Στην παλαιά Λεπτοκαρυά, κάθε χρόνο στις 14 Νοεμβρίου (ημέρα που άρχιζε η Σαρακοστή, δηλ. σαράντα ημέρες πριν τα Χριστούγεννα), άρχιζαν και τα “σαραντάημερα”. Έτσι, για να μην μπορούν να μπαίνουν μέσα στα σπίτια, τα “σαραντάμερα” (δηλ. οι καλικάντζαροι), μόλις έπεφτε το σκοτάδι, όλες οι νοικοκυρές θυμιάτιζαν το σπίτι τους. Σε...
ένα φτυαράκι βάζανε λίγα κάρβουνα αναμμένα και λίγο θυμίαμα και με αυτό θυμιάτιζαν όλα τα δωμάτια του σπιτιού. Αργότερα το φτυαράκι με τα κάρβουνα το βάζανε μπροστά στην εξώπορτα, έτσι ώστε όποιος έρχονταν στο σπίτι, να περνά πάνω από αυτά. Μ’ αυτόν τον τρόπο πίστευαν πως έδιωχναν τα “σαραντάμερα”.
Οι καλικάντζαροι ήταν συνήθως μικρόσωμοι, άσχημοι, αδύνατοι, με αχτένιστα μαλλιά και κόκκινα μάτια, με πόδια τράγου και ουρά, όπου ζουν όλο το χρόνο κάτω από τη γη και προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που τη κρατάει. Κι ενώ είναι σχεδόν έτοιμοι να το κόψουν, βγαίνουν στην επιφάνεια της γης, κοντά στο τέλος της εργασίας τους, (από το φόβο μήπως τελικά η ετοιμόρροπη γη, πέσει και τους πλακώσει) την πρώτη μέρα του Σαραντάμερου (14 Νοεμβρίου) με σκοπό να πειράξουν τους ανθρώπους. Να τους κολάσουν.
Γυρνούν μόνο τις νύχτες. Μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους και παίρνουν ό,τι θέλουν. Όμως όταν άκουγαν το πρώτο λάλημα του πετεινού, ειδοποιούσαν ο ένας τον άλλο «πρώτος λάλησε» ύστερα «δεύτερος λάλησε», ενώ με το τρίτο λάλημα όλοι μαζί επέστρεφαν στα έγκατα της γης, στον Άδη. Οι καλικάτζαροι έφευγαν από τη γη, όταν αγιάζονταν τα νερά, την ημέρα των Θεοφανείων. Όταν όμως επιστρέφουν στα έγκατα της γης, βρίσκουν το δέντρο ακέραιο και ξαναρχίζουν το πριόνισμα.
Κάθε προπαραμονή Χριστουγέννων σφάζανε τα γουρούνια. Η κάθε οικογένεια φρόντιζε ώστε να έχει ένα γουρούνι για τις γιορτές.
Γουρνοχαρές
Άρχιζε λοιπόν η προετοιμασία και η προσμονή για όλους τους Λεπτοκαρίτες (ειδικά για τα μικρά παιδιά) ώστε να φθάσουν εκείνες οι άγιες ημέρες, για να σφάξουνε το γουρούνι τους. Σε μερικά νοικοκυριά, οι νοικοκυρές έπρεπε να βρουν γανωματή, για να γανώσουν τα οικιακά σκεύη που ήταν αναγκαία για τηχοιροσφαγή. Εκείνα τα χρόνια στην παλαιά Λεπτοκαρυά δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Επίσης δεν υπήρχαν κουζίνες με τα στοιχειώδη, γι’ αυτό (οι νοικοκυρές) έπρεπε το νερό να το κουβαλήσουν από τις κοινοτικές κρήνες, σε μικρά βαρέλια, καθώς και να φέρουν αρκετά ξύλα για το άναμμα της φωτιάς, για να ζεστάνουν το νερό στο καζάνι.
Οι Λεπτοκαρίτες, με μπροστάρη το νοικοκύρη και τους γείτονες να βοηθάνε, ακόνιζαν τα μαχαίρια και τους μπαλτάδες, ενώ οι γυναίκες ετοίμαζαν τις τάβλες, τα ταψιά και τα καζάνια. Ο νοικοκύρης έμπαινε μέσα στο στάβλο και με ένα σχοινί, τραβούσε το γουρούνι έξω, για να το σφάξουν. Το διαπεραστικό ουρλιαχτό του γουρουνιού, τρυπούσε τα αυτιά των μικρών παιδιών, έτσι που δεν ξέρανε αν θα έπρεπε σαν παιδιά να χαίρονται (γιατί θα έμπαινε κρέας στο σπίτι τους) ή θα έπρεπε να κλαίνε αφού είχανε δεθεί μαζί του. Αυτό το βλέπανε οι γεροντότεροι στα μάτια των μικρών παιδιών και θέλοντας να απαλύνουν τη στενοχώρια τους, τα έβαζαν εκείνες τις ώρες να τους βοηθάμε με μικροδουλειές, όπως κουβάλημα νερού, στα μαχαίρια και τα ταψιά απονέμοντας πολλά εύσημα και πολλά μπράβο.
Μετά το σφάξιμο και πριν το γδάρσιμο του γουρουνιού, έπρεπε πρώτα να τοθυμιατίσουν. Πάνω από το σφαγμένο γουρούνι, περνούσαν τα κάρβουνα με θυμίαμα, τα οποία και τα άφηναν για αρκετή ώρα, δίπλα στον σφαγμένο λαιμό του γουρουνιού. Το σφαγμένο γουρούνι το κρεμούσαν στο τσιγκέλι, ή σε κανένα χοντρό κλαδί δένδρου, βάζοντας συνήθως ένα λεμόνι σφηνωμένο στο στόμα του. Μόλις έκοβαν το γουρνοκέφαλο, άρχιζαν το γδάρσιμο πάνω στο τσιγκέλι, ξεκινώντας πρώτα από την περιοχή της κοιλιάς. Από το σφαγμένο γουρούνι δεν πήγαινε τίποτα χαμένο.
Ξεκινώντας από το τομάρι του γουρουνιού, το χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν τα περίφημα γουρνοτσάρουχα. Αναφερόμαστε σε μια εποχή που οι άνθρωποι δεν είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν παπούτσια, γιατί ήταν ακριβά και δυσεύρετα στα χωριά. Από την περιοχή της κοιλιάς του γουρουνιού αφαιρούσαν τα έντερα και τα εντόσθια, από τα οποία και θα παρασκεύαζαν κυρίως τα λουκάνικα.
Την ουροδόχο κύστη (τη φούσκα) του γουρουνιού τη φούσκωναν, τη στέγνωναν και την έδιναν στα μικρά παιδιά για να παίξουν μπάλα, σε μια εποχή που η μπάλα ή το μπαλόνι ήταν δυσεύρετα είδη. Το γδαρμένο ζώο έμενε κρεμασμένο για να παγώσει και αργότερα γινόταν το τεμάχισμα, λιάνισμα σε κομμάτια ανάλογα με τη χρήση του.
Από το σφαγμένο γουρούνι, οι Λεπτοκαρίτες έκαναν και τις τσιγαρίδες (ο παραδοσιακός χριστουγεννιάτικος μεζές των χωριών του Ολύμπου). Οι τσιγαρίδες, ήταν ο απόλυτος χειμωνιάτικος μεζές της ορεινής Πιερίας. Η προετοιμασία τους άλλοτε, ήταν σαν ένα μικρό πανηγύρι. Γίνονταν από το λίπος του χοιρινού, δηλαδή από το ξίγκι που συνήθως άφηναν λίγο κρεατάκι στην άκρη του λίπους και που αυτό του έδινε μια υπέροχη γεύση.
Για να κάνουνε τις τσιγαρίδες καθαρίζανε πρώτα το λίπος να μην έχει βρωμιές ή αίματα (να είναι άσπρο) και μετά το βάζανε σε μεγάλη κατσαρόλα (καζάνι) σε χαμηλή φωτιά. Σκεπάζανε την κατσαρόλα με το καπάκι και το άφηναν στη φωτιά. Κάπου κάπου ανοίγανε να το ανακατέψουνε και να στραγγίσουνε το λίπος για να μη βράσει. Ήταν έτοιμο όταν έλιωνε όλο το λίπος και άρχιζε να τσιγαρίζετε και να στεγνώνει (σαν μπέικον). Εκτός από μεζεδάκι, οι τσιγαρίδες συνόδευαν και άλλα φαγητά, όπως τις διάφορες πίτες με τσιγαρίδες.
Tην παραμονή των Χριστουγέννων, στην παλαιά Λεπτοκαρυά, οι Λεπτοκαρίτες κάθε πρωί “έβγαζαν τα πλιά”. Η κάθε νοικοκυρά, έπαιρνε στο σπίτι της λίγο σιτάρι και ένα κλαδί κέδρου. Αργότερα πήγαινε κοντά στο τζάκι, όπου και έριχνε ένα - ένα το σπυρί με σιτάρι και το ονομάτιζε. Έλεγε δηλαδή για κάθε σπυρί που έριχνε, αυτό είναι για τον μπαμπά, αυτό για τη μαμά, αυτό για τον γιο, κλπ.
Έτσι, ανάλογα με τον θόρυβο που έκανε το κάθε σπυρί σιταριού όταν έσκαγε, έλεγαν, ότι “αυτός είναι γερός”, ή “αυτός είναι τζούφιος”, (δηλ. είναι αδύναμος). Όταν το σπυρί με σιτάρι που έριχνε (ο νοικοκύρης) στη φωτιά, το ονομάτιζε για το σπιτικό και εάν αυτό αναπηδούσε, αυτό θα σήμαινε ότι το σπίτι τους, θα είχε καλή τύχη για τα Χριστούγεννα και για τη νέα χρονιά.
Επίσης, οι νοικοκυρές στην παλαιά Λεπτοκαρυά, ήδη από την παραμονή των Χριστουγέννων, ετοίμαζαν τη σούπα (συνήθως ήταν κοτόσουπα που συνοδεύονταν με γεμιστή κότα), έτσι ώστε το πρωί των Χριστουγέννων, μετά την εκκλησία, να είναι όλα έτοιμα και να καθίσει όλη η οικογένεια στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Ανήμερα των Χριστουγέννων, οι Λεπτοκαρίτισσες θα φρόντιζαν να ψήσουν για την οικογένεια τους, κομμάτια από κρέας. Κι επειδή η αλληλεγγύη περίσσευε στην παλαιά Λεπτοκαρυά, όλοι οι νοικοκυραίοι φρόντιζαν να δώσουν ένα κομμάτι κρέας (από το γουρούνι) στο γείτονα τους, αλλά και σε κάποιους ανήμπορους ανθρώπους, ακόμη και σε όσους δεν έσφαζαν (εκείνες τις ημέρες) λόγω πένθους.
Τα Χριστούγεννα, οι κάτοικοι της παλαιάς Λεπτοκαρυάς, κάθε πρωί μόλις άναβαν το τζάκι, ο σπιτονοικοκύρης του κάθε σπιτιού έβαζε στη φωτιά “ένα χοντρό ξύλο κέδρου”. Το άφηνε να καεί για λίγο, ενώ αργότερα το έβγαζε και το έσβηνε με νερό. Το ίδιο ξύλο το ξανάβαζε πάλι την ημέρα της Πρωτοχρονιάς στο τζάκι και το άφηνε να καεί πάλι για λίγο και μετά το ξανάσβηνε πάλι με νερό. Την ημέρα των Φώτων, το ίδιο ξύλο το έβαζε πάλι στο τζάκι, όπου και το άφηνε να καεί ολοκληρωτικά.
Οι καλικάντζαροι ήταν συνήθως μικρόσωμοι, άσχημοι, αδύνατοι, με αχτένιστα μαλλιά και κόκκινα μάτια, με πόδια τράγου και ουρά, όπου ζουν όλο το χρόνο κάτω από τη γη και προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που τη κρατάει. Κι ενώ είναι σχεδόν έτοιμοι να το κόψουν, βγαίνουν στην επιφάνεια της γης, κοντά στο τέλος της εργασίας τους, (από το φόβο μήπως τελικά η ετοιμόρροπη γη, πέσει και τους πλακώσει) την πρώτη μέρα του Σαραντάμερου (14 Νοεμβρίου) με σκοπό να πειράξουν τους ανθρώπους. Να τους κολάσουν.
Γυρνούν μόνο τις νύχτες. Μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους και παίρνουν ό,τι θέλουν. Όμως όταν άκουγαν το πρώτο λάλημα του πετεινού, ειδοποιούσαν ο ένας τον άλλο «πρώτος λάλησε» ύστερα «δεύτερος λάλησε», ενώ με το τρίτο λάλημα όλοι μαζί επέστρεφαν στα έγκατα της γης, στον Άδη. Οι καλικάτζαροι έφευγαν από τη γη, όταν αγιάζονταν τα νερά, την ημέρα των Θεοφανείων. Όταν όμως επιστρέφουν στα έγκατα της γης, βρίσκουν το δέντρο ακέραιο και ξαναρχίζουν το πριόνισμα.
Κάθε προπαραμονή Χριστουγέννων σφάζανε τα γουρούνια. Η κάθε οικογένεια φρόντιζε ώστε να έχει ένα γουρούνι για τις γιορτές.
Γουρνοχαρές
Άρχιζε λοιπόν η προετοιμασία και η προσμονή για όλους τους Λεπτοκαρίτες (ειδικά για τα μικρά παιδιά) ώστε να φθάσουν εκείνες οι άγιες ημέρες, για να σφάξουνε το γουρούνι τους. Σε μερικά νοικοκυριά, οι νοικοκυρές έπρεπε να βρουν γανωματή, για να γανώσουν τα οικιακά σκεύη που ήταν αναγκαία για τηχοιροσφαγή. Εκείνα τα χρόνια στην παλαιά Λεπτοκαρυά δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Επίσης δεν υπήρχαν κουζίνες με τα στοιχειώδη, γι’ αυτό (οι νοικοκυρές) έπρεπε το νερό να το κουβαλήσουν από τις κοινοτικές κρήνες, σε μικρά βαρέλια, καθώς και να φέρουν αρκετά ξύλα για το άναμμα της φωτιάς, για να ζεστάνουν το νερό στο καζάνι.
Οι Λεπτοκαρίτες, με μπροστάρη το νοικοκύρη και τους γείτονες να βοηθάνε, ακόνιζαν τα μαχαίρια και τους μπαλτάδες, ενώ οι γυναίκες ετοίμαζαν τις τάβλες, τα ταψιά και τα καζάνια. Ο νοικοκύρης έμπαινε μέσα στο στάβλο και με ένα σχοινί, τραβούσε το γουρούνι έξω, για να το σφάξουν. Το διαπεραστικό ουρλιαχτό του γουρουνιού, τρυπούσε τα αυτιά των μικρών παιδιών, έτσι που δεν ξέρανε αν θα έπρεπε σαν παιδιά να χαίρονται (γιατί θα έμπαινε κρέας στο σπίτι τους) ή θα έπρεπε να κλαίνε αφού είχανε δεθεί μαζί του. Αυτό το βλέπανε οι γεροντότεροι στα μάτια των μικρών παιδιών και θέλοντας να απαλύνουν τη στενοχώρια τους, τα έβαζαν εκείνες τις ώρες να τους βοηθάμε με μικροδουλειές, όπως κουβάλημα νερού, στα μαχαίρια και τα ταψιά απονέμοντας πολλά εύσημα και πολλά μπράβο.
Μετά το σφάξιμο και πριν το γδάρσιμο του γουρουνιού, έπρεπε πρώτα να τοθυμιατίσουν. Πάνω από το σφαγμένο γουρούνι, περνούσαν τα κάρβουνα με θυμίαμα, τα οποία και τα άφηναν για αρκετή ώρα, δίπλα στον σφαγμένο λαιμό του γουρουνιού. Το σφαγμένο γουρούνι το κρεμούσαν στο τσιγκέλι, ή σε κανένα χοντρό κλαδί δένδρου, βάζοντας συνήθως ένα λεμόνι σφηνωμένο στο στόμα του. Μόλις έκοβαν το γουρνοκέφαλο, άρχιζαν το γδάρσιμο πάνω στο τσιγκέλι, ξεκινώντας πρώτα από την περιοχή της κοιλιάς. Από το σφαγμένο γουρούνι δεν πήγαινε τίποτα χαμένο.
Ξεκινώντας από το τομάρι του γουρουνιού, το χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν τα περίφημα γουρνοτσάρουχα. Αναφερόμαστε σε μια εποχή που οι άνθρωποι δεν είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν παπούτσια, γιατί ήταν ακριβά και δυσεύρετα στα χωριά. Από την περιοχή της κοιλιάς του γουρουνιού αφαιρούσαν τα έντερα και τα εντόσθια, από τα οποία και θα παρασκεύαζαν κυρίως τα λουκάνικα.
Την ουροδόχο κύστη (τη φούσκα) του γουρουνιού τη φούσκωναν, τη στέγνωναν και την έδιναν στα μικρά παιδιά για να παίξουν μπάλα, σε μια εποχή που η μπάλα ή το μπαλόνι ήταν δυσεύρετα είδη. Το γδαρμένο ζώο έμενε κρεμασμένο για να παγώσει και αργότερα γινόταν το τεμάχισμα, λιάνισμα σε κομμάτια ανάλογα με τη χρήση του.
Από το σφαγμένο γουρούνι, οι Λεπτοκαρίτες έκαναν και τις τσιγαρίδες (ο παραδοσιακός χριστουγεννιάτικος μεζές των χωριών του Ολύμπου). Οι τσιγαρίδες, ήταν ο απόλυτος χειμωνιάτικος μεζές της ορεινής Πιερίας. Η προετοιμασία τους άλλοτε, ήταν σαν ένα μικρό πανηγύρι. Γίνονταν από το λίπος του χοιρινού, δηλαδή από το ξίγκι που συνήθως άφηναν λίγο κρεατάκι στην άκρη του λίπους και που αυτό του έδινε μια υπέροχη γεύση.
Για να κάνουνε τις τσιγαρίδες καθαρίζανε πρώτα το λίπος να μην έχει βρωμιές ή αίματα (να είναι άσπρο) και μετά το βάζανε σε μεγάλη κατσαρόλα (καζάνι) σε χαμηλή φωτιά. Σκεπάζανε την κατσαρόλα με το καπάκι και το άφηναν στη φωτιά. Κάπου κάπου ανοίγανε να το ανακατέψουνε και να στραγγίσουνε το λίπος για να μη βράσει. Ήταν έτοιμο όταν έλιωνε όλο το λίπος και άρχιζε να τσιγαρίζετε και να στεγνώνει (σαν μπέικον). Εκτός από μεζεδάκι, οι τσιγαρίδες συνόδευαν και άλλα φαγητά, όπως τις διάφορες πίτες με τσιγαρίδες.
Tην παραμονή των Χριστουγέννων, στην παλαιά Λεπτοκαρυά, οι Λεπτοκαρίτες κάθε πρωί “έβγαζαν τα πλιά”. Η κάθε νοικοκυρά, έπαιρνε στο σπίτι της λίγο σιτάρι και ένα κλαδί κέδρου. Αργότερα πήγαινε κοντά στο τζάκι, όπου και έριχνε ένα - ένα το σπυρί με σιτάρι και το ονομάτιζε. Έλεγε δηλαδή για κάθε σπυρί που έριχνε, αυτό είναι για τον μπαμπά, αυτό για τη μαμά, αυτό για τον γιο, κλπ.
Έτσι, ανάλογα με τον θόρυβο που έκανε το κάθε σπυρί σιταριού όταν έσκαγε, έλεγαν, ότι “αυτός είναι γερός”, ή “αυτός είναι τζούφιος”, (δηλ. είναι αδύναμος). Όταν το σπυρί με σιτάρι που έριχνε (ο νοικοκύρης) στη φωτιά, το ονομάτιζε για το σπιτικό και εάν αυτό αναπηδούσε, αυτό θα σήμαινε ότι το σπίτι τους, θα είχε καλή τύχη για τα Χριστούγεννα και για τη νέα χρονιά.
Επίσης, οι νοικοκυρές στην παλαιά Λεπτοκαρυά, ήδη από την παραμονή των Χριστουγέννων, ετοίμαζαν τη σούπα (συνήθως ήταν κοτόσουπα που συνοδεύονταν με γεμιστή κότα), έτσι ώστε το πρωί των Χριστουγέννων, μετά την εκκλησία, να είναι όλα έτοιμα και να καθίσει όλη η οικογένεια στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Ανήμερα των Χριστουγέννων, οι Λεπτοκαρίτισσες θα φρόντιζαν να ψήσουν για την οικογένεια τους, κομμάτια από κρέας. Κι επειδή η αλληλεγγύη περίσσευε στην παλαιά Λεπτοκαρυά, όλοι οι νοικοκυραίοι φρόντιζαν να δώσουν ένα κομμάτι κρέας (από το γουρούνι) στο γείτονα τους, αλλά και σε κάποιους ανήμπορους ανθρώπους, ακόμη και σε όσους δεν έσφαζαν (εκείνες τις ημέρες) λόγω πένθους.
Τα Χριστούγεννα, οι κάτοικοι της παλαιάς Λεπτοκαρυάς, κάθε πρωί μόλις άναβαν το τζάκι, ο σπιτονοικοκύρης του κάθε σπιτιού έβαζε στη φωτιά “ένα χοντρό ξύλο κέδρου”. Το άφηνε να καεί για λίγο, ενώ αργότερα το έβγαζε και το έσβηνε με νερό. Το ίδιο ξύλο το ξανάβαζε πάλι την ημέρα της Πρωτοχρονιάς στο τζάκι και το άφηνε να καεί πάλι για λίγο και μετά το ξανάσβηνε πάλι με νερό. Την ημέρα των Φώτων, το ίδιο ξύλο το έβαζε πάλι στο τζάκι, όπου και το άφηνε να καεί ολοκληρωτικά.
Τέλος, τα Χριστούγεννα «έφευγαν τα σαραντάμερα» και «έρχονταν τα δωδεκάημερα» (δηλ. πρόκειται πάλι για καλικάντζαρους που ενοχλούσαν τους ανθρώπους). Τα “δωδεκάμερα” ήταν «δαιμονικά» που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους ανθρώπους ως την ημέρα των Φώτων, γι’ αυτό και λεγόταν “δωδεκάμερα”, (δηλ. δώδεκα μέρες, όσες ήταν και οι ημέρες από τα Χριστούγεννα ως και τα Φώτα). Μόλις περνούσαν και τα Φώτα, πίστευαν πως όλα τα «δαιμονικά» έφευγαν από το χωριό. Όμως, επίσης πίστευαν, πως θα παρέμενε από «κανένας ξεχασμένος» “ γέρος - δαίμονας”, ο οποίος θα τριγυρνούσε στην παλαιά Λεπτοκαρυά και μετά την ημέρα των Φώτων.
Πολλές πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του καθηγητή Γεωργίου Χατζή «Λεπτοκαρυά» και από το προσωπικό μου αρχείο.
ΤΖΙΟΛΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Φιλόλογος - αρχαιολόγος