Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019

Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι



Του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, συγγραφέα

Iδρυτικού και ιστορικού στελέχους του ΠΑΚ (Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος) και του ΠΑΣΟΚ, παραιτηθέντος από το ΠΑΣΟΚ το 1977 και καταγγέλλοντας τον Ανδρέα Παπανδρέου ότι πρόδωσε τις αρχές της 3ης του Σεπτέμβρη και γράφοντας στην παραίτησή ότι «από τώρα ξεκινάει ο κατήφορος και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτός ο κατήφορος θα σταματήσει».
Τα...  





πράγματα εξελίχτηκαν έκτοτε έως σήμερα, όπως τα είχα καταγράψει στην ανωτέρω φράση και τα ανέλυσα λεπτομερώς σε βιβλία μου και σε «άπειρα» άρθρα και αναλύσεις μου. Όμως το είδωλο του Ανδρέα Παπανδρέου παραμένει ακόμη άθικτο.1

«Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι απαράδεκτος, είναι επικίνδυνος, είναι ο ολετήρας του έθνους, είναι…είναι…».2

Με αφορμή τον θόρυβο που ξέσπασε με τις δηλώσεις της βουλευτού του Σύριζα κ. Νίνας Κασιμάτη, πρώην στέλεχος του βαθέως ΠΑΣΟΚ, θεωρώ καθήκον μου να αναλύσω μια παρακμιακή πορεία που ακολούθησε ο Ανδρέας Παπανδρέου και η διαχρονική ηγεσία του ΠΑΣΟΚ καθ’ όλην την διάρκεια της μεταπολίτευσης έως σήμερα και μάλλον έπεται και συνέχεια, μιας και όπως φαίνεται, το ΠΑΣΟΚ με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κυβέρνησε και κυβερνά την Ελλάδα, πότε μόνο του πότε σε συνεργασία με την Νέα Δημοκρατία και πότε με τον Σύριζα. Η περίπτωση της κ. Νίνας Κασιμάτη είναι απλώς ένα σύμπτωμα ανάμεσα στα άπειρα που βιώσαμε και βιώνουμε κατά την διάρκεια της μεταπολίτευσης και φυσικά έχουν τις αιτίες τους.

Η κυρία Κασιμάτη, που ανήκε στους επικεφαλείς της νεολαίας του Αγωνιστή, που εξέδιδε το περιοδικό Νέος Αγωνιστής, μια παρέα συντρόφων του ΠΑΣΟΚ, που πρωτοστατούσε στο νεολαιίστικο κίνημα του ΠΑΣΟΚ και στον οποίο τον βασικό πυρήνα, από τον οποίο αποσχίστηκε για να ενταχθεί στον Σύριζα, ήταν ως γνωστό ή άγνωστο ο Αριστομένης Συγγελάκης, ο Βασίλης Ασημακόπουλος και ο Γιάννης Χατζηαντωνίου.

Όλοι αυτοί οι σύντροφοι υποστήριζαν το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ, έτσι όπως αυτοί τον αντιλαμβάνονταν και το εσωτερίκευαν. Τα θέλγητρα της εξουσίας ωστόσο, σε αντίθεση με την «σύντροφό» τους Νίνα Κασιμάτη, δεν τους οδήγησαν να απαρνηθούν τις αρχές τους, παρ’ όλες κάποιες πιθανές αμφιταλαντεύσεις. Όμως δεν παρασύρθηκαν από τα τις σειρήνες της εξουσίας και των ποικίλων προνομίων της. Αυτή είναι η δική μου εκτίμηση, παρ’ όλο που μερικοί αμφισβητούν την εκτίμηση αυτή. Προσωπικά παραμένω σ’ αυτήν καλώς κακώς.

Όμως το πρόβλημα που ανέκυψε με την αχαρακτήριστη συμπεριφορά της κ. Νίνας Κασιμάτη έχει βαθύτερες ρίζες που έχουν να κάνουν με το ήθος και το ύφος που καλλιέργησε κατά την διάρκεια της μεταπολίτευσης ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος εκμαύλησε και εκφύλισε την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας και κυρίως την νεολαία, ώστε η διάδοχος πολιτική και κοινωνική κατάσταση που δημιούργησε να μας οδηγήσει στα σημερινά αδιέξοδα. Όσοι αντιστάθηκαν κατάφεραν με νύχια και με δόντια που λέει και ο λόγος να κρατήσουν την αξιοπρέπειά τους. Και μιλάω φυσικά για τον λεγόμενο «προοδευτικό χώρο», που διατηρεί ακόμη σε πολλούς το φωτοστέφανό του, ενώ πρόκειται για σκέτη απάτη και παραπλάνηση.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στον Σύριζα συρρέει και προσχωρεί ότι πιο ανήθικο, φαύλο, τυχοδιωκτικό και ιδιοτελές ανθρώπινο στοιχείο είχε να επιδείξει το ΠΑΣΟΚ, χωρίς φυσικά να αγνοούμε ότι κι εκείνοι που παρέμειναν στο λεγόμενο ΚΙΝΑΛ είναι άμεμπτοι, αν σκεφτούμε ότι στους κόρφους του παραμένουν και προϊστανται ένας Σημίτης και ένας Γιώργος Παπανδρέου. Όμως τα θεμέλια όλης αυτής της παρακμιακής ηθικής και πνευματικής πορείας τα έβαλε ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου με τον ασύγκριτο αμοραλιστικό, δημαγωγικό λαϊκισμό του. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε την ικανότητα, να διαφθείρει όλόκληρη σχεδόν την ελληνική κοινωνία πρώτον με τον αμοραλισμό του, δεύτερον με το κομματικό κράτος που δημιούργησε, τρίτον με τις πελατειακές σχέσεις με δανεικά που καλλιέργησε και τέταρτον με το παρασιτικό (δηλαδή με δανεικά) παρασιτικό καταναλωτικό μοντέλο που εφάρμοσε, για να αλώσει συνειδήσεις. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που αντιστάθηκαν σ’ αυτόν τον κατήφορο, γιατί το παρασιτικό χρήμα που σκόρπισε στην κοινωνία αλλοτρίωσε και εκφύλισε σχεδόν τους πάντες και τα πάντα. Βασικά το έγκλημά του ήταν βασικά ο αμοραλισμός τον οποίο καλλιέργησε στην ελληνική κοινωνία, που απλώθηκε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, αγρότες, εργάτες, μικροαστούς και μεγαλοαστούς.

Μετά την μεταπολίτευση λοιπόν έγινε μια ριζική τομή, κυρίως μετά την άνοδο στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε την ικανότητα όχι μόνο να απορροφήσει την Ένωση Κέντρου, πράγμα πανεύκολο, αλλά ενσωμάτωσε και την αριστερά και όλην την λεγόμενη προοδευτική παράταξη στο καπιταλιστικό σύστημα και τα θέλγητρά του με μεγάλη ευκολία και μαεστρία. Το παρασιτικό χρήμα αναδείχτηκε πρακτικά η μεγαλύτερη αξία. Η πρώτη και τελευταία φορά αριστερά και γενικά η αριστερά, που απέμεινε στην Ελλάδα, ενσωματώθηκε πλήρως και αμετάκλητα στο καπιταλιστικό σύστημα και μάλιστα στην χειρότερή του μορφή, παρ’ όλο που δεν ήταν αναγκαίο να πάρει αυτήν την μορφή απάλειψης της αδικίας σ’ ένα στρώμα λαού που υφίστατο τα πάνδεινα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου του ΠΑΣΟΚ έκανε μια φαουστική συναλλαγή με την υπαρκτή αριστερά. Αυτή η αριστερά, δογματική, ανανεωτική, εκσυγχρονιστική κ.λπ. πούλησε την ψυχή της στον Μαμωνά, για να απολαύσει τα αγαθά του αστικού καπιταλιστικού συστήματος, τα οποία στερήθηκε πριν, μένοντας στο περιθώριο και υφιστάμενη τις παντός είδους διώξεις του εμφυλιοπολεμικού κράτους. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, γνώριζε πολύ καλά ότι η αριστερά στην Ελλάδα, επειδή ζούσε με στερήσεις στο περιθώριο της κοινωνίας, ήταν ευεπίφορη να ενταχθεί, χωρίς αντιστάσεις, στο παρασιτικό καταναλωτικό μοντέλο που εφάρμοσε, λόγω του πρότερου αποκλεισμού της, για τους γνωστούς λόγους. Το φαινόμενο και τον μηχανισμό ενσωμάτωσης στο καπιταλιστικό σύστημα, που γνώριζε πολύ καλά ο ίδιος, εξηγεί πολύ αποκαλυπτικά ο Ιταλός αριστερός φιλόσοφος Κοστάντσο Πρέβε: «Μακράν από το να είναι ηγεμονεύουσες και πολύ περισσότερο “επαναστατικές”, όπως νόμιζε ο Μαρξ, οι ιστορικά καταπιεζόμενες τάξεις, είναι οι πλέον ευάλωτες να ενσωματωθούν –αποσυντεθούν με αυτόν τον τρόπο, διότι προέρχονται από αιώνες στερήσεων και μαύρης εξαθλίωσης, από ξυλοδαρμούς εκ μέρους των ρουφιάνων των αφεντάδων και βιασμών…».3 Ο τρόπος ήταν πολύ απλός: Η ενσωμάτωση και ο εκμαυλισμός όλης της αριστεράς και όλων των λεγόμενων προοδευτικών δυνάμεων στο καπιταλιστικό σύστημα έγινε με την εφαρμογή του καπιταλιστικού μοντέλου κατανάλωσης με δανεικά. Ο μύθος που συνέδεε την αριστερά με την πρόοδο κατέρρευσε μιας δια παντός στην Ελλάδα. Η πολιτική του Σύριζα και κυρίως η περιφρόνηση της θέλησης του κυρίαρχου λαού ως ετερόκλητο όχλο, η οποία ζητούσε δημοψήφισμα για την προδοτική συμφωνία των Πρεσπών που παραχωρούσε όνομα, εθνότητα και γλώσσα στους Σκοπιανούς και δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την δημιουργία «μακεδονικής» μειονότητας, έβαλε την ταφόπλακα στην προπαγάνδα ότι δήθεν ο Σύριζα ενδιαφέρεται για τον ελληνικό λαό. Η ένταξή του στην πολυπολιτισμική παγκοσμιοποίηση του νεοφιλελευθερισμού της Νέας Τάξης, τον ταύτισε με την πολιτική της Νέας Δημοκρατίας και ακύρωσε οποιοδήποτε υπάρχον ακόμη ηθικό έρεισμα διαφοράς της από τις συντηρητικές δυνάμεις.

Επί ΠΑΣΟΚ, τονίζουμε σε υπερθετικό βαθμό, επεκτάθηκε και επεκράτησε το σύστημα της παρασιτικής (με δανεικά) καταναλωτικής κοινωνίας και των κομματικών πελατειακών σχέσεων σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, αριστερά, κέντρο, δεξιά, ενώ πριν απολάμβανε προνόμια κυρίως η δεξιά, που ήταν στην εξουσία. Το κομματικό πελατειακό κράτος, μαζί με τα κομματικά συνδικάτα, μετέτρεψε τον Έλληνα σε όμηρο της κομματικής εξουσίας. Το κράτος αλώθηκε πλήρως από το κόμμα και εκφυλίστηκε. Από τότε ξεκίνησε ο κατήφορος που βρήκε την τελική του μορφή με τα μνημόνια και την κρίση που βιώνουμε σήμερα, την εποχή των μνημονίων, εκτός βέβαια από την οικονομική και πολιτική ολιγαρχία, που αυξάνει τα προνόμιά της πάνω στην δυστυχία του λαού. Πολύ χαρακτηριστικός είναι ο χαρακτηρισμός που δίνει ο Κράμσι σε πολιτικές οργανώσεις που δεν συνδέουν την πολιτική με την ηθική. Λέει ο Γκράμσι: «Χωρίς τον καθορισμό αρχών, που τείνουν να γίνουν οικουμενικές, μια οργάνωση είναι ένα είδος μαφίας». Γι’ αυτό τονίζεται συνεχώς και στην διαπασών ότι βρισκόμαστε σε μια πρωτοφανή παρακμιακή πορεία σε όλα τα επίπεδα: Ηθικά, πνευματικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και με μια λέξη πολιτισμικά με την έννοια της καταρράκωσης και ακύρωσης όλων των αρχών και αξιών που συνέχουν μια κοινωνία για να υπάρχει και να προκόβει. Και τα θεμέλια αυτής της κακοδαιμονίας τα έβαλε ο Ανδρέας Παπανδρέου, όσο κι αν πολλοί που ευνοήθηκαν ή από άγνοια κ.λπ. δεν θέλουν να το παραδεχτούν. Δυστυχώς το είδολο του Παπανδρέου παραμένει ακόμη και σήμερα στέρεο στην βάση του. Αν αυτό συνεχιστεί τότε αυτή η κοινωνία δεν έχει λύτρωση, γιατί θα παραμένει διαρκώς σε ένα φαύλο κύκλο, από το οποίο δεν υπάρχει διαφυγή. 

Η ολοκλήρωση της παρακμιακής πορείας της Ελλάδας

Έκτοτε, δηλαδή μετά το 1977, βρισκόμαστε ομολογουμένως ή ανομολογήτως στην ανωτέρω περιγραφόμενη πρωτοφανή παρακμιακή πορεία από την μεταπολίτευση και δώθε σε όλα τα επίπεδα, όπως επανειλημμένα τονίσαμε: Ο Έλληνας συνήθισε στα δανεικά και κατανάλωνε περισσότερα απ’ όσα παρήγαγε και τελικά δεν παρήγαγε τίποτε, ζώντας μόνο από τα δανεικά και την παραοικονομία, έως ότου κι αυτή εξαντληθεί, αφού ο τόπος δεν θα παράγει τίποτε. Συνεπώς δεν είναι η οικονομία ή τα μνημόνια η αιτία των δεινών, αλλά το σύνολο των αρνητικών φαινομένων που με μια λέξη ορίζουμε ως πολιτιστική παρακμή, η οποία οδήγησε και στα μνημόνια. Η κρίση δεν ξεκίνησε από το 2010. Για να το κάνουμε τελείως ξεκάθαρο. Και να μας χάριζαν τα δάνεια, πάλι θα περιπίπταμε στα μνημόνια, εφόσον δεν θα είχαν αναιρεθεί τα αίτια. Οι εργάτες και αγρότες ήθελαν να γίνουν μικροαστοί, οι μικροαστοί ήθελαν να γίνουν με τα δανεικά αστοί και οι αστοί μεγαλοαστοί, μέσω της γενικευμένης ασυδοσίας και διαφθοράς, που ευνοούσε τους κάθε μορφής επιτήδειους απατεώνες καιροσκόπους απ’ όλες τις πολιτικές παρατάξεις, μηδέ μιας εξαιρουμένης. Αν ωστόσο και γ’ αυτό το φαινόμενο θέλουμε να αναζητήσουμε την βαθύτερη αιτία, που συμπυκνώνει όλες τις άλλες, τότε την βασική αιτία της όλης παρακμιακής πορείας πρέπει να αναζητήσουμε αναγκαστικά στον καταστροφικό εμφύλιο, που ανέδειξε στην εξουσία την συντηρητική αστική τάξη.4 Με τον ΣΥΡΙΖΑ επεκτάθηκε η λιτότητα, που επιβλήθηκε, μετά την παρασιτική καταναλωτική κραιπάλη και διαφθορά, πριν το 2010, πάλι σε όλα τα λαϊκά στρώματα έως και την μεσαία τάξη, που σε μεγάλο βαθμό εκ των υστέρων προλεταριοποιήθηκε. Στην περίπτωση αυτή δεν έγινε διάκριση σε πολιτικά χρώματα και αποχρώσεις. Από την μια οι έχοντες και κατέχοντες και από την άλλη η πλειοψηφία του ελληνικού λαού με κατακόρυφη αύξηση της ανισότητας στα κοινωνικά αγαθά. Μέσα στα πλαίσια της κρίσης οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.

Τώρα δεν υπήρχε πια ο βασιλιάς, ως τοποτηρητής των παρασιτικών ντόπιων και εξουσιαστικών ξένων συμφερόντων. Αυτόν τον ρόλο τον ανέλαβαν τα κόμματα, που ήταν εξαρτημένα και καθοδηγούμενα από τα συμφέροντα αυτά. Στα πλαίσια του αστικού αντιπροσωπευτικού, δικομματικού, κοινοβουλευτικού συστήματος η εναλλαγή των κομμάτων στην κυβέρνηση δεν ανταποκρινόταν σε ταξική πολιτική αντιπροσώπευση. Το παλιό λενινιστικό σχήμα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού εξασφάλιζε την υπεροχή εκείνων που κατείχαν εξουσία και τα κοινωνικά προνόμια και έδιναν τις εντολές και εκείνους, που ήταν υποχρεωμένοι να τις εκτελούν. Το γνωστό σχήμα: Ηγεσίες και «μάζες», οι οποίες στον χυδαίο τους χαρακτηρισμό αποκαλούνταν «ετερόκλητος όχλος» είχε την πρωτοκαθεδρία του. Οι εντολείς και εντολοδόχοι, οι εξουσιαστές και οι εξουσιαζόμενοι. Εκείνοι που κατείχαν την εξουσία και απολάμβαναν τα προνόμιά της και οι μη έχοντες, οι παρίες ή πληβείοι του συστήματος. Η διάκριση σε αριστερά και δεξιά ουσιαστικά εξαφανίστηκε και παρέμεινε μόνο ως υποκριτικό, παραπλανητικό σύνθημα, για να αποπροσανατολίζει τους αφελείς και επιρρεπείς σε προπαγανδιστικά συνθήματα, για λόγους ιδιοτέλειας . Ασφαλώς δεν εξαφανίστηκαν οι τάξεις, αλλά η εκπροσώπησή τους ταυτίστηκε με την παγκοσμιοποίηση. Η «μπουρζουαζία», δηλαδή η παρασιτική αστική τάξη, δεν είχε κανένα πολιτικό χρώμα. Τα κόμματα και μια μικρή οικονομική και πολιτική ολιγαρχία, έγιναν οι κυρίαρχοι του κράτους, οι πραγματικοί σφετεριστές του. Έτσι δημιουργήθηκε ακάθεκτο το λεγόμενο κομματικό κράτος, πάνω και απέναντι στα φτωχά λαϊκά στρώματα, στους υποτελείς. Αυτή η αλλαγή επήλθε κυρίως μετά την μεταπολίτευση ως κομματικός εκσυγχρονισμός, με την έννοια ότι θα δημιουργούνταν κόμματα αρχών που θα αντικαθιστούσαν το πελατειακό κράτος. Αυτή η αρνητική διαδικασία ξεκίνησε ουσιαστικά με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981 και συνεχίστηκε από τους επιγόνους.

Την αρνητική και καταστροφική εξέλιξη αυτή περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα σε ένα άρθρο του ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς: «Κάθε έκπληξη, και κάθε πια ενδεχόμενο ανανεωτικής ανάσας, πνίγηκε από το καινούργιο, ακαταμάχητο τερατογέννημα που ακολούθησε: σύμπτωμα ή λοιμική ΠΑΣΟΚ. Δεν ήταν κόμμα, ήταν νοο-τροπία, συμπεριφορά, η αποδέσμευση του χυδαίου ατομοκεντρισμού από κάθε χαλινό, ο υλισμός της άγριας ιδιοτέλειας και αρπακτικής μανίας σε δόσεις αλόγιστης αμετρίας. Το πιο συνταραχτικό, είναι η ταχύτητα μετάγγισης – μετάδοσης της μεταλλαγής – ο «ρινοκερισμός» του Ιονέσκο στην πράξη: Η Ν.Δ. εκπασοκίστηκε πρώτη και ραγδαία, το ΚΚΕ και οι αποφύσεις του ολοκληρωτικά, ο συνδικαλισμός, οι βιομήχανοι, τα μαθητούδια, η αυτοδιοίκηση, οι επισκοπικές σύνοδοι, οι «κατά παντός» ασυμβίβαστοι Συριζαίοι, οι πάντες στην Ελλάδα έγιναν ΠΑΣΟΚ. Μονόχνωτος λαϊκισμός, απολυταρχία των εντυπώσεων, αυτονόητη χρηματολαγνεία και εγωκεντρικός τσαμπουκάς.5

Είναι η πρώτη ίσως φορά που μπορούμε με σιγουριά να διαγνώσουμε παρακμή, όχι εφήμερη κρίση. Ο απεκπασοκισμός (ή αποπασοκοποίηση) της ελλαδικής κοινωνίας δεν γίνεται με διαχειριστές της εξουσίας. Θέλει κοινωνικούς μεταρρυθμιστές. Είδος εξαφανισμένο.

Χαρακτηριστική είναι στο πλαίσιο ερμηνείας του αληθινού φαινομένου ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας η δήλωση και δεν είναι η μόνη, που είχε κάνει και ο Ξενοφών Ζολώτας, ένας ανιδιοτελής ευπατρίδης, εξαίρετος οικονομολόγος, αλλά με χαρακτήρα, (όχι όπως κάποιοι άλλοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι), ο οποίος είχε επισημάνει από παλιά: «…δεν υπάρχει πλέον ενιαίο κράτος στην Ελλάδα. Το κράτος είναι σαν αδειανό πουκάμισο για τα μάτια του κόσμου».

Μιλώντας συγκεκριμένα για τα κόμματα του Ανδρέα Παπανδρέου και Μητσοτάκη, δηλαδή για ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία συνεχίζει: «…τα κόμματά τους έχουν γίνει άρπαγες του κράτους, που το λαφυραγωγούν εναλλάξ. Έχουν φτιάξει δύο παράλληλους κομματικούς μηχανισμούς, υποκαθιστώντας το επίσημο κράτος. Συγκρούονται αδυσώπητα αλλά ξέρουν ότι είναι μια ο ένας μια ο άλλος…Να το θυμάσαι αυτό ότι οι δύο σε πέντε, σε δέκα ίσως και λίγο περισσότερα χρόνια, θα χρεοκοπήσουν την Ελλάδα».

Βέβαια μετά το «εναλλάξ» εξέλειπε, μας λέει σε απλά ελληνικά ο Ζολώτας, και η διάκριση ΠΑΣΟΚ –Νέα Δημοκρατία; Απλούστατα τονίζει ότι τα κόμματα και ο κομματικός και συνδικαλιστικός τους στρατός, όλων των πολιτικών παρατάξεων από αριστερά μέχρι δεξιά, επέπεσαν πάνω στο κράτος –φέουδο και το ρήμαξαν κυριολεκτικά και τελικά το χρεοκόπησαν σε όλες του τις εκφάνσεις με πρωταρχικό εργαλείο την διαφθορά. Η κομματική πελατεία από την άλλη δεν καταλαμβάνει μόνο τις κρατικές θέσεις και τους κρατικούς πόρους, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Παναγιώτης Κονδύλης στο έργο του Πλανητική Πολιτική, αλλά ξεπουλά ολόκληρο το έθνος στην διεθνή αγορά, δηλαδή στην εξάρτηση από τον διεθνή δανεισμό. Αυτή η πολιτική των κομμάτων συνέχισε και μετά τους πρωτεργάτες Ανδρέα Παπανδρέου και Μητσοτάκη και συνεχίστηκε με την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και φαίνεται ότι θα έχει συνέχεια. Απλώς ο Ζολώτας δεν μπορούσε να προβλέψει ότι οι παράλληλοι μηχανισμοί των κομμάτων σε μεγάλο βαθμό καταργήθηκαν και γίνηκαν τελικά ένα. Είναι πικρές αλήθειες, αλλά αλήθειες. Εκείνος που έλεγε αλήθειες πολλές φορές, άλλα έκανε τα αντίθετα, απ’ αυτά που έλεγε, ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, γιατί εφάρμοζε αριστερή φρασεολογία με δεξιά πολιτική. Παραδείγματα πολλά, αλλά θα αναφέρω ορισμένες σημαδιακές περιπτώσεις. Έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου σχετικά με τις δημοκρατικές διαδικασίες των κομμάτων: «Είναι αδύνατο να επαγγέλλεσαι δημοκρατία για το έθνος κι εσύ να μην την εφαρμόζεις ο ίδιος μέσα στους κόλπους σου, στους κόλπους του κόμματος ή του κινήματος»6. Αντί αυτού δημιούργησε σε σύντομο χρονικό διάστημα, ήδη από την αρχή της μεταπολίτευσης, ένα προσωποπαγές αρχηγικό κόμμα με όλα τα αρνητικά του αποτελέσματα. Ο τέταρτος πυλώνας της 3ης Σεπτέμβρη, που αφορούσε τις δημοκρατικές διαδικασίες ξεχάστηκε τελείως και δεν γινόταν αναφορά του παρά μόνο προσχηματικά και υποκριτικά. Τα αρνητικά φαινόμενα φυσικά δεν περιορίστηκαν στα θέματα της δημοκρατίας, αλλά επεκτάθηκαν, εκτός των άλλων και στον κρίσιμο τομέα της οικονομίας.

Όταν ο καθηγητής Τζέιμς Πέτρας, συνεργάτης του τα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, που ήθελε να βοηθήσει την «αλλαγή» τον ρώτησε, γιατί δεν εφαρμόζει στην πράξη τις «σοσιαλιστικές» του υποσχέσεις, ο Ανδρέας Παπανδρέου του απάντησε: «Η εργατική τάξη ενδιαφέρεται μόνο για την κατανάλωση και όχι για επενδύσεις στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας». Βλέποντας την ασυνέπεια λόγων και έργων του, την αριστερή φρασεολογία και δεξιά πολιτική του ΠΑΣΟΚ, αποχώρησε μετά από τέσσερα χρόνια απογοητευμένος. Αντί λοιπόν ο Ανδρέας Παπανδρέου να ανακόψει αυτήν την τάση, αντιθέτως την ενίσχυσε. Είχε πει επίσης ότι «Η θα πρέπει να μειώσουμε δραστικά το δημόσιο χρέος ή το δημόσιο χρέος θα αφανίσει την Ελλάδα». Παρ’ όλο που το ήξερε έκανε τα αντίθετα, όπως ομολογεί και ο πρώτος Υπουργός Οικονομικών στην πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1981 Μανόλης Δρεττάκης, ο οποίος παραιτήθηκε αμετάκλητα στις 23.6.82, λόγω της διαφωνίας του με την καταστροφική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου, την οποία εκθέτει λεπτομερώς στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο: Μια διαδρομή με απρόσμενες αλλαγές πορείας, από το οποίο παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, όπου ο Δρεττάκης μιλάει για «έκπτωση αξιών και απαξίωση θεσμών»: «Μετά την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ-ένα κόμμα που υποσχόταν την “Αλλαγή”- θα περίμενε κανείς ότι ο Τόπος να μπει σε μια νέα πορεία, στην οποία θα υπήρχε ο απόλυτος σεβασμός όλων των αξιών και θεσμών και πλήρης λειτουργία της Προεδρεύομενης Πολυκομματικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Δυστυχώς αυτό δεν έγινε»7 και εξηγεί στην συνέχεια και τους λόγους. Αλλά και ο επόμενος υπουργός Οικονομικών Δημήτρης Κουλουριάνος δεν άντεξε την παραλλαγή της αλλαγής και παραιτήθηκε, καταγράφοντας κι αυτός την όλη αντίστροφη πορεία:
«Όταν ήµουν υπουργός Οικονοµικών, είδα ότι το χρέος άρχισε να παίρνει διαστάσεις πολλαπλασιαστικές. Το 1981 το δηµόσιο χρέος έφθανε το 30% του ΑΕΠ – το 1989 ανήλθε σε 72% και σήµερα πλησιάζει το 170%. Το “προπατορικό αµάρτηµα” της υπερχρέωσης συνέβη τη δεκαετία του 1980… Οδήγησε όµως σε νοοτροπίες και πρακτικές που σήµερα θεωρούνται από πολλούς η αρχή των δεινών που υφίσταται τώρα η Ελλάδα».8 Ο Κουλουριάνος τελικά μιλάει για «νοοτροπίες και πρακτικές», που κατέστρεψαν την Ελλάδα και που δεν αφορούσαν στενά τον οικονομικό τομέα. Είναι γεγονότα που δεν μπορεί κανείς να τα αμφισβητήσει όσο κι αν θέλει να ωραιοποιήσει για λόγους κυρίως κομματικού πατριωτισμού.

Μια άλλη μαρτυρία, από τις πολλές για την καταστροφική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου είναι κι αυτή του υπουργού Συντονισμού του ΠΑΣΟΚ Απόστολου Λάζαρη, μέσω του βιβλίου του Ποιος Σοσιαλισμός; Με αφοπλιστική ειλικρίνεια και αυτοκριτική, κατά το κρίσιμο έτος 1989, θίγει σοβαρά προβλήματα δημοκρατίας (άμεσης, έμμεσης, συμμετοχικής, κοινοβουλευτικής) και της διαχείρισης ή απόρριψης του συστήματος κ.λπ. Αποκαλυπτική προδοσία του οράματος την δίκαιης πολιτείας εν μέσω ξέφρενου δανεισμού από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου: Ιδού τι λέγει· «Πώς αποφασίστηκαν… οι εισοδηματικές παροχές; Γιατί δε δόθηκε ἡ μάχη της ανάπτυξης; Πώς μια σοσιαλιστική Κυβέρνηση, πού είχε υποσχεθεί νά είναι Κυβέρνηση όλων τῶν ῾Ελλήνων, ἀνέχτηκε νά ἐφαρμόσει τή γνωστή κομματική φόρμουλα γιά τίς προσλήψεις στό δημόσιο τομέα, κατά τήν κρίσιμη διετία 1982-83;

Πῶς ἐξηγοῦνται οἱ ἀτέλειωτες καντρίλιες τῶν ἀνασχηματισμῶν… πού παρέλυσαν κάθε προσπάθεια γιά μία συνεπῆ καί μακροχρόνια πολιτική; Πῶς ἕνα μεγάλο λαϊκό κίνημα ἔφτασε στό σημεῖο νά πέσει στά χέρια ἀνθρώπων πού ἐκμεταλλεύτηκαν τά κυβερνητικά ἀξιώματα γιά προσωπικό πλουτισμό;

Πῶς μπήκαμε στή δίνη τοῦ πρωτοφανοῦς σκανδάλου Κοσκωτᾶ, πού ξεφτέλισε ἀνθρώπους καί θεσμούς; (῾Η προοδευτική παράταξη) σήμερα… ἀποφεύγει ἀκόμα καί τήν ἁπλῆ ἀναφορά στά ἰδεολογικά της σύμβολα, τήν ἀλλαγή καί τό σοσιαλισμό. Αὐτή, νομίζω, εἶναι μία ἀπ τίς χειρότερες ζημιές πού ἔγιναν σε αὐτόν τόν τόπο.

Μέ τίς ἔντονες συντεχνιακές πιέσεις, ἄνοιξε (τό ΠΑ.ΣΟ.Κ.) τήν πόρτα στό λαϊκισμό καί πρό πάντων στή ραγδαία ἐπέκταση τοῦ προϋπολογισμοῦ καί τοῦ εὐρύτερου δημόσιου τομέα (Σημ. «Χ»· Δ.Ε.Κ.Ο. κ.λπ.). Οἱ «ἱερές ἀγελάδες» τοῦ Κινήματος, δηλαδή ἡ «κοινωνικοποίηση» καί ἡ «αὐτοδιαχείριση» ἄρχισαν νά ξαναμπαίνουν σέ κυκλοφορία…

Οἱ ἰδεολογικές παρωπίδες ἐμπόδιζαν νά φανεῖ καθαρά τό μεγάλο πρόβλημα τῆς χαμηλῆς παραγωγικότητας τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας καί εἰδικότερα τοῦ δημόσιου τομέα… ᾿Ενῶ ἀπορριπτόταν στή θεωρία ὁ κρατισμός, πού θεωροῦνταν ὡς γνώρισμα τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ, ἡ οἰκονομική πρακτική ὁδηγοῦσε, ἀντίθετα, στήν ἐνίσχυσή του.

Σέ ὑπόμνημά μου μέ τίτλο· «῾Ο γιγαντισμός στόν δημόσιο τομέα ἀπειλεῖ τήν Οἰκονομία», πού ἔστειλα στόν πρωθυπουργό τόν ᾿Ιούλιο του 1988, ἀνέφερα πώς οἱ συνολικές δαπάνες τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ ἀπό 30% περίπου τοῦ Α.Ε.Π., πού ἦταν τό 1981, θά ἔφταναν ἤ θά ξεπερνοῦσαν τό 50% τοῦ Α.Ε.Π. γιά τό 1989… καί σέ σχετική ἐπιστολή ὑπογράμμιζα· «Αὐτά δέν εἶναι ἁπλᾶ νούμερα, εἶναι κώδωνας κινδύνου». Στό ὑπόμνημα ἀναφέρονταν πώς οἱ δαπάνες γιά τήν ἐξυπηρέτηση τοῦ δημόσιου χρέους, ἀπό 8% τοῦ συνολικοῦ προϋπολογισμοῦ πού ἦταν τό 1981, ἔφτασαν στό 25%, μέ τόν προϋπολογισμό τοῦ 1989…

῞Οσο γιά τόν δημόσιο τομέα, εὐθύνη γιά τή διόγκωσή του εἶχαν ὅλες οἱ συντηρητικές Κυβερνήσεις, καθώς καί οἱ Συνταγματάρχες. ῞Ομως… κατά τήν ὀκταετία τῆς διακυβέρνησης τοῦ ΠΑ.ΣΟ.Κ. ἡ κατάσταση ὄχι μόνο δέν βελτιώθηκε, ἀλλά ἀντίθετα, χειροτέρεψε ραγδαῖα, μέ ἀποτέλεσμα νά μειωθεῖ καί ἡ μέση παραγωγικότητα τῆς ᾿Εθνικῆς Οἰκονομίας καί νά γίνει ἀκόμα πιό δύσκολο τό ἀναπτυξιακό πρόβλημα».9

Ο ξέφρενος δανεισμός επί ΠΑΣΟΚ και συνεπώς ως συνεπακόλουθο η εφαρμογή ενός παρασιτικού (με δανεικά επαναλαμβάνουμε) καταναλωτικού μοντέλου σε συνδυασμό με την διαπλοκή μέσω των πελατειακών σχέσεων, πολιτική που ακολούθησαν πιστά και οι επίγονοι πρωθυπουργοί κατά το μάλλον ή ήττον, οδήγησαν στην βαθμιαία χρεοκοπία της χώρας. Το έγκλημα δεν ήταν στιγμιαίο αλλά διαρκές, ξεκινώντας από την μεταπολίτευση και κυρίως από την άνοδο στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ. Με μελανά χρώματα και συνοπτικά περιγράφει ο μεγάλος Έλληνας στοχαστής Παναγιώτης Κονδύλης αυτήν την παρακμιακή και καταστροφική πορεία της μεταπολίτευσης, που περιλαμβάνει όλους τους συντελεστές της: «Ο κυριότερος αντίπαλος μιας εθνικής στρατηγικής δεν είναι άλλος από τον παρασιτικό καταναλωτισμό, ο οποίος σε ένα “φθίνον έθνος”, όπως το ελληνικό, οδηγεί αναπόφευκτα στην υπερχρέωση…Η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παράγει η ίδια όσα καταναλώνει {…} παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό…και παρασιτεί προς τα έξω».10

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί παρενθετικά και ο καταστροφικός ρόλος του συνδικαλισμού, που μαζί με τα κόμματα εξουσίας οδήγησαν την Ελλάδα στην κρίση. Έχουμε την τάση να αποδίδουμε όλες τις ευθύνες στο πολιτικό σύστημα της πατρίδας μας, χωρίς όμως να προσδιορίζουμε ποιοι αποτελούν αυτό το πολιτικό σύστημα.

Την κορυφαία θέση φυσικά κατέχουν οι πολιτικοί που ασκούν την εξουσία, καθώς αυτοί διαμορφώνουν το νομοθετικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται οι λοιποί συλλογικοί φορείς. Όμως τεράστια ευθύνη έχουν και αυτοί οι φορείς, από τους οποίους ξεχωρίζουμε ιδιαιτέρως τα συνδικάτα και τους συνδικαλιστές, απ’ όλες ανεξαιρέτως τις πολιτικές παρατάξεις, που μαζί με το κομματικό σύστημα, ως ιμάντες της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής, συνέβαλαν καταλυτικά στην ολοκλήρωση της καταστροφής. Όλοι αυτοί με την εγκληματική δράση τους και τις σκόπιμες παραλήψεις τους συνέβαλαν στην αποβιομηχάνιση της χώρας στην δεκαετία του ’80, όταν και ψηφίσθηκε ο καταστροφικός συνδικαλιστικός νόμος 1264/1982 του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος έδωσε την δυνατότητα στην δράση των συνδικάτων, να αποτελειώσουν την ελληνική βιομηχανία. Με καταλήψεις, αποκλεισμούς εργοστασιακών χώρων, απεργίες σε μεταφορικά μέσα, διορισμός τους στο δημόσιο για αντάλλαγμα και άλλες δραστηριότητες, έδωσαν το τελειωτικό κτύπημα στον ιδιωτικό τομέα. Συγχρόνως, ο συνδικαλιστικός νόμος του ΠΑΣΟΚ έφερε μια τερατογένεση. Το επάγγελμα του συνδικαλιστή. Για την ακαδημαϊκή κοινότητα δεν χρειάζεται να γίνει λόγος. Ήταν βασικά ανύπαρκτη, σε αντίθεση με την ελληνική διανόηση που υπηρέτησε με αντιπαροχή τα λεγόμενα ευρωπαϊκά προγράμματα το σύστημα

Τέλος αξιοσημείωτη είναι και η ετυμηγορία του Γιάννη Μαρίνου: «Δεν είναι δυνατόν να αναφερθώ και πάλι αναλυτικά στο ιστορικό της λανθασμένης οικονομικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ κατά την οκταετία, η οποία κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, ευθύνεται για το σημερινό αδιέξοδο».11

Η κριτική δεν περιορίζεται μόνο στον οικονομικό τομέα, αλλά περιλαμβάνει και την πολιτική της διαφθοράς, της διαπλοκής και της ηθικής κατάπτωσης που διέκρινε την πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου και των διαδόχων του. Πρόκειται για μια πρωτοφανή παρακμή σε όλα τα επίπεδα, που τα θεμέλιά της έβαλαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, παρ’ όλη την υποκριτική υπεράσπιση της πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου, λόγω κυρίως της ταύτισής τους με τα κομματικά συμφέροντα. Τα φαινόμενα αυτά συνέχισαν να λειτουργούν, παρ’ όλη την σημερινή κρίση. Το «λεφτά υπάρχουν», μια άλλη διατύπωση του παρασιτικού καταναλωτισμού και της διαπλοκής, που εφάρμοσε ο Γιώργος Παπανδρέου επί πρωθυπουργίας του, αποτελεί την πολιτική όλων των κομμάτων εξουσίας και την καθ’ αυτό αιτία την κρίσης, που θα συνεχίζεται όσο δεν αλλάζει αυτό το μοντέλο της καταστροφής.

Αλλά και ένας από τα προβεβλημένα στελέχη του ΠΑΣΟΚ ο Παρασκευάς Αυγερινός παραδέχεται, παρ’ όλη την δική του συμμετοχή στα τεκταινόμενα του ΠΑΣΟΚ τα ακόλουθα: «Η πικρή αλήθεια είναι, και πονάω γι’ αυτό, ότι κάποιοι από μας βρόμισαν την πολιτική, το ΠΑΣΟΚ, τον κόσμο του. Σκέφτομαι, αν δεν ήταν αναμενόμενο, αφού μέναμε πολλά χρόνια οι ίδιοι. Τίποτε το επικίνδυνο για την δημοκρατία από το να αφήνουμε τα ίδια πρόσωπα για πολύ καιρό σε θέσεις εξουσίας. Το κόμμα που θα έπρεπε να ελέγχει τις κυβερνητικές ανεπάρκειες και τα φαινόμενα διαφθοράς, το είχαμε ευνουχίσει, δεν του επιτρέπαμε να έχει φωνή, το θέλαμε χειροκροτητή».12Και όμως σ’ αυτό το κόμμα παρέμεινε ως το τέλος, δείχνοντας το μέγεθος της επαίσχυντης υποκρισίας.

«H ιστορία θα καταγράψει τελικά τη ζημιογόνο συμπεριφορά του. Γιατί μετά από τον Ανδρέα, με ιστορικούς υπολογισμούς, έρχεται αυτή εδώ η καταστροφή. Ο Ανδρέας ήταν αυτός που δημιούργησε τη βάση όσων τραβάμε σήμερα».

Αυτά έλεγε ο στενός φίλος, συνεργάτης μια ζωή και κουμπάρος του Ανδρέα Παπανδρέου Αδαμάντιος Πεπελάσης13 Μάλιστα έδωσε και τον πραγματικό χαρακτηρισμό για το ποιος ήταν πραγματικά ο Ανδρέας Παπανδρέου και η πολιτική του. Η άποψη του, λόγω της μακρόχρονης και στενής του σχέσης μαζί του, είναι βαρύνουσα: «Για χρόνια τώρα και όσο ακόμη ζούσε ο Παπανδρέου, διάφοροι παρατρεχάμενοι έπλαθαν διάφορους μύθους, κατάλληλους προς βρώσιν από τους γηγενείς της εγχώριας αγοράς. Ένας τέτοιος, λοιπόν ήταν και για το μαρξιστή οικονομολόγο, το θεωρητικό της σοσιαλιστικής τάξης των πραγμάτων κ.λπ… Ο ακαδημαϊκός Παπανδρέου ήταν ένας φωτισμένος της φιλελεύθερης σκέψης και της φιλελεύθερης πολιτικής, όπως αυτά εννοούντο από την αγγλοσαξωνική και ιδιαίτερα αμερικανική εμπειρία, στα μέσα του 20ου αιώνα. Το βαθύτερο υπόστρωμα αυτής της σκέψης και πολιτικής ήταν η συγκράτηση, η ρύθμιση, ο έλεγχος της μονοπωλιακής απειλής, και τα οικονομικά της ευημερίας…Ο Ανδρέας ήταν κυρίως ένας διακεκριμένος οικονομολόγος του συστήματος, σύγχρονος και πρωτοποριακός».14

Άλλος ένας στενός φίλος και συνεργάτης του από την Ένωση Κέντρου ο Γιάννης Αλευράς είχε πει σε μια αποστροφή του λόγου του προς τον Γιάννη Καψή, υπουργό Εξωτερικών του ΠΑΣΟΚ επί Ανδρέα Παπανδρέου: «Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι απαράδεκτος, είναι επικίνδυνος, είναι ο ολετήρας του έθνους, είναι…είναι…».15

Πολύ σημαντική είναι η άποψη για τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ από τον αγωνιστή εκδότη Β. Παπαζήση. Σε σύσκεψη της Δημοκρατικής Άμυνας στις 5.10.1974 με θέμα τη συνίδρυση του ΠΑΣΟΚ και με τη Δημοκρατική Άμυνα, και την απόφαση της πλειοψηφίας για συνίδρυση, είπε ο Β. Παπαζήσης τα εξής προφητικά: «Φεύγω από τη Δημοκρατική Άμυνα, διότι δεν συμφωνώ με τη συμμετοχή μας στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Χρειάστηκαν τεσσεράμισι χρόνια για να πειστώ ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι επικίνδυνος και αναξιόπιστος και σεις μου δώσατε τα στοιχεία γι’ αυτό. Μου χρειάζεται περισσότερος χρόνος απ’ ό,τι διαθέσαμε σ’ αυτές τις συζητήσεις, και νέα πειστήρια, για να πεισθώ περί του αντιθέτου. Επικαλούμαι τη λογική ενός απλού επιχειρηματία (έστω και ενός μπακάλη), που δε δίνει περισσότερο από μια φορά βερεσέ. Εσείς δίνετε απεριόριστη πίστωση σ’ έναν αποδεδειγμένα αναξιόπιστο πελάτη. Σας εύχομαι καλή τύχη και σας προειδοποιώ ότι σ’ ένα χρόνο περίπου θα σας πετάξει σα στημένη λεμονόκουπα. Όχι πριν, διότι σας έχει ανάγκη για να στήσει την εικόνα του. Όχι μετά, διότι υπάρχει κίνδυνος να εδραιωθείτε».16

Υπάρχουν και άλλες πολλές μαρτυρίες και του ίδιου και άλλων στενών συνεργατών του Ανδρέα Παπανδρέου εκείνη την περίοδο, που δεν επιτρέπει ο χώρος να παραθέσουμε.17

Φυσικά δεν χρειάζεται να αναλύσω την καταστροφική πορεία που ακολούθησαν οι επίγονοι πρωθυπουργοί μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά να μην ξεχνάμε ωστόσο, για όσους θέλουν να διεκδικούν αυτογνωσία (γνώθι σαυτόν) ότι αυτούς τους επιγόνους πρωθυπουργούς όπως τον Κώστα Σημίτη, Γιώργο Παπανδρέου και τις ηγετικές ομάδες του ΠΑΣΟΚ, που συνετέλεσαν τα μέγιστα στην καταστροφή, ανέδειξε ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Αυτούς ήθελε, αυτούς επέλεξε. Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Αυτήν την καταστροφική πορεία ακολούθησε σε υπερθετικό βαθμό η λεγόμενη αριστερά, της οποίας την εθνοαποδομητική καταστρεπτική πολιτική βιώνουμε τόσο επώδυνα σήμερα.

Γενικά η εναλλαγή των κομμάτων εξουσίας στο αστικό αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό σύστημα στην Ελλάδα, αναπαράγει συνεχώς το σύστημα της εσωτερίκευσης της ιμπεριαλιστικής της εξάρτησης, όπως αναλύθηκε διεξοδικά στα προηγούμενα.

Η μόνη περίπτωση διεξόδου από τα αδιέξοδα, τόσο στα εθνικά όσο και τα κοινωνικά, που βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ τους, είναι η ε ν ό τ η τ α του ελληνικού λαού στα πλαίσια μια εθνικής στρατηγικής όπως την εξέφρασε παραστατικά ο Παναγιώτης Κονδύλης, διατυπώνοντας την θέση ότι η εθνική στρατηγική δεν έχει πολιτικό χρώμα, δεν είναι δηλαδή ούτε αριστερή ούτε δεξιά18

Αυτήν την εθνική στρατηγική με την κατάργηση του παρασιτικού καταναλωτικού μοντέλου και της διαπλοκής και όλων των αρνητικών φαινομένων της πατρίδας μας, μπορεί να εφαρμόσει, απέναντι στα διχαστικά και εμφυλιοπολεμικά διλήμματα, ένα δημοκρατικό πατριωτικό κίνημα με σωστή ηγεσία και ένα στιβαρό λαϊκό κίνημα, που θα αλλάξει άρδην την καταστροφική εθνική και κοινωνική πολιτική της Ελλάδας.



1 Όποιος έχει ενδιαφέρον να μάθει την αλήθεια, ας ρίξει μια ματιά στο ιστολόγιο μου: www.damonpontos.gr
2 Βλ. Γιάννης Καψής, Ζεϊμπέκικο και κόκα κόλα, για να ανατείλει ο ήλιος πρέπει να δύσει, με υπότιτλο: Όταν η διαπλοκή έγινε ιδεολογία, εκδ. «Λιβάνης», Αθήνα 2005,σ. 331-332. Στο βιβλίο του αυτό ο Γιάννης Καψής αναφέρει, πιθανόν χωρίς να το συνειδητοποιήσει, μια συνομιλία του με τον Γιάννη Αλευρά, που κατακεραύνωνε τον Ανδρέα Παπανδρέου για την καταστροφική πολιτική του.
3 Βλ. Κοστάντσο Πρέβε, Κριτική Ιστορία του Μαρξισμού, εκδ. «ΚΨΜ», Αθήνα 2010, σ. 196.
4 Το θέμα αυτό το έχω αναλύσει σε άλλα μου άρθρα, ανάμεσα στα οποίο το άρθρο μου με τίτλο: Τα αίτια της κακοδαιμονίας της Ελλάδας. Μπορεί κανείς να το αναζητήσει, όπως και τα άλλα στο ιστολόγιό μου: www.damonpontos.gr
5 Βλ. Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά στην εφημερίδα Καθημερινή στις 27/10/2019
6 Δηλώσεις Ανδρέα Παπανδρέου στην εφημ. «ΤΑ ΝΕΑ», 8.10.74.
7 Βλ. Μανόλης Γ. Δρεττάκης, Μια διαδρομή με απρόσμενες αλλαγές πορείας, Αθήνα 2017, σ. 214.
8 Ο πρώην υπουργός Οικονομικών (1982-83) της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, μιλάει για το «προπατορικό αμάρτημα» της υπερχρέωσης της Ελλάδας, Συνέντευξη στην εφημ. «Το Βήμα», 9 Οκτωβρίου 2013. Άλλοι το δημόσιο χρέος στην αντίστοιχη περίοδο, στην οποία αναφέρεται ο κ. Κουλουριάνος, ανεβάζουν το δημόσιο χρέος στο 90% του ΑΕΠ.
9 Βλ. Απόστολος Λάζαρης, Ποιος Σοσιαλισμός, εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα1989, σ. 263.
10 Βλ. Παναγιώτης Κονδύλης, Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο, εκδ. «Θεμέλιο», Α΄ εκδ. 1992, Β΄ εκδ. 2011, σ. 159.
11 Βλ. Γιάννης Μαρίνος, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ανδρέας Παπανδρέου Χαρίλαος Φλωράκης, εκδ. «Πατάκη», Αθήνα Νοέμβριος 2018, σ. 174.
12 Βλ. Παρασκευάς Αυγερινός, Η πολιτική σε πρώτο πρόσωπο, εκδ. «Εστία, Αθήνα 2013, σ. 166.
13 Αυτή η κριτική – καταπέλτης του Πεπελάση, στενού φίλου του Ανδρέα Παπανδρέου, που έρχεται όψιμα, περιλαμβάνεται σε συνέντευξη ποταμό, που παραχώρησε στο περιοδικό «Μόνο», στις 2 Μαρτίου 2012. Αξίζει να την διαβάσει κανείς ολόκληρη, για να καταλάβει, συμπληρωματικά σε όλα όσα παραθέτω και καταγράφω, άγνωστες ακόμη πτυχές της παρακμιακής πορείας του τόπου μας και των πρωταίτιων αυτής της παρακμής πορείας. Βλ. ιστολόγιό μου: www.damonpontos.gr, στο φάκελο: ΠΑΚ-ΠΑΣΟΚ.
14 Βλ. Αδαμάντιος Πεπελάσης, «Ο ψυχισμός του Ανδρέα Παπανδρέου», συνέντευξη δημοσιευμένη στο βιβλίο, Ο Ανδρέας Παπανδρέου και η εποχή του, ό.π., σ. 74.
15 Βλ. Γιάννης Καψής, Ζεϊμπέκικο και κόκα κόλα, για να ανατείλει ο ήλιος πρέπει να δύσει, με υπότιτλο: Όταν η διαπλοκή έγινε ιδεολογία, εκδ. «Λιβάνης», Αθήνα 2005,σ. 331-332.
16 Βλ, Βασίλης Φίλιας, Τα αξέχαστα και τα λησμονημένα, εκδ. «Παπαζήση», τετάρτη έκδοση, Αθήνα 2000, σ. 336.
17 Στο βιβλίο μου: Οι θεωρητικές βάσεις της Ένωσης Κέντρου, του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η πρακτική τους κατάληξη, καθώς και στο βιβλίο μου: Παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη, Ελληνισμός και σε πολλά άρθρα και αναλύσεις μου περιλαμβάνω και άλλες πολλές παρόμοιες μαρτυρίες για τον Ανδρέα Παπανδρέου από στενούς τους συνεργάτες και φίλους που δεν είναι καθόλου τιμητικές για τον ίδιο.
18 Βλ, Παναγιώτης Κονδύλης, Από τον 20ο αιώνα, , εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 1998, σ. 185.

infognomonpolitics.gr