Στον Όλυμπο για μια φυσιολατρική εμπειρία που άφησε ισχυρό αποτύπωμα στην ταξιδιωτική μνήμη μας.
Ο Όλυμπος, το ψηλότερο όρος, το βουνό των μύθων και των θρύλων, της μοναδικής φυσικής ομορφιάς και της περιπέτειας, εκτός από τις κορυφές του και τη συγκίνηση της κατάκτησής τους, προσφέρει επίσης περιπάτους και πεζοπορικές διαδρομές, ήπιες, ιστορικές, πολιτιστικές και προσιτές σε όλους.
Συναντηθήκαμε με...
τη Βάγια Μπουφέτη στο Λιτόχωρο, στο απίθανο «Ντίσκο Ρωμέικο», το προηγούμενο βράδυ της προγραμματισμένης μας βόλτας στο βουνό. Νέα, όμορφη, διαρκώς χαμογελαστή και με ένα ειλικρινές επικοινωνιακό χάρισμα, η Βάγια, ανάμεσα σε ήχους σύγχρονης μουσικής, σε γεύσεις νόστιμες και το ευχάριστο βουητό από τις παρέες που ήταν μοιρασμένες στο χώρο, μου περιγράφει την ιστορία της. Γεννημένη όχι πολύ μακριά από τη σκιά του Ολύμπου, στην Κατερίνη, έχει μάθει να περπατά και να ανεβαίνει κορυφές από τα οκτώ της χρόνια, αποκτώντας με αυτόν τον τρόπο την αγάπη και την εξοικείωση με το βουνό αλλά και με την ιστορία του τόπου της. Έφυγε στα δεκαοκτώ της για σπουδές σε έναν άλλον πολύ ενδιαφέρον τόπο, τη Λέσβο, για να σπουδάσει στη Μυτιλήνη Πολιτισμική Τεχνολογία & Επικοινωνία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Πριν το, εξ αποστάσεως, μεταπτυχιακό της στον Πολιτισμό και την παραγωγή ταινιών ντοκιμαντέρ, επίσης στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, έκανε εξάμηνη πρακτική στο κανάλι της Βουλής στην Αθήνα όπου δημιουργούσε μικρά ντοκιμαντέρ, όπως, για παράδειγμα, για την κουλτούρα του ούζου στη Λέσβο, νησί το οποίο εν τω μεταξύ είχε γνωρίσει πολύ καλά. Αυτή η ενασχόληση την έβαλε σε δίλημμα να μείνει στην Αθήνα και να συνεχίσει μια καριέρα στην παραγωγή ντοκιμαντέρ, αλλά τελικά, το βουνό είχε πολύ μεγαλύτερη δύναμη στην απόφασή της να επιστρέψει στον τόπο της. Η Βάγια είχε παρατηρήσει ότι υπήρχε ένα κενό στην ανάδειξη και όχι στην κατάχρηση του φυσικού τοπίου και αυτό έγινε το βασικό της κίνητρο, όπως μου είπε.
Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου εν Ολύμπω Παλαιά Μονή- Η σάλα του φαγητού/Photo: Νίκος Κόκκας
Με την Βάγια Μπουφέτη στο μονοπάτι Ε4/Photo: Νίκος Κόκκας
Η φύση στο μονοπάτι/Photo: Νίκος Κόκκας
Αποφασίσαμε να συνεχίσουμε την κουβέντα το επόμενο πρωινό, στον περίπατο που θα κάναμε μαζί, με την ευχή να μην είχε βροχόπτωση παρά μόνο συννεφιά για να βοηθήσει τη διαδρομή μας αλλά και την ανάδειξη των χρωμάτων της φύσης αυτήν την φθινοπωρινή εποχή.
Νωρίς το πρωί της επόμενης, καθώς οδηγούσαμε προς τη θέση Πριόνια, για να παρκάρουμε κοντά στη Παλαιά Μονή του Αγίου Διονυσίου, από όπου θα ξεκινούσαμε μέσα στο μονοπάτι Ε4, η βροχή έπεφτε με μανία, πλένοντας το αυτοκίνητο, κάνοντας τους υαλοκαθαριστήρες να αγκομαχούν. Η διαρκής και απότομη εναλλαγή των καιρικών συνθηκών στους πρόποδες του Ολύμπου, μέσα Οκτωβρίου, μπέρδευε πολλούς πεζοπόρους και περιπατητές, αφού συναντούσαμε αρκετούς στο πλάι του δρόμου, ανέτοιμους για την ξαφνική καταιγίδα, σε μια κατάσταση πρόωρης απελπισίας. Αυτό μου επιβεβαιώνει κάθε φορά το γεγονός όπου, όπως η θάλασσα, έτσι και το βουνό, ζητούν το σεβασμό μας, την ωριμότητα στον τρόπο προσέγγισής τους καθώς και την πολύ καλή και όχι επιπόλαιη προετοιμασία. Για καλή μας τύχη, αμέσως μόλις παρκάραμε το αυτοκίνητο στο ευρύχωρο και εντελώς άδειο πάρκινγκ στην πλάτη της Παλαιάς Μονής, η βροχή έδωσε τη θέση της σε μια μολυβένια, ανάγλυφη συννεφιά, η οποία κράτησε μέσα της τις σταγόνες μέχρι το τέλος της διαδρομής μας, περίπου δύο ώρες αργότερα.
Το σπήλαιο με την πηγή/Photo: Νίκος Κόκκας
Σήμανση στον Ε4/Photo: Νίκος Κόκκας
Photo: Νίκος Κόκκας
Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου εν Ολύμπω Παλαιά Μονή. Επισκέπτες πεζοπόροι/Photo: Νίκος Κόκκας
Η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω είναι η σημαντικότερη Μονή στο νομό Πιερίας. Τα τείχη της, σαν οχυρό, υψώνονται μπροστά μας καθώς στεκόμαστε στον εξωτερικό χώρο και την κοιτούμε μέσα στην ησυχία του βουνού. Είμαστε σε υψόμετρο 900 μέτρων, ανάμεσα σε δύο ρέματα, περίπου 18 χιλιόμετρα από το Λιτόχωρο. Η Παλαιά Μονή ιδρύθηκε τον 16ο αιώνα από τον Άγιο Διονύσιο εν Ολύμπω και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας σημείωσε οικονομική και πνευματική άνθηση. Μετά το 1821 καταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό, πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε. Το 1943 ανατινάχθηκε από το Γερμανικό τακτικό στρατό, τη Βέρμαχτ με αποτέλεσμα να μεταφερθεί στο Μετόχι της, κοντά στο Λιτόχωρο. Ο μισογκρεμισμένος προαύλιος χώρος οδηγεί στην εσωτερική αυλή, όπου φανερώνεται ένα υπέροχα συντηρημένο κτίριο, με γλάστρες με φυτά, ξύλινα βαριά έπιπλα, το εσωτερικό μπαλκόνι που οδηγεί στα κελιά, τον κατανυκτικό ναό, βυθισμένο στο ημίφως, αλλά και την υπέροχη σάλα στην απέναντι πλευρά της λιθόστρωτης αυλής. Κάποιοι περιπατητές, αλλοδαποί κυρίως, με τα μπατόν και τα τεχνικά σακίδια βουνού, έχουν αρχίσει να μοιράζονται την επίσκεψη μαζί μας και, ταυτόχρονα, το θαυμασμό μας. Με τη σκέψη να κάνουμε ακόμη μια στάση στην επιστροφή μας και με το φόβο μιας ξαφνικής βροχής, (η οποία δεν ήρθε τελικά), ξεκινάμε για το μονοπάτι, πρώτα προς το ασκηταριό του Αγίου Διονυσίου, στις όχθες και με τον μόνιμο ήχο της ροής του νερού, του Ενιπέα ποταμού και, κατόπιν, στους καταρράκτες του.
Οι καταρράκτες του Ενιπέα/Photo: Νίκος Κόκκας
Οι καταρράκτες του Ενιπέα/Photo: Νίκος Κόκκας
Στο Ε4/Photo: Νίκος Κόκκας
Καθώς περπατάμε κάτω από την πυκνή σκιά αλλά και τα έντονα χρώματα των αμέτρητων δέντρων και με το νου μας στα πεσμένα, γλιστερά από την υγρασία φύλλα στο έδαφος, η Βάγια μου εξηγεί τη φιλοσοφία του γραφείου που ίδρυσε περίπου πριν από δύο χρόνια, του “Trouvàs walks and activities”. Βασική της σκέψη και επιθυμία είναι να γνωρίσει στους επισκέπτες της περιοχής την αυθεντικότητα και την εντοπιότητα μέσα από οργανωμένους περιπάτους και δραστηριότητες, όπως διαδρομές με αυτοκίνητο 4×4, ποδηλατάδες με ηλεκτρικά ποδήλατα, μαγείρεμα παραδοσιακών συνταγών στην εξοχή, ξεναγήσεις με πιστοποιημένους ξεναγούς σε αρχαιολογικούς χώρους, όπως το Δίον αλλά και ιδιαίτερες προσεγγίσεις, όπως αναφορές στο δωδεκάθεο αλλά και στο παγανιστικό στοιχείο με χρήση ιστορικών καταγραφών. Καθώς γεμίζει το παγούρι της από την πηγή μέσα στη σπηλιά του ασκηταριού του Αγίου Διονυσίου, μου λέει πως, για την επαφή με την εντοπιότητα, για παράδειγμα στα μαγειρέματα, οι πρώτες ύλες είναι αποκλειστικά από την περιοχή, ο μαύρος χοίρος από τη Μονή του Αγίου Διονυσίου και τα διάφορα ζαρζαβατικά από μπαχτσέδες της οικογένειάς της.
Στα «Πριόνια» μετά το τέλος της πεζοπορίας/Photo: Νίκος Κόκκας
Στα «Πριόνια» μετά το τέλος της πεζοπορίας/Photo: Νίκος Κόκκας
Φασολάδα στα «Πριόνια»/Photo: Νίκος Κόκκας
Σε όλη τη διάρκεια του περιπάτου μας μέσα στο μυθικό δάσος, σαν βγαλμένο από περίπατο του Αστερίξ με τον Οβελίξ και τον Ιντεφίξ μέσα στα πυκνά, παρθένα δάση των κόμικ των Γκοσινί και Ουντερζό, συναντήσαμε πολύ λίγους άλλους περιπατητές, σε ένα μονοπάτι τόσο όμορφο, βατό, εκθαμβωτικής φυσικής ομορφιάς, σαν ένα πέρασμα σε άλλη διάσταση. Κάτι που με παραξένεψε. Μια σκέψη η οποία αυτόματα ξεπεράστηκε μπροστά στο θέαμα του καταρράκτη του Ενιπέα. Καμία φωτογραφία δεν είναι ικανή να αποτυπώσει τις διαστάσεις και το βάθος της ομορφιάς της Φύσης σε αυτό το ευλογημένο μέρος του κόσμου.
Η περιήγηση, το μονοπάτι, ο καθαρός αέρας και το περπάτημα, οδηγούν, ως φυσικό επακόλουθο, στην πείνα και, αυτόματα σχεδόν, στα «Πριόνια» για φασολάδα, κρεατόσουπα και ό,τι άλλο ταιριάζει σε μια τέλεια βόλτα στους πρόποδες του Ολύμπου.
