Όταν οι τελευταίοι υπερασπιστές είτε έπεσαν υπό το βάρος των Οθωμανών που εισέρρεαν στην Πόλη από κάθε πιθανό και απίθανο άνοιγμα είτε οχυρώθηκαν στα τελευταία σημεία αντίστασης, οι στρατιώτες του κατακτητή είχαν πλέον δικαίωμα σε τρεις μέρες λεηλασίας, ενώ...
όταν αυτή έληγε, όλα τα λατρευτικά κτίρια των υποδούλων μετατρέπονταν σε τζαμιά ή κατεδαφίζονταν. Έτσι οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε ένα απίστευτο όργιο λεηλασιών, φόνων και βιασμών. Οι χιλιάδες τακτικών και ιδιαίτερα οι ημιάγριοι Βαζιβουζούκοι άτακτοι έσφαζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους άνδρα, γυναίκα, παιδί. Ουδείς μπορούσε να ξεφύγει από τη μανία των κατακτητών.
Έκοβαν αδιακρίτως κεφάλια, χέρια, πόδια, σε μια τρομερή μανία που προερχόταν από τις ταλαιπωρίες της πολιορκίας και το βαρύ φόρο αίματος που χρειάστηκε να πληρώσουν, αλλά και από το πολύχρονο αίσθημα κατωτερότητας που διακατείχε τους νεόκοπους κατακτητές σε σχέση με τους Βυζαντινούς, οι οποίοι είχαν πίσω τους 3.000 χρόνια Ελληνικού πολιτισμού. Αυτά τα συναισθήματα μετουσιώθηκαν σε σφαγή.
Oι Έλληνες, μόλις διέτρεξε η φήμη πως έπεσε η Πόλη άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι στα πλοία των Βενετσιάνων και των Γενοβέζων και καθώς ορμούσαν πάνω τους βιαστικά και με ακαταστασία, χάνονταν, γιατί βούλιαζαν τα πλοία. Και έγινε εκείνο που συνήθως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Mε θόρυβο, φωνές και χωρίς καμιά τάξη, έτρεχαν να σωθεί ο καθένας μέσα σε σύγχυση... Το πλήθος, που όλο και μεγάλωνε από τους κυνηγημένους, στράφηκε προς τον πιο μεγάλο ναό της Πόλης, την Αγιά Σοφιά.
Έκοβαν αδιακρίτως κεφάλια, χέρια, πόδια, σε μια τρομερή μανία που προερχόταν από τις ταλαιπωρίες της πολιορκίας και το βαρύ φόρο αίματος που χρειάστηκε να πληρώσουν, αλλά και από το πολύχρονο αίσθημα κατωτερότητας που διακατείχε τους νεόκοπους κατακτητές σε σχέση με τους Βυζαντινούς, οι οποίοι είχαν πίσω τους 3.000 χρόνια Ελληνικού πολιτισμού. Αυτά τα συναισθήματα μετουσιώθηκαν σε σφαγή.
Oι Έλληνες, μόλις διέτρεξε η φήμη πως έπεσε η Πόλη άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι στα πλοία των Βενετσιάνων και των Γενοβέζων και καθώς ορμούσαν πάνω τους βιαστικά και με ακαταστασία, χάνονταν, γιατί βούλιαζαν τα πλοία. Και έγινε εκείνο που συνήθως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Mε θόρυβο, φωνές και χωρίς καμιά τάξη, έτρεχαν να σωθεί ο καθένας μέσα σε σύγχυση... Το πλήθος, που όλο και μεγάλωνε από τους κυνηγημένους, στράφηκε προς τον πιο μεγάλο ναό της Πόλης, την Αγιά Σοφιά.
Μαζεύτηκαν άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σε λίγο όμως πιάστηκαν από τους Τούρκους και χωρίς αντίσταση σφαγιάστηκαν όλοι μέσα στο ναό. Άλλοι πάλι σ' άλλα μέρη της Πόλης πήραν τους δρόμους χωρίς να ξέρουν για πού. Σε λίγο σκοτώθηκαν, άλλοι πιάστηκαν και πολλοί όμως φάνηκαν γενναίοι, αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν, για να μη δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους σκλάβους. Σε όλη την Πόλη τίποτε άλλο δεν έβλεπες παρά αυτούς που σκότωναν και αυτούς που σκοτώνονταν, αυτούς που κυνηγούσαν και κείνους που έφευγαν.
Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό κλαγγών όπλων και ουρλιαχτών, μέσα στα ποτάμια αίματος που πλημμύριζαν τα σπίτια, τις πλατείες και τους δρόμους, μέσα σε αυτό το όργιο της καταστροφής και του πλιάτσικου, ο Μωάμεθ άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι αν άφηνε τους βάρβαρους στρατιώτες του να συνεχίσουν, δεν θα του έμενε τίποτε να κυβερνήσει από την κάποτε υπερήφανη Πόλη. Έτσι, σε λιγότερο από 24 ώρες από την πτώση της Πόλης, ο Σουλτάνος διέταξε την άμεση παύση του πλιάτσικου και έδωσε εντολή στους Γενίτσαρους να σύρουν έξω από την Πόλη όποιον αρνηθεί να υπακούσει τη διαταγή.
Μέσα σε ελάχιστες ώρες η καταστροφή είχε σταματήσει. Tα τελευταία σώματα άτακτων είχαν συρθεί έξω από τα τείχη και όσοι (ελάχιστοι) Έλληνες είχαν επιβιώσει, έβγαιναν σιγά-σιγά από τις εκκλησίες και τις κρυψώνες τους. H συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων είχε είτε σφαγιασθεί είτε σκλαβωθεί. Οι περισσότεροι Τούρκοι, μετά την εκτόνωση της αρχικής μανίας τους, άρχισαν να σκέφτονται περισσότερο το κέρδος και λιγότερο τη σφαγή, οπότε τα θύματά τους αιχμαλωτίζονταν για να πωληθούν στη συνέχεια ως σκλάβοι.
Φυσικά, ο ήδη συρρικνωμένος πληθυσμός της Πόλης δεν συνιστούσε πλέον ούτε κωμόπολη. Γι' αυτό μία από τις πρώτες κινήσεις του Μωάμεθ αμέσως μετά την ανακήρυξη της Κωνσταντινούπολης ως νέας πρωτεύουσας του Οθωμανικού κράτους ήταν να φέρει πολυάριθμους αποίκους, κυρίως Τούρκους ή εξισλαμισμένους Ανατολίτες, Έλληνες, αλλά και Αρμένιους και Εβραίους, να κατοικήσουν στην αχανή και κατακτημένη πόλη, αμέσως μετά την παύση της σφαγής.
Ο Μωάμεθ εισήλθε επικεφαλής εντυπωσιακής πομπής και προσευχήθηκε στην Αγιά Σοφιά, τον κύριο Χριστιανικό ναό της Πόλης, που είχε χτιστεί από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό το έτος 532. H Αγιά Σοφιά θα μετατρεπόταν πλέον σε Μουσουλμανικό τέμενος. O κατακτητής δεν φάνηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρος με την παλιά αριστοκρατία και τη διοικητική ελίτ του Βυζαντίου. Μέσα σε λίγες μέρες είχε εκτελέσει το σύνολο των επιφανών Βυζαντινών που κατείχαν κάποιο αξίωμα και δεν είχαν φροντίσει να αποχωρήσουν.
O Μωάμεθ είχε πλέον κερδίσει τον τίτλο του Πορθητή. H Πόλη ήταν δική του και η αντίσταση είχε παύσει. Κατόρθωσε να εκπληρώσει το πρώτο μέρος του ονείρου του, που ήταν η ανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε όλο της το μεγαλείο: Η "Νέα Ρώμη" ήταν δική του. H μελλοντική απόπειρά του να καταλάβει την ίδια τη Ρώμη απέτυχε παταγωδώς, αλλά για την ώρα ήταν θριαμβευτής, κατακτητής και μπορούσε πλέον να σφετεριστεί τον τίτλο "Καϊζέρ ι ρουμ", (Καίσαρας των Ρωμαίων).
Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό κλαγγών όπλων και ουρλιαχτών, μέσα στα ποτάμια αίματος που πλημμύριζαν τα σπίτια, τις πλατείες και τους δρόμους, μέσα σε αυτό το όργιο της καταστροφής και του πλιάτσικου, ο Μωάμεθ άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι αν άφηνε τους βάρβαρους στρατιώτες του να συνεχίσουν, δεν θα του έμενε τίποτε να κυβερνήσει από την κάποτε υπερήφανη Πόλη. Έτσι, σε λιγότερο από 24 ώρες από την πτώση της Πόλης, ο Σουλτάνος διέταξε την άμεση παύση του πλιάτσικου και έδωσε εντολή στους Γενίτσαρους να σύρουν έξω από την Πόλη όποιον αρνηθεί να υπακούσει τη διαταγή.
Μέσα σε ελάχιστες ώρες η καταστροφή είχε σταματήσει. Tα τελευταία σώματα άτακτων είχαν συρθεί έξω από τα τείχη και όσοι (ελάχιστοι) Έλληνες είχαν επιβιώσει, έβγαιναν σιγά-σιγά από τις εκκλησίες και τις κρυψώνες τους. H συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων είχε είτε σφαγιασθεί είτε σκλαβωθεί. Οι περισσότεροι Τούρκοι, μετά την εκτόνωση της αρχικής μανίας τους, άρχισαν να σκέφτονται περισσότερο το κέρδος και λιγότερο τη σφαγή, οπότε τα θύματά τους αιχμαλωτίζονταν για να πωληθούν στη συνέχεια ως σκλάβοι.
Φυσικά, ο ήδη συρρικνωμένος πληθυσμός της Πόλης δεν συνιστούσε πλέον ούτε κωμόπολη. Γι' αυτό μία από τις πρώτες κινήσεις του Μωάμεθ αμέσως μετά την ανακήρυξη της Κωνσταντινούπολης ως νέας πρωτεύουσας του Οθωμανικού κράτους ήταν να φέρει πολυάριθμους αποίκους, κυρίως Τούρκους ή εξισλαμισμένους Ανατολίτες, Έλληνες, αλλά και Αρμένιους και Εβραίους, να κατοικήσουν στην αχανή και κατακτημένη πόλη, αμέσως μετά την παύση της σφαγής.
Ο Μωάμεθ εισήλθε επικεφαλής εντυπωσιακής πομπής και προσευχήθηκε στην Αγιά Σοφιά, τον κύριο Χριστιανικό ναό της Πόλης, που είχε χτιστεί από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό το έτος 532. H Αγιά Σοφιά θα μετατρεπόταν πλέον σε Μουσουλμανικό τέμενος. O κατακτητής δεν φάνηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρος με την παλιά αριστοκρατία και τη διοικητική ελίτ του Βυζαντίου. Μέσα σε λίγες μέρες είχε εκτελέσει το σύνολο των επιφανών Βυζαντινών που κατείχαν κάποιο αξίωμα και δεν είχαν φροντίσει να αποχωρήσουν.
O Μωάμεθ είχε πλέον κερδίσει τον τίτλο του Πορθητή. H Πόλη ήταν δική του και η αντίσταση είχε παύσει. Κατόρθωσε να εκπληρώσει το πρώτο μέρος του ονείρου του, που ήταν η ανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε όλο της το μεγαλείο: Η "Νέα Ρώμη" ήταν δική του. H μελλοντική απόπειρά του να καταλάβει την ίδια τη Ρώμη απέτυχε παταγωδώς, αλλά για την ώρα ήταν θριαμβευτής, κατακτητής και μπορούσε πλέον να σφετεριστεί τον τίτλο "Καϊζέρ ι ρουμ", (Καίσαρας των Ρωμαίων).
Β.Β.