Την Παρασκευή 25 Μαΐου του 1453, όλος ο λαός της Πόλης προσεύχεται έχοντας εναποθέσει τις τελευταίες του ελπίδες για σωτηρία στο Θεό και έτσι ξεκίνησε για την λιτάνευση της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας της Οδηγήτριας.
Η ύστατη αγωνία, η ύστατη ικεσία την ίδια ώρα που τα αιμοβόρα στίφη της Ανατολής βομβάρδιζαν τα τείχη του θανάτου.
Την ώρα της λιτάνευσης η εικόνα κινήθηκε μόνη της και έπεσε κάτω. Με φόβο Θεού ο λαός της Κωνσταντινούπολης δοκίμασε να την σηκώσει, αλλά η εικόνα έγινε ασήκωτη και δεν μπορούσε κανείς να την μετακινήσει. Άλλος ένας κακός οιωνός…
Όταν μετά από ώρα κατάφεραν να την σηκώσουν, άρχισε καταρρακτώδη βροχή που παρέσυρε μέχρι και πέτρες από τα διαλυμένα τείχη. Η λιτάνευση σταμάτησε και οι πρόγονοί μας κοιτώντας με φρίκη τους δρόμους να έχουν μετατραπεί σε ποτάμια, την καταρρακτώδη βροχή, και τους κεραυνούς πάνω από τον ουρανό της Βασιλεύουσας, κατάλαβαν ότι το τέλος είναι κοντά...
Ταυτόχρονα όλοι γνωρίζουν ότι σε 4 μέρες οι Οθωμανοί θα χτυπήσουν. Η Πόλη δεν έχει ψωμί και ως έφεδροι έχουν μείνει μόνο οι καλόγεροι που περιμένουν στο ναό των Αποστόλων τη στιγμή που θα τους καλέσει ο Βασιλιάς τους να πολεμήσουν. Το συμβούλιο θέτει και πάλι το ζήτημα που πληγώνει τον Κωνσταντίνο: «Εάν δεν μπορούμε να σώσουμε την Πόλη, ας σώσουμε τουλάχιστον τον Αυτοκράτορα!»
Ο Παλαιολόγος αντιδρά με οργή και εξουθενωμένος από τη νηστεία, την κόπωση και την αγωνία χάνει τις αισθήσεις του.
Την ώρα της λιτάνευσης η εικόνα κινήθηκε μόνη της και έπεσε κάτω. Με φόβο Θεού ο λαός της Κωνσταντινούπολης δοκίμασε να την σηκώσει, αλλά η εικόνα έγινε ασήκωτη και δεν μπορούσε κανείς να την μετακινήσει. Άλλος ένας κακός οιωνός…
Όταν μετά από ώρα κατάφεραν να την σηκώσουν, άρχισε καταρρακτώδη βροχή που παρέσυρε μέχρι και πέτρες από τα διαλυμένα τείχη. Η λιτάνευση σταμάτησε και οι πρόγονοί μας κοιτώντας με φρίκη τους δρόμους να έχουν μετατραπεί σε ποτάμια, την καταρρακτώδη βροχή, και τους κεραυνούς πάνω από τον ουρανό της Βασιλεύουσας, κατάλαβαν ότι το τέλος είναι κοντά...
Ταυτόχρονα όλοι γνωρίζουν ότι σε 4 μέρες οι Οθωμανοί θα χτυπήσουν. Η Πόλη δεν έχει ψωμί και ως έφεδροι έχουν μείνει μόνο οι καλόγεροι που περιμένουν στο ναό των Αποστόλων τη στιγμή που θα τους καλέσει ο Βασιλιάς τους να πολεμήσουν. Το συμβούλιο θέτει και πάλι το ζήτημα που πληγώνει τον Κωνσταντίνο: «Εάν δεν μπορούμε να σώσουμε την Πόλη, ας σώσουμε τουλάχιστον τον Αυτοκράτορα!»
Ο Παλαιολόγος αντιδρά με οργή και εξουθενωμένος από τη νηστεία, την κόπωση και την αγωνία χάνει τις αισθήσεις του.
Δε δέχεται όμως να φύγει…
Β.Β.