ΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
Η διάχυση της βίας, της αδικίας και της επικινδυνότητας των καιρών μας μέσα και έξω απ' τα σύνορά μας, αφήνει τον χρόνο να ξεφτίζει συχνά την ιστορική μνήμη μας, όχι όμως την άσβεστη τραυματική ή ένδοξη στην εθνική πορεία της Ελλάδας.
Αυτή...
Αυτή...
μένει αναλλοίωτη και διαχρονική στην κοινωνία, γιατί τη διατηρεί ζωντανή η βιωμένη συλλογική εμπειρία, που παραμένει ανεκτίμητη, διδάσκει, καθοδηγεί και ενώνει. Και τα κάνει αυτά, γιατί μεταγγίζει ''τελετουργικά'' - κατά τις εθνικές επετείους και τις πτυχές τους - τη συνεχή παρουσία του ιστορικού παρελθόντος στο παρόν, λόγος που επιβάλλει τη θεσμική διατήρηση των εθνικών επετείων.
Επετείων που δεν συνδέονται με την ανάδυση του φασιστικού τύπου εθνικισμού, αλλά με την ίδια την ιστορία μας, καθώς στις εορταστικές επετείους συναντώνται το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων.
Μέσα απ' αυτές ανανεώνεται η ιστορική μνήμη και σηματοδοτείται η εθνική συνείδηση (που εμπεδώνεται στο σχολείο), καθώς και η σχέση της κοινωνίας των πολιτών με το ελληνικό κράτος. Σηματοδοτείται η σχέση του ελληνικού λαού με την ιστορία, ψυχή της οποίας είναι η αλήθεια.
Μια από τις πτυχές της ιστορικής αλήθειας στην οποία αναβαπτισθήκαμε εθνικά και φέτος, ανήμερα της Κοίμησης της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου, είχε αναφορά σε μια πτυχή της ιστορίας μας που υπήρξε προάγγελος του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Είχε αναφορά στον τορπιλισμό και τη βύθιση του ''ευδρόμου'' (κατά την ορολογία του Μεσοπολέμου), καταδρομικού ''Έλλη'' από το ιταλικό υποβρύχιο Delfino στις 15 Αυγούστου του 1940, ενώ ήταν αγκυροβολημένο 600 μέτρα από την ακτή εκπροσωπώντας το Πολεμικό Ναυτικό στον εορτασμό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της Υπερμάχου Στρατηγού και προστάτιδας των Ενόπλων Δυνάμεων της πατρίδας μας.
Μια μέρα πριν απ' τον ματωμένο εκείνο Δεκαπενταύγουστο, είχαν καταπλεύσει στο λιμάνι της Τήνου τα πλοία Αρντένα, Έλση, Σάμος, Σοφία και Αθήναι φορτωμένα με προσκυνητές. Αφού έδεσαν στα κρηπιδώματα της αποβάθρας, μετέφεραν τον κόσμο με βάρκες στην προκυμαία.
Οι πιο πολλοί, προσπερνώντας βιαστικά τα μαγαζάκια με τα αναμνηστικά, τα περίπτερα και τους πάγκους με τα εκκλησιαστικά είδη, ανηφόριζαν τον πλακόστρωτο δρόμο που οδηγούσε στον επιβλητικό ναό της Μεγαλόχαρης με το πανύψηλο καμπαναριό από μαρμαρένια δαντέλα ανάγλυφη, όλο τρύπες - σε γεωμετρικά σχήματα - γεμάτες ουρανό.
Όταν έφταναν στο πλάτωμα, ξεκουράζονταν λίγο αποχαζεύοντας τον παραλιακό δρόμο, τους μικρούς οικισμούς με τα λευκά σπίτια, τους περιστεριώνες και τον φάρο της Τήνου (που ήταν σκεπασμένος από λευκό σύννεφο γλάρων) κι ύστερα έμπαιναν στον σεπτό ναό για να λειτουργηθούν.
Ξημερώματα της μεγάλης γιορτής, τρεις ώρες σχεδόν πριν να φέξει ο ήλιος, μπήκε και άραξε στο λιμάνι της Τήνου το πλοίο Έσπερος των Ναυπηγείων Βασιλειάδη (ιδιοκτησίας του Χιώτη εφοπλιστή Μιχάλη Βασιλειάδη, πατέρα του ήρωα Αεροπόρου (Άσου της RAF) Βασίλη Βασιλειάδη, που πολέμησε λίγους μήνες αργότερα με τις συμμαχικές δυνάμεις κατά του Άξονα).
Γύρω στις έξι κατέπλευσε και το Έλλη. Φουντάρισε την άγκυρα σε απόσταση οκτώ μέτρων από τον βραχίονα του λιμανιού της Τήνου δίνοντας έναυσμα στον σαλπιγκτή να αντιλαλήσει σε εύθυμο τόνο την ανάταση των σημαιών του, που τις φούσκωνε ο πελαγίσιος αέρας και τις έκανε να μοιάζουν με φτερά πουλιών έτοιμων να πετάξουν.
Μέσα σε κλίμα χαράς και ενθουσιασμού, το πλήρωμα ετοιμαζόταν για αποβίβαση. Ήδη ο κυβερνήτης Άγγελος Χατζόπουλος είχε κατέβει στο πρυμναίο υπόφραγμα του πλοίου μαζί με σαράντα πέντε ναύτες του τιμητικού αγήματος (που θα συμμετείχαν στην καθιερωμένη λιτανεία) και οκτώ υπαξιωματικούς για την εκ περιτροπής μεταφορά της εικόνας της Μεγαλόχαρης στους δρόμους της Τήνου.
Πριν την αποβίβασή τους, όμως, ακούστηκε από ψηλά ο κινητήρας ενός αεροπλάνου που έσκιζε τον αέρα σε χαμηλό ύψος 1.200 ποδιών. Ήταν άγνωστης προέλευσης αεράκατος, που πλησίαζε όλο φοβέρα απ' τα ανατολικά και είχε σβησμένα τα εθνικά της χρώματα.
Ο κυβερνήτης και το πλήρωμα της 'Ελλης κατάλαβαν αμέσως ότι επρόκειτο για ιταλική πρόκληση, γι' αυτό και επέστρεψαν στις θέσεις βολής για να παρακολουθήσουν τις κινήσεις του αεροπλάνου απ' τη γραμμή αεράμυνας με την ομοχειρία των πυροβόλων Τέρνι και Σκόντα.
Αλλά ο λαός, σκορπισμένος στην προκυμαία, τα δρομάκια και τα μπαλκόνια των γύρω σπιτιών, είχε ξεγελαστεί περνώντας το για ελληνικό και το χαιρετούσε με καπέλα και μαντήλια βλέποντάς το να βολτάρει πάνω από την Έλλη, μέχρι να απομακρυνθεί το ίδιο ξαφνικά όπως εμφανίστηκε.
Στις 8.25' πμ ο σημαιοφόρος τετράωρης βάρδιας, ο ομόβαθμός του στο πυροβόλο Τέρνι και ο πυροβολητής της Σκόντα, μαζί με τον αξιωματικό της φυλακής και τον αγγελιοφόρο, είχαν περιστοιχίσει τον ανθυποπλοίαρχο και μερικούς άντρες του αγήματος ζητώντας τους να ανάψουν κερί και γι' αυτούς στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τήνου.
Πριν ολοκληρώσουν τη συζήτησή τους, ωστόσο, ακούστηκε απ' τη γέφυρα του πλοίου η αγωνιώδης φωνή των σηματωρών:
''Τορπίλη, δεξιά!''
''Τορπίλη, δεξιά!''
Δεν πρόλαβε καν να συνειδητοποιήσει το πλήρωμα τη σημασία της φράσης, όταν ακούστηκε κάπου κοντά ένα ανατριχιαστικό βουητό. Ήταν η πρώτη τορπίλη των Ιταλών η οποία χτύπησε ύπουλα την Έλλη στα ύφαλα κάνοντάς την να αναπηδήσει σύγκορμη, έτοιμη να αυτοδιαλυθεί σε σιδερικά και ατσάλια λόγω του κρατήρα δύο μέτρων (ανάμεσα στις καπνοδόχους), που έβγαζε πυκνούς καπνούς σαν ηφαίστειο.
Ήταν 8.30' ακριβώς. Τρία λεπτά αργότερα έσκασε δεύτερη τορπίλη στη ρίζα του δυτικού λιμενοβραχίονα πετώντας σε απίστευτο ύψος τσιμέντα, χαλίκια και πέτρες απ' τον ρημαγμένο μόλο, μαζί με κάγκελα μπαλκονιών και γλάστρες απ' τα γύρω σπίτια.
Απ' τα λαβωμένα σπλάχνα του πλοίου ξεπήδησαν σύρματα, μπρούτζινα ρουμπινέτα, κομμάτια από σωλήνες, σιδερένιες πόρτες, αλλά και παραμορφωμένοι άνθρωποι, σάρκες ξεσκισμένες και καρβουνιασμένες, κοντά σ' ανοιγμένα κεφάλια και χυμένα μυαλά.
Οι δυνατές φωνές των σηματωρών της ''Έλλης'' ξανακούστηκαν πάλι τρελαμένες:
''Τορπίλη!.. Τορπίλη!..
Ήταν η τρίτη που έπεσε σαράντα πέντε μέτρα από το πράσινο φανάρι του κυματοθραύστη σηκώνοντας μια κολώνα νερού και σωριάζοντας τα υπόλοιπα τζάμια των σπιτιών και των μαγαζιών της παραλίας μέσα σε φωνές πανικού και απόγνωσης...
Ο Άγγελος Χατζόπουλος προσπαθούσε μάταια να συγκρατήσει τους ναύτες και αξιωματικούς που ποδοπατούνταν στη σκάλα για μια σχεδία και τους άλλους οι οποίοι (πνιγμένοι στον βήχα) είχαν κρεμαστεί από τα σχοινιά για να πέσουν στη θάλασσα και να γλιτώσουν.
Ο Ναυπλιώτης κυβερνήτης όμως δεν έλεγε να αποβιβαστεί και φώναζε στα γύρω πλοία που έσπευδαν για βοήθεια πως η Έλλη έπρεπε να σωθεί, αφού δεν πήραν φωτιά τα πυρομαχικά του δεξιού κι αριστερού ταχυβόλου και οι φιάλες της ψυκτικής της.
Παρ' όλα αυτά, το πλοίο - σακατεμένο απ' τα απανωτά δολοφονικά χτυπήματα - άρχισε να βουλιάζει σιγά σιγά, καθώς η προσπάθεια ρυμούλκησής του από μικρό βενζινόπλοιο απέβη άκαρπη. Ο κυβερνήτης, ο επιζήσας σημαιοφόρος του πλοίου Μαργαρίτης και οκτώ αξιωματικοί αρνούνταν να το εγκαταλείψουν ελπίζοντας στη ρυμούλκηση της Έλλης από τον Έσπερο.
Όταν ξεκίνησε αυτή, ωστόσο - με συρματόσχοινα και ρυμούλκια - άρχισαν (για κακή του τύχη) οι εκρήξεις του πετρελαίου στο τραυματισμένο πλοίο, που τα διέλυσαν όλα. Ο Έσπερος τραβήχτηκε άρον άρον αναγκαστικά, για να μην παγιδευτεί κι αυτός.
Η Έλλη, ξεφεύγοντας κάποια στιγμή απ' τις δίνες του νερού, ξαναβγήκε σαν από θαύμα στην επιφάνεια με τη γαλανόλευκη στο κατάρτι, μέχρι να βουλιάξει γρήγορα σαν χαρτοκάραβο (στις 9.45') παίρνοντας στον υγρό τάφο μαζί της τον υποκελευστή μηχανικό Παπανικολάου και οκτώ άνδρες απ' το μηχανοστάσιο (τους θερμαστές Αναστελόπουλο, Γρίβα και Μπόνο και τον υποκελευστή Μαντούβαλο), οι οποίοι συνόδεψαν τα συντρίμμια του καραβιού τους κομματιασμένοι και καρβουνιασμένοι...
Επετείων που δεν συνδέονται με την ανάδυση του φασιστικού τύπου εθνικισμού, αλλά με την ίδια την ιστορία μας, καθώς στις εορταστικές επετείους συναντώνται το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων.
Μέσα απ' αυτές ανανεώνεται η ιστορική μνήμη και σηματοδοτείται η εθνική συνείδηση (που εμπεδώνεται στο σχολείο), καθώς και η σχέση της κοινωνίας των πολιτών με το ελληνικό κράτος. Σηματοδοτείται η σχέση του ελληνικού λαού με την ιστορία, ψυχή της οποίας είναι η αλήθεια.
Μια από τις πτυχές της ιστορικής αλήθειας στην οποία αναβαπτισθήκαμε εθνικά και φέτος, ανήμερα της Κοίμησης της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου, είχε αναφορά σε μια πτυχή της ιστορίας μας που υπήρξε προάγγελος του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Είχε αναφορά στον τορπιλισμό και τη βύθιση του ''ευδρόμου'' (κατά την ορολογία του Μεσοπολέμου), καταδρομικού ''Έλλη'' από το ιταλικό υποβρύχιο Delfino στις 15 Αυγούστου του 1940, ενώ ήταν αγκυροβολημένο 600 μέτρα από την ακτή εκπροσωπώντας το Πολεμικό Ναυτικό στον εορτασμό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της Υπερμάχου Στρατηγού και προστάτιδας των Ενόπλων Δυνάμεων της πατρίδας μας.
Μια μέρα πριν απ' τον ματωμένο εκείνο Δεκαπενταύγουστο, είχαν καταπλεύσει στο λιμάνι της Τήνου τα πλοία Αρντένα, Έλση, Σάμος, Σοφία και Αθήναι φορτωμένα με προσκυνητές. Αφού έδεσαν στα κρηπιδώματα της αποβάθρας, μετέφεραν τον κόσμο με βάρκες στην προκυμαία.
Οι πιο πολλοί, προσπερνώντας βιαστικά τα μαγαζάκια με τα αναμνηστικά, τα περίπτερα και τους πάγκους με τα εκκλησιαστικά είδη, ανηφόριζαν τον πλακόστρωτο δρόμο που οδηγούσε στον επιβλητικό ναό της Μεγαλόχαρης με το πανύψηλο καμπαναριό από μαρμαρένια δαντέλα ανάγλυφη, όλο τρύπες - σε γεωμετρικά σχήματα - γεμάτες ουρανό.
Όταν έφταναν στο πλάτωμα, ξεκουράζονταν λίγο αποχαζεύοντας τον παραλιακό δρόμο, τους μικρούς οικισμούς με τα λευκά σπίτια, τους περιστεριώνες και τον φάρο της Τήνου (που ήταν σκεπασμένος από λευκό σύννεφο γλάρων) κι ύστερα έμπαιναν στον σεπτό ναό για να λειτουργηθούν.
Ξημερώματα της μεγάλης γιορτής, τρεις ώρες σχεδόν πριν να φέξει ο ήλιος, μπήκε και άραξε στο λιμάνι της Τήνου το πλοίο Έσπερος των Ναυπηγείων Βασιλειάδη (ιδιοκτησίας του Χιώτη εφοπλιστή Μιχάλη Βασιλειάδη, πατέρα του ήρωα Αεροπόρου (Άσου της RAF) Βασίλη Βασιλειάδη, που πολέμησε λίγους μήνες αργότερα με τις συμμαχικές δυνάμεις κατά του Άξονα).
Γύρω στις έξι κατέπλευσε και το Έλλη. Φουντάρισε την άγκυρα σε απόσταση οκτώ μέτρων από τον βραχίονα του λιμανιού της Τήνου δίνοντας έναυσμα στον σαλπιγκτή να αντιλαλήσει σε εύθυμο τόνο την ανάταση των σημαιών του, που τις φούσκωνε ο πελαγίσιος αέρας και τις έκανε να μοιάζουν με φτερά πουλιών έτοιμων να πετάξουν.
Μέσα σε κλίμα χαράς και ενθουσιασμού, το πλήρωμα ετοιμαζόταν για αποβίβαση. Ήδη ο κυβερνήτης Άγγελος Χατζόπουλος είχε κατέβει στο πρυμναίο υπόφραγμα του πλοίου μαζί με σαράντα πέντε ναύτες του τιμητικού αγήματος (που θα συμμετείχαν στην καθιερωμένη λιτανεία) και οκτώ υπαξιωματικούς για την εκ περιτροπής μεταφορά της εικόνας της Μεγαλόχαρης στους δρόμους της Τήνου.
Πριν την αποβίβασή τους, όμως, ακούστηκε από ψηλά ο κινητήρας ενός αεροπλάνου που έσκιζε τον αέρα σε χαμηλό ύψος 1.200 ποδιών. Ήταν άγνωστης προέλευσης αεράκατος, που πλησίαζε όλο φοβέρα απ' τα ανατολικά και είχε σβησμένα τα εθνικά της χρώματα.
Ο κυβερνήτης και το πλήρωμα της 'Ελλης κατάλαβαν αμέσως ότι επρόκειτο για ιταλική πρόκληση, γι' αυτό και επέστρεψαν στις θέσεις βολής για να παρακολουθήσουν τις κινήσεις του αεροπλάνου απ' τη γραμμή αεράμυνας με την ομοχειρία των πυροβόλων Τέρνι και Σκόντα.
Αλλά ο λαός, σκορπισμένος στην προκυμαία, τα δρομάκια και τα μπαλκόνια των γύρω σπιτιών, είχε ξεγελαστεί περνώντας το για ελληνικό και το χαιρετούσε με καπέλα και μαντήλια βλέποντάς το να βολτάρει πάνω από την Έλλη, μέχρι να απομακρυνθεί το ίδιο ξαφνικά όπως εμφανίστηκε.
Στις 8.25' πμ ο σημαιοφόρος τετράωρης βάρδιας, ο ομόβαθμός του στο πυροβόλο Τέρνι και ο πυροβολητής της Σκόντα, μαζί με τον αξιωματικό της φυλακής και τον αγγελιοφόρο, είχαν περιστοιχίσει τον ανθυποπλοίαρχο και μερικούς άντρες του αγήματος ζητώντας τους να ανάψουν κερί και γι' αυτούς στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τήνου.
Πριν ολοκληρώσουν τη συζήτησή τους, ωστόσο, ακούστηκε απ' τη γέφυρα του πλοίου η αγωνιώδης φωνή των σηματωρών:
''Τορπίλη, δεξιά!''
''Τορπίλη, δεξιά!''
Δεν πρόλαβε καν να συνειδητοποιήσει το πλήρωμα τη σημασία της φράσης, όταν ακούστηκε κάπου κοντά ένα ανατριχιαστικό βουητό. Ήταν η πρώτη τορπίλη των Ιταλών η οποία χτύπησε ύπουλα την Έλλη στα ύφαλα κάνοντάς την να αναπηδήσει σύγκορμη, έτοιμη να αυτοδιαλυθεί σε σιδερικά και ατσάλια λόγω του κρατήρα δύο μέτρων (ανάμεσα στις καπνοδόχους), που έβγαζε πυκνούς καπνούς σαν ηφαίστειο.
Ήταν 8.30' ακριβώς. Τρία λεπτά αργότερα έσκασε δεύτερη τορπίλη στη ρίζα του δυτικού λιμενοβραχίονα πετώντας σε απίστευτο ύψος τσιμέντα, χαλίκια και πέτρες απ' τον ρημαγμένο μόλο, μαζί με κάγκελα μπαλκονιών και γλάστρες απ' τα γύρω σπίτια.
Απ' τα λαβωμένα σπλάχνα του πλοίου ξεπήδησαν σύρματα, μπρούτζινα ρουμπινέτα, κομμάτια από σωλήνες, σιδερένιες πόρτες, αλλά και παραμορφωμένοι άνθρωποι, σάρκες ξεσκισμένες και καρβουνιασμένες, κοντά σ' ανοιγμένα κεφάλια και χυμένα μυαλά.
Οι δυνατές φωνές των σηματωρών της ''Έλλης'' ξανακούστηκαν πάλι τρελαμένες:
''Τορπίλη!.. Τορπίλη!..
Ήταν η τρίτη που έπεσε σαράντα πέντε μέτρα από το πράσινο φανάρι του κυματοθραύστη σηκώνοντας μια κολώνα νερού και σωριάζοντας τα υπόλοιπα τζάμια των σπιτιών και των μαγαζιών της παραλίας μέσα σε φωνές πανικού και απόγνωσης...
Ο Άγγελος Χατζόπουλος προσπαθούσε μάταια να συγκρατήσει τους ναύτες και αξιωματικούς που ποδοπατούνταν στη σκάλα για μια σχεδία και τους άλλους οι οποίοι (πνιγμένοι στον βήχα) είχαν κρεμαστεί από τα σχοινιά για να πέσουν στη θάλασσα και να γλιτώσουν.
Ο Ναυπλιώτης κυβερνήτης όμως δεν έλεγε να αποβιβαστεί και φώναζε στα γύρω πλοία που έσπευδαν για βοήθεια πως η Έλλη έπρεπε να σωθεί, αφού δεν πήραν φωτιά τα πυρομαχικά του δεξιού κι αριστερού ταχυβόλου και οι φιάλες της ψυκτικής της.
Παρ' όλα αυτά, το πλοίο - σακατεμένο απ' τα απανωτά δολοφονικά χτυπήματα - άρχισε να βουλιάζει σιγά σιγά, καθώς η προσπάθεια ρυμούλκησής του από μικρό βενζινόπλοιο απέβη άκαρπη. Ο κυβερνήτης, ο επιζήσας σημαιοφόρος του πλοίου Μαργαρίτης και οκτώ αξιωματικοί αρνούνταν να το εγκαταλείψουν ελπίζοντας στη ρυμούλκηση της Έλλης από τον Έσπερο.
Όταν ξεκίνησε αυτή, ωστόσο - με συρματόσχοινα και ρυμούλκια - άρχισαν (για κακή του τύχη) οι εκρήξεις του πετρελαίου στο τραυματισμένο πλοίο, που τα διέλυσαν όλα. Ο Έσπερος τραβήχτηκε άρον άρον αναγκαστικά, για να μην παγιδευτεί κι αυτός.
Η Έλλη, ξεφεύγοντας κάποια στιγμή απ' τις δίνες του νερού, ξαναβγήκε σαν από θαύμα στην επιφάνεια με τη γαλανόλευκη στο κατάρτι, μέχρι να βουλιάξει γρήγορα σαν χαρτοκάραβο (στις 9.45') παίρνοντας στον υγρό τάφο μαζί της τον υποκελευστή μηχανικό Παπανικολάου και οκτώ άνδρες απ' το μηχανοστάσιο (τους θερμαστές Αναστελόπουλο, Γρίβα και Μπόνο και τον υποκελευστή Μαντούβαλο), οι οποίοι συνόδεψαν τα συντρίμμια του καραβιού τους κομματιασμένοι και καρβουνιασμένοι...
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Βούλα Ηλιάδου: Φλογισμένος Ουρανός (μυθιστόρημα), εκδ. Ινφογνώμων, 2021
Κρινιώ Καλογερίδου