Σύμφωνα με μια νέα γερμανο-κινεζική επιστημονική μελέτη, 2,6 φορές μεγαλύτερα είναι τα επίπεδα ακτινοβολίας στην επιφάνεια του φεγγαριού σε σχέση με τα αντίστοιχα στο...
Διεθνή Διαστημικό Σταθμό (ΔΣΣ). Γι’ αυτό το λόγο οι μελλοντικοί αστροναύτες στη Σελήνη θα χρειασθούν -λόγω των κινδύνων για την υγεία τους- κατάλληλα μέτρα προφύλαξης.
Η συγκεκριμένη μελέτη είναι η πρώτη που κάνει αυτή τη σύγκριση. Η Αμερικανική Διαστημική Υπηρεσία (NASA), η οποία σχεδιάζει να στείλει στη Σελήνη αστροναύτες ξανά έως το τέλος του 2024 τον πρώτο άνδρα μετά το 1972 και την πρώτη γυναίκα στην ιστορία στο πλαίσιο του νέου προγράμματος «’Αρτεμις», νοιάζεται να τους προστατεύσει από την ακτινοβολία. Αρχικά το πρώτο ζευγάρι Αμερικανών αστροναυτών αναμένεται να μείνει περίπου μια εβδομάδα στο φεγγάρι, υπερδιπλάσιο χρόνο από ό,τι τα πληρώματα των αποστολών «Απόλλων» πριν μισό αιώνα, τα οποία διέθεταν φορητά δοσίμετρα ακτινοβολίας. Αργότερα και εφόσον δημιουργηθεί κάποια βάση στη Σελήνη, οι αποστολές θα διαρκούν ένα έως δύο μήνες. Το επόμενο βήμα για τη NASA θα είναι η αποστολή αστροναυτών στον ‘Αρη μέσα στη δεκαετία του 2030.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Τόμας Μπέργκερ του Γερμανικού Αεροδιαστημικού Κέντρου, οι οποίοι χρησιμοποίησαν το όργανο LND (Lunar Neutron and Dosimetry) που βρίσκεται στο ρομποτικό κινεζικό σκάφος Chang’e-4 (προσεληνώθηκε στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού τον Ιανουάριο του 2019) και έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science Advances», μπόρεσαν για πρώτη φορά να μετρήσουν με ακρίβεια τα επίπεδα ακτινοβολίας στη σεληνιακή επιφάνεια.
Η μέτρηση αποκάλυψε μια μέση δόση ακτινοβολίας της τάξης των 60 μικροσίβερτς την ώρα. Συγκριτικά, οι επιβάτες μιας υπερατλαντικής πτήσης μεταξύ Φρανκφούρτης-Νέας Υόρκης εκτίθενται σε δόσεις πέντε έως δέκα φορές χαμηλότερες, ενώ στη επιφάνεια της Γης η μέση ακτινοβολία είναι περίπου 200 φορές μικρότερη.
«Οι άνθρωποι δεν είμαστε φτιαγμένοι να αντέχουμε τη διαστημική ακτινοβολία. Όμως οι αστροναύτες μπορούν και πρέπει να προστατευθούν όσο είναι δυνατό στη διάρκεια της μακράς παραμονής τους στο φεγγάρι, για παράδειγμα καλύπτοντας τα οικήματα τους με ένα παχύ στρώμα σεληνιακού εδάφους πάχους 50 έως 80 εκατοστών», δήλωσε ο φυσικός δρ Ρόμπερτ Βίμερ-Σβαϊνγκρούμπερ του Πανεπιστημίου του Κιέλου.
Τα επίπεδα ακτινοβολίας αναμένεται να είναι περίπου τα ίδια οπουδήποτε πάνω στη Σελήνη, με εξαίρεση κοντά στα τοιχώματα των βαθιών κρατήρων. «Βασικά, όσο λιγότερο βλέπει κανείς τον ουρανό από το φεγγάρι, τόσο το καλύτερο. Αυτός είναι η πρωταρχική πηγή ακτινοβολίας», ανέφερε ο ίδιος.
Τα επίπεδα ακτινοβολίας που βρήκε η νέα μελέτη, συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό με αυτά που έχουν προκύψει από άνωθεν μετρήσεις αμερικανικού σκάφους, το οποίο βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τη Σελήνη εδώ και χρόνια.
Η διαστημική ακτινοβολία, η οποία αποτελείται από φορτισμένα σωματίδια όπως τα πρωτόνια και οι βαρείς πυρήνες χωρίς ηλεκτρόνια, μπορεί να διαπεράσει το ανθρώπινο δέρμα και να προξενήσει βλάβες στο DNA και καρκίνο. Προέρχεται από δύο βασικές πηγές: τις ισχυρές ηλιακές εκλάμψεις που βομβαρδίζουν περιοδικά τη Σελήνη και τη συνεχή «βροχή» γαλαξιακών κοσμικών ακτίνων από το βαθύ διάστημα.
Σε αντίθεση με τη Γη, η Σελήνη δεν διαθέτει μαγνητικό πεδίο που να προστατεύει από την ηλιακή και κοσμική ακτινοβολία. Επιπλέον, υπάρχει ο κίνδυνος από τις ακτίνες-γάμα που παράγονται από τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στη διαστημική ακτινοβολία και στο σεληνιακό έδαφος.
Η συγκεκριμένη μελέτη είναι η πρώτη που κάνει αυτή τη σύγκριση. Η Αμερικανική Διαστημική Υπηρεσία (NASA), η οποία σχεδιάζει να στείλει στη Σελήνη αστροναύτες ξανά έως το τέλος του 2024 τον πρώτο άνδρα μετά το 1972 και την πρώτη γυναίκα στην ιστορία στο πλαίσιο του νέου προγράμματος «’Αρτεμις», νοιάζεται να τους προστατεύσει από την ακτινοβολία. Αρχικά το πρώτο ζευγάρι Αμερικανών αστροναυτών αναμένεται να μείνει περίπου μια εβδομάδα στο φεγγάρι, υπερδιπλάσιο χρόνο από ό,τι τα πληρώματα των αποστολών «Απόλλων» πριν μισό αιώνα, τα οποία διέθεταν φορητά δοσίμετρα ακτινοβολίας. Αργότερα και εφόσον δημιουργηθεί κάποια βάση στη Σελήνη, οι αποστολές θα διαρκούν ένα έως δύο μήνες. Το επόμενο βήμα για τη NASA θα είναι η αποστολή αστροναυτών στον ‘Αρη μέσα στη δεκαετία του 2030.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Τόμας Μπέργκερ του Γερμανικού Αεροδιαστημικού Κέντρου, οι οποίοι χρησιμοποίησαν το όργανο LND (Lunar Neutron and Dosimetry) που βρίσκεται στο ρομποτικό κινεζικό σκάφος Chang’e-4 (προσεληνώθηκε στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού τον Ιανουάριο του 2019) και έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science Advances», μπόρεσαν για πρώτη φορά να μετρήσουν με ακρίβεια τα επίπεδα ακτινοβολίας στη σεληνιακή επιφάνεια.
Η μέτρηση αποκάλυψε μια μέση δόση ακτινοβολίας της τάξης των 60 μικροσίβερτς την ώρα. Συγκριτικά, οι επιβάτες μιας υπερατλαντικής πτήσης μεταξύ Φρανκφούρτης-Νέας Υόρκης εκτίθενται σε δόσεις πέντε έως δέκα φορές χαμηλότερες, ενώ στη επιφάνεια της Γης η μέση ακτινοβολία είναι περίπου 200 φορές μικρότερη.
«Οι άνθρωποι δεν είμαστε φτιαγμένοι να αντέχουμε τη διαστημική ακτινοβολία. Όμως οι αστροναύτες μπορούν και πρέπει να προστατευθούν όσο είναι δυνατό στη διάρκεια της μακράς παραμονής τους στο φεγγάρι, για παράδειγμα καλύπτοντας τα οικήματα τους με ένα παχύ στρώμα σεληνιακού εδάφους πάχους 50 έως 80 εκατοστών», δήλωσε ο φυσικός δρ Ρόμπερτ Βίμερ-Σβαϊνγκρούμπερ του Πανεπιστημίου του Κιέλου.
Τα επίπεδα ακτινοβολίας αναμένεται να είναι περίπου τα ίδια οπουδήποτε πάνω στη Σελήνη, με εξαίρεση κοντά στα τοιχώματα των βαθιών κρατήρων. «Βασικά, όσο λιγότερο βλέπει κανείς τον ουρανό από το φεγγάρι, τόσο το καλύτερο. Αυτός είναι η πρωταρχική πηγή ακτινοβολίας», ανέφερε ο ίδιος.
Τα επίπεδα ακτινοβολίας που βρήκε η νέα μελέτη, συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό με αυτά που έχουν προκύψει από άνωθεν μετρήσεις αμερικανικού σκάφους, το οποίο βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τη Σελήνη εδώ και χρόνια.
Η διαστημική ακτινοβολία, η οποία αποτελείται από φορτισμένα σωματίδια όπως τα πρωτόνια και οι βαρείς πυρήνες χωρίς ηλεκτρόνια, μπορεί να διαπεράσει το ανθρώπινο δέρμα και να προξενήσει βλάβες στο DNA και καρκίνο. Προέρχεται από δύο βασικές πηγές: τις ισχυρές ηλιακές εκλάμψεις που βομβαρδίζουν περιοδικά τη Σελήνη και τη συνεχή «βροχή» γαλαξιακών κοσμικών ακτίνων από το βαθύ διάστημα.
Σε αντίθεση με τη Γη, η Σελήνη δεν διαθέτει μαγνητικό πεδίο που να προστατεύει από την ηλιακή και κοσμική ακτινοβολία. Επιπλέον, υπάρχει ο κίνδυνος από τις ακτίνες-γάμα που παράγονται από τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στη διαστημική ακτινοβολία και στο σεληνιακό έδαφος.