Μαρία Αμανατίδου
Η γάτα ήταν άσχημη. Μπορούσες να το δεις! Μαύρο και πορτοκαλί τρίχωμα. Τούφες, τούφες ξεβαμμένες και φρικτά κατακρεουργημένες σαν αυτοσχέδιο ντεκαπάζ, που έκανες στο μπάνιο σου έφηβη, όταν αποφάσισες να το σκάσεις από το σπίτι. Η...
γάτα μάλλον είχε ξεκινήσει για μακριά αλλά έμεινε στη γειτονιά. Τσακώθηκε με διάφορους. Ξεκάθαρα. Της έχει μείνει και μια κακία που χρόνια τώρα τριγυρνάει στα ίδια λημέρια, νομίζοντας ότι έκανε την επανάσταση της. Άτυχη. Τα μάτια της ίσα που φαίνονται. Είναι λίγο θολά. Μάλλον από την κακή διατροφή. Αν έμενε σπίτι της τα μάτια της θα έλαμπαν. Και ίσως να είχε ακόμα την ουρά της. Αλλά αυτά ήταν κουτσομπολιά που λέγανε οι άλλες γάτες πίσω από την πλάτη της.
Ο έρωτας ήταν η αιτία που έχασε την ουρά της. Όταν εκείνος ο μυστήριος γκρίζος πέρασε από την γειτονιά της. Τότε η ουρά της ήταν μακριά κι ευλύγιστη. Τότε η γάτα ήταν πονηρή. Τώρα είναι πικρόχολη. Ο γκρίζος την κυνηγούσε κάθε βράδυ στα κεραμίδια του εγκαταλελειμμένου σπιτιού. Αυτή πάντα του ξέφευγε και νιαούριζε πονηρά. Ήταν σίγουρη πως θα έβγαινε νικήτρια. Ο γκρίζος τριγύριζε καιρό στη γειτονιά. Ο γκρίζος τριγύριζε και με άλλες. Ένα απογευματάκι τον είδε να παίζει με εκείνη την λευκή σιαμέζα από το ακριβό σπίτι. Μπήκανε μαζί στο εγκαταλελειμμένο. Σε λίγο άκουγε τα νιαουρίσματα της και σκέφτηκε να πάει κοντά για να δει το σμίξιμο τους. Αλλά δεν το έκανε. Η γάτα ήταν πάντα διακριτική.
Ζήλεψε. Ναι. Και φαντάστηκε ότι ο γκρίζος θα φύγει για πάντα μιας και πήρε ότι πολυτιμότερο είχε η γειτονιά. Ο γκρίζος όμως επέστρεψε με μια ακόμα πιο εντυπωσιακή λευκή και μπήκαν στο εγκαταλελειμμένο. Η γάτα τους παρακολουθούσε κάθε μέρα. Η γάτα έπαψε να είναι διακριτική.
Στη γειτονιά οι άνθρωποι άρχισαν να ανησυχούν για τα τρελά νιαουρίσματα που ακούγονταν κάθε βράδυ από το εγκαταλελειμμένο κι αποφάσισαν να πιάσουν τον γκρίζο και την λευκή. Η λευκή είχε λουράκι και πήγε σπίτι της. Ο γκρίζος το έσκασε.
Η γάτα τώρα ήταν θλιμμένη. Προτιμούσε να τον βλέπει ακόμα κι αν γύριζε με άλλες παρά να μην τον βλέπει καθόλου. Η γάτα το έσκασε και πήγε στο σιδηροδρομικό σταθμό για να βρει τον γκρίζο και να τον φέρει πίσω. Η γάτα ήταν ριψοκίνδυνη. Ο γκρίζος δεν ήταν. Η γάτα δεν ήξερε από τρένα. Κι έτσι έχασε και την ουρά της και τον γκρίζο. Δεν ξαναγύρισε σπίτι ποτέ. Έτσι η γάτα περιπλανιόταν από γειτονιά σε γειτονιά , σε μέρη σκοτεινά και βρώμικα γιατί ντρεπόταν για την κομμένη της ουρά. Κανείς δεν χάιδευε τη γάτα. Μόνο τις καθαρές δευτέρες πλησίαζε τους ανθρώπους στις ταβέρνες για να φάει κάτι θαλασσινό κάτω από τα τραπέζια.
Κανείς δεν παρατηρούσε το πικρόχολο της περπάτημα.
υσ. Είχα μέρες να στείλω γράμμα γιατί ήθελα λίγη ησυχία-απόσταση, με όλα αυτα που συμβαίνουν. Έχω πολλά νέα να σου πω, οπότε κάνε υπομονή.
υσ1. Αυτή είναι μια μικρή “φανταστική” ιστορία λόγω της ημέρας. Καλή σαρακοστή. Και.. συγχωρεμένα! που έλεγε η γιαγιά μου.
σε φιλώ
η φίλη σου
Μαρία