Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023

15 Ιανουαρίου 1949: Ο Εθνικός Στρατός ανακαταλαμβάνει τη Νάουσα που είχαν καταλάβει και λεηλατήσει για 48 ώρες οι σλαβοκίνητοι συμμορίτες του ΔΣΕ


Η πρώτη μάχη του 1949 (11 με 15 Ιανουαρίου) θα δινόταν στη Νάουσα. Ήταν δε η επίθεση αυτή το επιστέγασμα μιας επιθετικής δραστηριότητας...  

 
της Χ Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού, που ξεκινώντας από το Βίτσι, πραγματοποίησε μια σειρά επιθέσεων: στις 22 Δεκεμβρίου 1948 στην Έδεσσα και τη Νάουσα, στις 28-29 και στις 30-31 Δεκεμβρίου στην Αρδέα. Παρά τις αποτυχημένες αυτές προσπάθειες, η επιθετική διάθεση του ΔΣΕ δεν κάμφθηκε – αντιθέτως οδήγησε στον Εθνικό Στρατό σε μια υποτίμηση των δυνατοτήτων του αντιπάλου, οι οποίες φάνηκαν με τη νέα επίθεση κατά της Νάουσας.

Η δύναμη της Χ Μεραρχίας του ΔΣΕ ήταν περίπου 2.500 μαχητές, χωρισμένοι σε τρεις ταξιαρχίες, την 14η, την 108η και τη 18η που είχε αποσπαστεί από την ΧΙ Μεραρχία συν τις τοπικές μικροομάδες των περιοχών των επιχειρήσεων. Το σύνολο της δύναμης αυτής χρησιμοποιήθηκε στην επίθεση. Είχε δε στη διάθεσή της ένα ορειβατικό πυροβόλο, 4 αντιαρματικά όπλα, 14 ομαδικούς όλμους και άλλα τόσα πολυβόλα, χειροβομβίδες, νάρκες και τον ατομικό οπλισμό κάθε μαχητή με περιορισμένα πυρομαχικά. Κατά τη διάρκεια δε της μάχης, ο ΔΣΕ απέσπασε από τον αντίπαλό του και χρησιμοποίησε ένα τανκς, 2 κάρριερς και ένα ολμοβόλο με 250 βλήματα.

Από την άλλη, την υπεράσπιση της πόλης είχε αναλάβει η 33η ταξιαρχία της ΧΙ Μεραρχίας. Η άμυνα βασιζόταν στην οχύρωση των δύο υψωμάτων της πόλης, του Αγίου Θεολόγου και του Προφήτη Ηλία αλλά και στο εσωτερικό της πόλης, στο εργοστάσιο υφαντουργίας του Λαναρά, του υδραγωγείου, του νοσοκομείου και άλλων επίκαιρων σημείων. Η δύναμη των υπερασπιστών, μαζί με τη Χωροφυλακή, την Εθνοφυλακή και άλλες μικρότερες μονάδες ανερχόταν στα χίλια άτομα, εκτός από την ένοπλη δύναμη των ΜΑΥ. Μπορούσε δε η δύναμη αυτή να ενισχυθεί από ένα πυκνό δίκτυο μονάδων της ευρύτερης περιοχής και τις εφεδρείες του Γ΄ Σώματος Στρατού στη Θεσσαλονίκη.

Οι δυνάμεις του ΔΣΕ ξεκινώντας από το χιονισμένο Καϊμακτσαλάν, πραγματοποίησαν μια παραπλανητική επίθεση κατά των δυνάμεων που υπερασπίζονταν την Έδεσσα και πέρασαν στο Βέρμιο. Την επόμενη μέρα, 10 Ιανουαρίου 1949, ενώ τοπικές ομάδες του ΔΣΕ έκαναν και πάλι αντιπερισπασμό στην Έδεσσα, ο κύριος όγκος των επιτιθέμενων ξεκουραζόταν για την επίθεση που θα πραγματοποιούνταν την επομένη.

Η επίθεση ξεκίνησε το βράδυ της 11ης Ιανουαρίου στα οχυρά σημεία του Θεολόγου και του Προφήτη Ηλία. Στο πρώτο σημείο, ο αιφνιδιασμός πέτυχε και τα τμήματα εφόδου του ΔΣΕ εισχώρησαν γρήγορα στην πόλη ανατρέποντας την αμυντική διάταξη. Μέχρι το μεσημέρι της επόμενης μέρας, οι αμυνόμενοι είχαν αποκλειστεί στο κτίριο της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής και στο στρατηγείο της 33ης Ταξιαρχίας. Κατά τη διάρκεια μάλιστα της μάχης αυτής, έπεσαν στα χέρια των επιτιθέμενων τεθωρακισμένα, τα οποία, σε μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του πολέμου, κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν εναντίον των αντιπάλων τους. Στις 12 Ιανουαρίου άρχισαν να φτάνουν και οι κυβερνητικές ενισχύσεις χωρίς όμως αρχικά να καταφέρουν να εισχωρήσουν στην πόλη – αντιθέτως ο ΔΣΕ κατάφερε να τις καθηλώσει με διάφορους τρόπους, ναρκοθετήσεις δρόμων, ενέδρες κ.λπ.

Η επιτυχία του ΔΣΕ δημιούργησε μεγάλη εντύπωση και αποτυπώθηκε στις εφημερίδες της εποχής όπως στο δημοσίευμα της Ελευθερίας στις 13 Ιανουαρίου: "Σφοδραί μάχαι διεξάγονται εις την Νάουσσαν. Τρεις συμμοριακαί ταξιαρχίαι υπό τον Γούσιαν εισήλθον από προχθές εις την πόλιν - Νέα μεγάλη συμμοριακή επίθεσις εναντίον αστικού κέντρου της Βορείου Ελλάδος εξεδηλώθη προχθές την νύχτα. Την φοράν αυτήν στόχος των συμμοριτών υπήρξεν η πόλις της Ναούσης εναντίον της οποίας επετέθη ισχυρόν συμμοριακόν συγκρότημα υπό την ηγεσίαν του συναρχηγού του Μάρκου συμμορίτου Γούσια, δυνάμεως τριών ταξιαρχιών υποστηριζόμενον από αφθονίαν βαρέων όλμων και πυροβολικού".

Μετά την επιτυχή επίθεση, οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού βρέθηκαν μπροστά στο γνωστό πρόβλημα, διαχείρισης της νίκης τους και βέλτιστης εκμετάλλευσης των πόρων που έπεσαν στα χέρια τους. Αυτοσχέδια οι μαχητές του ΔΣΕ ανεφοδιάστηκαν με καινούργια ρούχα, άρβυλα και ατομικό εξοπλισμό. Επίσης με αυτοσχεδιασμό μεταφέρθηκαν όσο το δυνατόν περισσότερα εφόδια ενώ τα βαρύτερα όπλα, πυροβόλα και πολυβόλα, καταστράφηκαν. Μεγάλες δυσκολίες παρουσίασε και η στρατολόγηση νέων μαχητών αφού ακόμα και οι συμπαθούντες δεν έδειχναν πλέον διάθεση να στρατευτούν και τελικά επιστρατεύτηκαν 500-600 νέοι και νέες δια της βίας...

Η απαγκίστρωση από την πόλη αποφασίστηκε τελικά και υλοποιήθηκε στις 14 Ιανουαρίου καθώς οι δυνάμεις του ΔΣΕ κινδύνευαν να εγκλωβιστούν από μονάδες του Εθνικού Στρατού που επιχειρούσαν να κλείσουν τις διαβάσεις προς το Βίτσι. Την επόμενη μέρα, ο Εθνικός Στρατός μπήκε στην πόλη και οι εικόνες καταστροφής από τη μάχη έγιναν αντικείμενο της κυβερνητικής προπαγάνδας.

Στην Αθήνα η εφημερίδα Ελευθερία έγραφε με μεγάλους τίτλους «Πόλις της Ναούσης δεν υπάρχει πλέον» και το Εμπρός "Η Νάουσα κατακείται εις ερείπια. Η πόλις εις την διάθεσιν των συμμοριτών".