Τη θέση της για τις νέες αστυνομικές ταυτότητες δημοσιοποίησε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, υπογραμμίζοντας σε ανακοίνωσή της...
ότι η κρίση για τη νομιμότητα της αστυνομικής ταυτότητας ανήκει στη δικαιοδοσία της δικαστικής εξουσίας της χώρας, που ήδη αποφάνθηκε, και αφορά ένα διοικητικής φύσεως ζήτημα των σχέσεων κράτους και πολίτη. Στην ίδια ανακοίνωση επισημαίνεται, πάντως, ότι «το θέμα μελετάται σε όλες τις προεκτάσεις του και θα παραπεμφθεί σε μελλοντική έκτακτη σύγκληση της Ιεραρχίας». Η ΔΙΣ επαναλαμβάνει την παραίνεση προς όλους «να έχουν εμπιστοσύνη στις Εκκλησία και τους υπεύθυνους Ποιμένες Της, οι οποίοι γρηγορούν για όλα τα ζητήματα που αφορούν στη ζωή των πιστών».
Στον απόηχο των κινητοποιήσεων και των διαδικτυακών καλεσμάτων άρνησης στις νέες ταυτότητες, στις οποίες συχνά εμφανίζονται να «πρωταγωνιστούν» δηλώσεις ιερωμένων ή μοναχών, η ΔΙΣ υπογραμμίζει ότι «όσες απόψεις ή επιφυλάξεις αναπαράγονται από παραθρησκευτικές αντιλήψεις γύρω από τις αστυνομικές ταυτότητες των πολιτών δεν είναι αμιγώς ορθόδοξης προέλευσης», καθώς και ότι «δεν είναι θεολογικώς ισχυρές οι θεωρίες ότι προσβάλλεται το δόγμα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού από τη μορφή και το περιεχόμενο της νέας αστυνομικής ταυτότητας». Επισημαίνει, μάλιστα, ότι «παραθρησκευτική αφετηρία έχει η χρήση φράσεων περί «ηλεκτρονικού φακελώματος» που επιβάλλει η «Νέα Τάξη Πραγμάτων» και η «παγκοσμιοποίηση», καθώς δεν στοχεύει στην προστασία των ατομικών ελευθεριών των πολιτών, αλλά υπονοεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, οι υπηρεσίες της και η εκάστοτε εκλεγμένη Κυβέρνηση είναι «όργανα του Αντιχρίστου».
Κάνοντας αναδρομή στο θέμα, η ΔΙΣ παραπέμπει στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο, όπως αναφέρει, το 2019 έκρινε τη νομιμότητα της υπουργικής απόφασης του 2018 για τη νέα αστυνομική ταυτότητα και «αφ’ ενός απέρριψε τις νομικές διαφωνίες σχετικά με την προστασία της προσωπικότητας, της θρησκευτικής συνειδήσεως και των προσωπικών δεδομένων του πολίτη, αφ’ ετέρου ακύρωσε μερικώς την Υπουργική Απόφαση του 2018 ως προς μία διάταξή της, που προέβλεπε άμεση χρήση της ταυτότητας από τους πολίτες ως κάρτας υπηρεσιών ψηφιακής διακυβερνήσεως, καθώς αυτή η λειτουργία της δεν προβλεπόταν νομοθετικώς. Έκτοτε η Πολιτεία συμμορφώθηκε και εξέδωσε δύο διορθωτικές Υπουργικές Αποφάσεις (2019, 2023)».
Στον απόηχο των κινητοποιήσεων και των διαδικτυακών καλεσμάτων άρνησης στις νέες ταυτότητες, στις οποίες συχνά εμφανίζονται να «πρωταγωνιστούν» δηλώσεις ιερωμένων ή μοναχών, η ΔΙΣ υπογραμμίζει ότι «όσες απόψεις ή επιφυλάξεις αναπαράγονται από παραθρησκευτικές αντιλήψεις γύρω από τις αστυνομικές ταυτότητες των πολιτών δεν είναι αμιγώς ορθόδοξης προέλευσης», καθώς και ότι «δεν είναι θεολογικώς ισχυρές οι θεωρίες ότι προσβάλλεται το δόγμα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού από τη μορφή και το περιεχόμενο της νέας αστυνομικής ταυτότητας». Επισημαίνει, μάλιστα, ότι «παραθρησκευτική αφετηρία έχει η χρήση φράσεων περί «ηλεκτρονικού φακελώματος» που επιβάλλει η «Νέα Τάξη Πραγμάτων» και η «παγκοσμιοποίηση», καθώς δεν στοχεύει στην προστασία των ατομικών ελευθεριών των πολιτών, αλλά υπονοεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, οι υπηρεσίες της και η εκάστοτε εκλεγμένη Κυβέρνηση είναι «όργανα του Αντιχρίστου».
Κάνοντας αναδρομή στο θέμα, η ΔΙΣ παραπέμπει στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο, όπως αναφέρει, το 2019 έκρινε τη νομιμότητα της υπουργικής απόφασης του 2018 για τη νέα αστυνομική ταυτότητα και «αφ’ ενός απέρριψε τις νομικές διαφωνίες σχετικά με την προστασία της προσωπικότητας, της θρησκευτικής συνειδήσεως και των προσωπικών δεδομένων του πολίτη, αφ’ ετέρου ακύρωσε μερικώς την Υπουργική Απόφαση του 2018 ως προς μία διάταξή της, που προέβλεπε άμεση χρήση της ταυτότητας από τους πολίτες ως κάρτας υπηρεσιών ψηφιακής διακυβερνήσεως, καθώς αυτή η λειτουργία της δεν προβλεπόταν νομοθετικώς. Έκτοτε η Πολιτεία συμμορφώθηκε και εξέδωσε δύο διορθωτικές Υπουργικές Αποφάσεις (2019, 2023)».