικώς, τα λοιπά κόμματα του δεξιού χώρου δεν είναι, ούτε προσφέρουν, πειστική ‘‘λύση κυβερνησιμότητας’’. Αποτελούν κατά κόρον και κατά μείζονα λόγο ‘‘κόμματα διαμαρτυρίας’’, άλλα με δυνατότερη και άλλα με πιο αδύναμη φωνή, όμως το θέμα είναι ότι δεν δίδουν προοπτική στον τόπο. Ως ‘‘αυστηρώς προσωποπαγή, αρχηγικά’’ κόμματα, και δη σε απόλυτο βαθμό, μοιάζουν με… ‘‘θεατρικά μονόπρακτα’’, δηλαδή με θεατρικές παραστάσεις στις οποίες από την αρχή ως το τέλος πρωταγωνιστεί ένας και μόνο, αναντικατάστατος ηθοποιός. Μετά δε τον αρχηγό, στα κόμματα αυτά, ακολουθεί (απελπιστικά) η…. ‘‘άβυσσος’’, υπό την έννοια ότι αν παύσει να ‘‘υφίσταται πολιτικά’’ ο συγκεκριμένος αρχηγός, παύει ακαριαία, αυτονόητα και αυτομάτως να ‘‘υφίσταται πολιτικά’’ και το ίδιο το κόμμα του.
Αυτός είναι και ο βασικός, πέραν των όποιων άλλων, λόγος που αυτά τα κόμματα δεν κατάφεραν, και δεν καταφέρνουν αποδεδειγμένα, να ‘‘επωφεληθούν’’ από την πολιτική σμίκρυνση και εκλογική ‘‘κατακρήμνιση’’ της ΝΔ, παραμένοντας καθ’ όλη τη διάρκεια της δεύτερης τετραετίας Μητσοτάκη ‘‘μικροκόμματα’’ (ας μου επιτραπεί ο όρος) που δεν έχουν ούτε το πολιτικό DNA, ούτε τον τρόπο αλλά ούτε και το ‘‘στελεχιακό δυναμικό’’ για να ‘‘μεταλλαχθούν’’ σε κάτι όχι απλά μεγαλύτερο και πιο ανταγωνιστικό από αυτό που είναι αλλά ίσως ακόμη και σε δυνητικές ‘‘αξιόπιστες εθνικές λύσεις’’.
Κατά τρίτον, η δυσκολία να αλλάξει η ΝΔ, να ‘‘καθαρίσει’’ εκ των έσω και να επανέλθει, όπως θα λέγαμε, στις ‘‘εργοστασιακές ρυθμίσεις’’ της είναι αντικειμενικά πολύ μεγάλη. Δεν είναι μόνο ‘‘θέμα αρχηγού’’ το μέγα πρόβλημα της ΝΔ. Σκεφτείτε, αν αύριο ‘‘φύγει’’ ο Μητσοτάκης, άραγε πόσο εύκολο και πολιτικά εφικτό είναι ο νέος αρχηγός της ΝΔ, όποιος κι αν είναι αυτός, να αναπτύξει και να προωθήσει ένα καινούργιο, θελκτικό αφήγημα που θα συγκινήσει (κυρίως) το δεξιό ακροατήριο και όχι μόνο; Πώς ο (αυριανός) διάδοχος του Μητσοτάκη θα πείσει ότι από εδώ και πέρα η Ντόρα Μπακογιάννη είναι ‘‘δύναμη μεταμόρφωσης’’ για τη ΝΔ και τη χώρα γενικότερα; Ότι από εδώ και πέρα μπορεί να στηριχθεί η ‘‘έξωθεν καλή μαρτυρία’’ του κόμματος στους ‘‘εμπλεκόμενους’’ στο μέγα-σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ Βορίδη και Αυγενάκη; Ή ότι από εδώ και πέρα ο Τριαντόπουλος, το ‘‘εκτελεστικό όργανο’’ του ‘‘μπαζώματος των Τεμπών’’, συνεχίζει να εκφράζει, για τη ΝΔ και απέναντι σε όλη την ελληνική κοινωνία, τα ‘‘εχέγγυα’’ της ακεραιότητας, της πολιτικής ηθικής και του σεβασμού στη Δικαιοσύνη;
Πώς, άραγε, θα μπορέσει ο επόμενος του Μητσοτάκη Πρόεδρος της ΝΔ να ‘‘απαλλαγεί’’ από την ‘‘πασοκική κάστα πρωτοκλασάτων στελεχών’’ που ‘‘κυριαρχούν’’ στο κόμμα, να τα βάλει με τον υφιστάμενο ‘‘μητσοτακικό μηχανισμό’’ και με τον ‘‘εσμό των συμφερόντων’’ που διαπλέκεται με τον ‘‘μηχανισμό’’ αυτόν, να ‘‘αποτινάξει’’ τη ‘‘δυσώδη’’ κουλτούρα του κομματικού φαβοριτισμού και να ‘‘εκδιώξει’’ από τα ‘‘σπλάχνα’’ του κόμματος τους υπάρχοντες αλλά και τους νέους, επίδοξους ‘‘φραπέδες’’ και ‘‘χασάπηδες’’; Υπάρχει σήμερα κάποιος ‘‘Ηρακλής’’ που θα ‘‘καθαρίσει’’ τον ‘‘κόπρο του Αυγεία’’ στη ΝΔ; Η απάντηση είναι, για μένα, ‘‘όχι’’, ή, αν θέλετε, ‘‘ίσως’’, όμως (το ‘‘ίσως’’) μόνο στην περίπτωση που πιστεύετε ότι υπάρχουν ‘‘ημίθεοι’’ γενικώς, όπως ο μυθικός ‘‘Ηρακλής’’, αλλά και στο κόμμα ειδικότερα…..
Περαιτέρω, κρατώντας κατά νου τις παραπάνω τρεις πολύ σημαντικές διαπιστώσεις, ενδιαφέρει άμεσα και το ερώτημα αν είναι εθνικά αναγκαία η συγκρότηση του νέου φορέα στο χώρο της Δεξιάς. Εδώ, τονίζω ότι η ‘‘επανεμφάνιση Τσίπρα’’ θα έχει για όλο το πολιτικό status μια εξόχως ‘‘χτυπητή’’ συνέπεια: θα απογειώσει την τοξικότητα στη χώρα. Η εκ νέου ‘‘διαμάχη Μητσοτάκη – Τσίπρα’’ είναι ‘‘γενεσιουργός αιτία περαιτέρω βαλτώματος’’ της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας. Από τη μια, η σκόπιμη και στοχευμένη παρελθοντολογία από τη ‘‘μητσοτακική’’ ΝΔ, προκειμένου να απαξιωθεί το νέο ‘‘κόμμα Τσίπρα’’ και από την άλλη οι απαντήσεις (όσες και όποιες κι αν είναι αυτές) από τον Πρωθυπουργό της τετραετίας 2015-2019, προκειμένου να ‘‘εξοστρακιστούν’’ τα εναντίον του ‘‘πυρά’’ και αυτός να αποπειραθεί τουλάχιστον να ‘‘ξανακερδίσει’’ την εμπιστοσύνη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους του εκλογικού σώματος και ιδίως των ψηφοφόρων που κινούνται από τα αριστερά μέχρι και το κέντρο, θα επιφέρουν ‘‘μαθηματικά’’ μια ‘‘μανιχαϊστικού τύπου κόντρα’’ στο πολιτικό σκηνικό της χώρας που όμως δεν θα ωφελήσει ουσιαστικά τον τόπο, δεν οδηγεί σε πραγματικές λύσεις και δεν προοιωνίζεται την αναγέννηση της χώρας. Μια κόντρα που τον μεν Τσίπρα θα τον ‘‘βοηθήσει’’ στην εμπέδωση του ατομικού του ‘‘rebranding’’ που ήδη επιχειρεί, τον δε Μητσοτάκη θα του παρέξει κάποιες φευγαλέες ψευτο-ελπίδες ‘‘συσπείρωσης’’ της ήδη συνεχώς μειούμενης εκλογικής του βάσης.
Η ανάγκη για αλλαγή, λοιπόν, για μια νέα μεταπολίτευση όχι απλά μόνο ‘‘φωνάζει’’, αλλά ‘‘κραυγάζει’’ βοερά, συμπλέουσα παράλληλα με την ανάγκη να καταστεί η χώρα ξανά διακυβερνήσιμη, μέσα ίσως (και) από κυβερνήσεις συνεργασίας, από ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο, από ευρείες κοινωνικές συναινέσεις, από την ενδυνάμωση των θεσμών και την ισχυροποίηση του γεωπολιτικού της δυναμικού, υπό τον άξονα της επιδίωξης του γνήσιου και αληθούς εθνικού συμφέροντος.
Η ανάγκη για ένα κόμμα εξουσίας, κόμμα εθνικών λύσεων και ανάκτησης της αξιοπιστίας και αξιοπρέπειας της χώρας, κόμμα που έχει το πρόγραμμα και τους ανθρώπους να εφαρμόσει εθνική αναπτυξιακή ατζέντα και δη κόμμα στα δεξιά του φάσματος, όπου υφίστανται και ο χώρος και οι ιστορικές και πολιτικές συνθήκες, είναι εμφανής. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα κόμμα που θα ενώσει τον πατριωτικό χώρο και θα απευθυνθεί σε όλους τους Έλληνες που, ανεξαρτήτως των πολιτικών τους προτιμήσεων, επιθυμούν, προσμένουν και θέλουν να συνεισφέρουν στην πολιτική αλλαγή και στην ‘‘επαναχάραξη’’ της ίδιας της εθνικής πορείας, καθώς ζητούμενο δεν είναι μόνο η ex nunc (εκ νέου) ανάδειξη της ‘‘δεξιάς πλατφόρμας’’ στην εγχώρια πολιτική ‘‘κονίστρα’’.
Και ομιλώ για ένα κόμμα που θα έχει ως επικεφαλής όχι απλά μια πανελληνίως αναγνωρίσιμη προσωπικότητα αλλά έναν αρχηγό με διεθνές κύρος και σοβαρές διασυνδέσεις, με περγαμηνές και υπόβαθρο που να πείθουν ότι είναι ικανός να κυβερνήσει και να φέρει βαθιές τομές, την αλλαγή για την οποία ‘‘διψά’’ ο τόπος, έναν άνθρωπο, εν πάση περιπτώσει, που η προσωπική του ιστορία και το βεληνεκές του δείχνουν και πείθουν ότι έχει στόφα ηγετική.
Εν προκειμένω, ωστόσο, κατά την εκτίμησή μου, αναφορικά με τη ‘‘βιωσιμότητα’’ και ‘‘επιτυχία’’ του νέου πολιτικού φορέα, πρέπει να συντρέξουν σωρευτικά τρεις αναγκαίες και ταυτόχρονα ικανές συνθήκες (προϋποθέσεις): η ουσιαστική και πειστική προβολή της κλασικής θεματικής ατζέντας της Δεξιάς (1η), η εμμένουσα εστίαση στις νέες, σύγχρονες προκλήσεις της εποχής και η αποσαφήνιση πολιτικών θέσεων επ’ αυτών των προκλήσεων (2η) αλλά και η λεγόμενη ‘‘ποιότητα’’ της ‘‘ανθρωπογεωγραφίας’’ του φορέα (3η).
Καταρχάς, ένας νέος φορέας της Δεξιάς, ως ‘‘κόμμα εξουσίας και λύση κυβερνησιμότητας’’, θα εδραιωθεί και θα διαπλατύνει το πολιτικό και εκλογομετρικό του αποτύπωμα αν προγραμματικά επιχειρήσει εξαρχής και καταφέρει, με ρεαλιστικούς όρους, να προωθήσει στο επίπεδο της κοινωνίας, της ιδεολογικής πάλης, της πολιτικής εκφραστικής αλλά και στο επίπεδο της πρακτικότητας των προτάσεων διακυβέρνησης, την παραδοσιακή αξιακή πλατφόρμα της Δεξιάς.
Απαιτούνται απαντήσεις και λύσεις για την παντοειδή αρωγή στην ελληνική οικογένεια, το δημογραφικό, την αναστύλωση του πρωτογενούς τομέα, τη στήριξη της μεσαίας τάξης και της υγιούς επιχειρηματικότητας των πολλών, την αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα με κοινωνιοκεντρικές κρατικές παρεμβάσεις μόνο εκεί που χρειάζεται, την προάσπιση της δημόσιας ασφάλειας, την αναβάθμιση της παιδείας, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη στιβαρή ενίσχυση της Ελλάδας στο γεωπολιτικό πεδίο με προσήλωση και σεβασμό στις ‘‘κόκκινες γραμμές’’ της εξωτερικής μας πολιτικής.
Κατά δεύτερον, απαιτούνται απαντήσεις και λύσεις στις σύγχρονες εξελίξεις στις παγκόσμιες, πανευρωπαϊκές και περιφερειακές πολιτικές τάσεις και στις προκλήσεις που αυτές εμπεριέχουν. Εδώ εντάσσονται ζητήματα όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η ενεργειακή μετάβαση και η αξιοποίηση των εθνικών πόρων, το μεταναστευτικό, η παγκοσμιοποίηση και η εθνική ‘‘ταυτότητα’’ αλλά βεβαίως και η ανα-νοηματοδότηση της αληθινής, συμμετοχικής δημοκρατίας και η επανάκαμψη των θεσμών και του κράτους δικαίου.
Κατά τρίτον δε, απαιτούνται απαντήσεις σχετικά με το σε ποιους ‘‘μπροστάρηδες’’ και γενικά σε ποιους ανθρώπους θα στηριχθεί το νέο εγχείρημα. Δεν είναι ούτε ‘‘κοινοτυπία’’, ούτε και ‘‘ηθικολογία’’ να καταφαθεί το γεγονός ότι ένας νέος φορέας ‘‘οφείλει’’ να πλαισιωθεί από, έστω κατά τεκμήριο, άφθαρτα και άξια στελέχη που έχουν την ικανότητα και τα προσόντα να ‘‘διεισδύσουν’’ στην κοινωνία, να την ‘‘αφουγκραστούν’’ αλλά και να περάσουν σε αυτήν τις ιδέες και τα ‘‘μηνύματα’’ της παραπάνω ‘‘πλατφόρμας’’.
Διότι αν ένα νέο σχήμα γίνει τελικά το ‘‘όχημα’’ που θα ‘‘διασώσει’’ και ‘‘διαιωνίσει’’ τις πολιτικές καριέρες εν ενεργεία βουλευτών της ΝΔ, είναι ‘‘εκ γενετής’’ καταδικασμένο σε αποτυχία. Πώς, άλλωστε, θα πείσει ένα νέο κόμμα ότι είναι ‘‘φορέας αλλαγής’’ όταν θα ‘‘χτίσει’’ το καινούργιο και θα επιχειρήσει την αλλαγή με αυτούς που στηρίζουν συνεχώς, χωρίς επιφυλάξεις και αστερίσκους, και θα στηρίζουν μέχρι τέλους (μέχρι και το τελείωμα της παρούσας κοινοβουλευτικής περιόδου) τον Μητσοτάκη; Πώς θα λέει ότι είναι κάτι ολωσδιόλου ‘‘διαφορετικό’’ από τη ‘‘μητσοτακική’’ ΝΔ, όταν θα ‘‘υποδεχθεί’’ στους ‘‘κόλπους’’ του τους ‘‘φθαρμένους’’ της ΝΔ, που όχι μόνο έχουν ‘‘κουράσει’’ και έχουν απογοητεύσει πολύ κόσμο, όχι μόνο δεν διανοούνται να αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους στον νυν Πρωθυπουργό αλλά δεν τολμούν καν να ‘‘ψελλίσουν ούτε μισή κουβέντα’’ εναντίον του;
Οι περιστάσεις, λοιπόν, και τα δεδομένα της πολιτικής πραγματικότητας στη χώρα αναδεικνύουν τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού φορέα στο χώρο της Δεξιάς, ξεκάθαρα πια, ως ‘‘ιστορική επιταγή’’. Το 2026 έρχεται και μάλλον θα έχουμε ‘‘γεννητούρια’’, όπως όλα δείχνουν. Όμως είναι απολύτως προφανές, από την άλλη πλευρά, ότι για να εδραιωθεί και ‘‘τρανώσει’’ μια τέτοια νέα πρωτοβουλία, ο εκφραστής της και ηγέτης πρέπει να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικός, να σκεφθεί πολλά και να προνοήσει για ακόμη περισσότερα…… Αναμένουμε!
Κατερίνη, 6/12/2025
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science